Οι LCD Soundsystem, το συγκρότημα του James Muprhy που καθόρισε την αμερικανική dance μουσική των 00s, κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες ένα νέο άλμπουμ που έχει τίτλο «American Dream». Διαλύθηκαν το 2011, επέστρεψαν όμως. Ρωτήσαμε τρεις φαν της μουσικής τους αν τελικά έχει νόημα αυτή η επιστροφή τους κι αν το «έχουν» ακόμη.
Ηλίας Φραγκούλης
freecinema.gr
The Remaining Light
Το να συναντάς εν έτει 2017 ένα καινούργιο άλμπουμ που να μπορεί, έστω και αμυδρά, να σου (υπεν)θυμίζει το σοκ του ακούσματος του «Remain in Light» των Talking Heads, ακριβώς τότε, το 1980, είναι μεγάλη υπόθεση. Για εμάς που ζήσαμε εκείνο το τότε, το «American Dream» των LCD Soundsystem αποτελεί ένα σεβάσμιο (σχεδόν) «sequel» μητροπολιτικής πολυπολιτισμικότητας και εξομολογητικής αυτοαναφορικότητας. Διόλου τυχαία, μιλάμε για το τέταρτο studio album αμφότερων!
Πίσω στα 80s, το «Remain in Light» ήταν ένα βινύλιο που (πρωτίστως) έπιανες στα χέρια σου, εξερευνώντας τα credits της παραγωγής, κάθε ένθετο φύλλο χαρτιού στο εσωτερικό του cover, τους στίχους. Σήμερα, το πρώτο άκουσμα του «American Dream» προέκυψε μέσα από το Spotify, με το απλό πάτημα ενός κουμπιού. Ψυχρό και, με έναν παράδοξο τρόπο, τόσο «μηδενιστικό». Ταιριαστό για μια εποχή καλπάζουσας άγνοιας και αδιαφορίας. Με το που ξεκίνησε το δεύτερο track, ήμουν κιόλας σίγουρος για την προαναφερθείσα αναφορά «σύγκρισης». Ήταν μια συγκινητική στιγμή. Και για την «κληρονομιά» που κουβαλάει (ηθελημένα ή όχι) τούτο το άλμπουμ αλλά και για τη σημασία της επιστροφής της μπάντας του Τζέιμς Μέρφι στη δισκογραφία, της επιστροφής της σημαντικότερης μπάντας που υπάρχει σήμερα στον κόσμο.
Και είναι φοβερή η διαπίστωση ότι το «American Dream» δεν στέκει (όπως το «Remain in Light») στα πόδια ενός παραγωγού, όπως ο Μπράιαν Ίνο (αλήθεια, είναι σχεδόν αισθητά τα «Warm Jets» του εδώ!), αλλά βασίζεται αποκλειστικά στα εσωτερικά αποθέματα και τις αναζητήσεις του ίδιου του Μέρφι, ο οποίος πραγματώνει στην πληρότητά του ένα έργο που δεν κολακεύει το σήμερα, δεν διαθέτει ραδιοφωνικά «σουξέ» και κανένα (χορευτικό) single ή οτιδήποτε που θα μπορούσε να υποστηρίξει την κατανάλωσή του από τις μάζες. Πρόκειται για δουλειά με ψυχή. Ψυχή μαύρη (όπως και η «Black Screen» που βυθίζει σε ένα έρεβος απογοήτευσης στο τελευταίο track). Από βιώματα. Και ειλικρίνεια συναισθημάτων.
Δεν αισθάνομαι ακόμα έτοιμος να πω πολλά πράγματα για το «American Dream». Είναι σαν να ζητάς από έναν ψυχαναλυτή να σου κάνει πλήρη διάγνωση μετά από ένα και μοναδικό session. Έπειτα από λίγες μόλις μέρες μετά το πρώτο άκουσμα, τούτο το άλμπουμ μοιάζει με ένα άπειρης προοπτικής έρημο τοπίο που πρέπει να διασχίσεις και να εξερευνήσεις για να ανακαλύψεις τις «πηγές» της έμπνευσής του. Ο Μέρφι εξωτερικεύει τις ανησυχίες μιας troubled persona, χωρίς να παριστάνει ποτέ ότι δεν μιλά για τον εαυτό του, για τις σχέσεις του, για χωρισμούς, για το βάρος των αναμνήσεων, για το χάσιμο μέσα από τα ναρκωτικά, για πράγματα που δεν θα μοιραζόμασταν ούτε με φίλους μας. Οι φίλοι μας δεν είναι εκείνοι στους οποίους στρεφόμαστε για να διώξουν τον πόνο από μέσα μας. Και ο Μέρφι είναι ένας άνθρωπος που αισθάνεται πόνο. Τον ομολογεί, τον συνθέτει, τον χορεύει. Έχει ξανά τη δύναμη να τα κάνει όλα αυτά. Για εμάς.
Την πρώτη φορά που έβαλα να ακούσω το «American Dream» δεν μπόρεσα να ξεπεράσω το πέμπτο track. Το «How do you sleep?» τέμνει με επικό τρόπο το άλμπουμ. Σε κολλάει, σε ρίχνει κάτω, σε πατάει, σαν ένα pause που χρειάζεται να κάνεις στη ζωή σου για να καταλάβεις. Σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που το 1980 ο Ντέιβιντ Μπερν απορούσε με το «How did I get here?» στο «Once in a lifetime». Διόλου τυχαία, τολμώ να πω, και εκείνο το (τουλάχιστον κλασικό) τραγούδι των Talking Heads «χώριζε» το «Remain in Light» στη μέση (ανοίγοντας τη side B του βινυλίου). «Same as it ever was», δηλαδή. Κι ας περάσανε τόσες δεκαετίες. Κάνοντας «One step forward / And six steps back», σχεδόν στην ίδια θέση ίσως, ο Μέρφι διερωτάται όχι απλώς για το πού βρισκόμαστε αλλά για το πώς είμαστε ικανοί και να κοιμόμαστε ακόμη. Μέσα από ένα σπαραχτικό, anthemic στην κορύφωσή του, trance σε slow-mo που βασανίζει το κορμί σου λες και είναι η τελευταία μελωδία που θα άκουγες σε ένα dancefloor πριν από το τέλος του κόσμου. Πριν από τον βαθύτερο, τελευταίο σου «ύπνο»...
LCD - How do you sleep?
Μάριος Νάρης
Bonebrokk/Trial&Error
Σκέφτομαι εδώ και κάποιον καιρό πως οι αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι σε άσχημα γεγονότα είναι πλέον πολύ ισχυρότερες από τον ενθουσιασμό μας προς ό,τι θετικό συμβαίνει. Ίσως φταίει το ότι διαβάζω ακόμη τα σχόλια σε διάφορα sites, είτε μουσικά είτε αθλητικά, οτιδήποτε. Οποιαδήποτε μορφή χαρμόσυνου νέου, π.χ. ένας καλός καινούργιος δίσκος, προκαλεί πολύ μικρότερης έκτασης και έντασης σχολιασμό. Αντίθετα, όταν μας δίνεται το «δικαίωμα» για κατακραυγή (ανεξαρτήτως του αν είναι δικαιολογημένη ή/και καλοπροαίρετη), παρατηρώ μια αρκετά τρομακτική κινητικότητα σε βαθμό μανίας. Είναι μια σκέψη που ταιριάζει και στην επιστροφή των LCD Soundsystem. Άπειροι κατηγόρησαν τον James Murphy πως τους παραπλάνησε όταν πριν από 6 χρόνια ανακοίνωσε τη διάλυση του πρότζεκτ, κλείνοντας 9 χρόνια ύπαρξης με μια αποχαιρετιστήρια 4ωρη συναυλία στη Νέα Υόρκη και τα αντίστοιχα, γεμάτα συναισθηματισμό, box-sets και ντοκιμαντέρ. Θεωρώ, όμως, πως εφόσον ως φαν έχω να «κερδίσω» από έναν ακόμα καλό δίσκο των LCD Soundsystem, δεν θα έχω πρόβλημα αν ο Murphy τους διαλύει «οριστικά» και τους επανενώνει κάθε 3 χρόνια. Και είναι ξεκάθαρα καλός δίσκος. Η πρώτη μου αντίδραση (για άλλη μια φορά) ήταν ότι αυτός ο τύπος ξέρει να γράφει πολύ καλά. Έχει λίγες εκπλήξεις για κάποιον που έχει περάσει πολύ χρόνο με τους προηγούμενους δίσκους του και με έναν τρόπο έχει δημιουργήσει τα δικά του αναγνωρίσιμα μοτίβα, τα οποία, όμως, με μεγάλη επιτυχία επαναλαμβάνει και σε αυτό τον δίσκο. Υπάρχει το punk ξέσπασμα του «Emotional Haircut» (βλέπε «Movement»), το ανελέητο funk του «Other Voices» (βλέπε Sound Of Silver), το anthemic «Call the police» (βλέπε «All my friends») και, φυσικά, το φορτισμένο κλείσιμο με το «Black Screen». Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι δεν ακούγεται σαν παρωδία του εαυτού του, κάτι που φαντάζει ως το πιο δύσκολο επίτευγμα σε μια επανένωση. Παρ' όλη τη γενικότερη οικειότητα του δίσκου, υπάρχει σε αυτόν το «How do you sleep?». Το σοκ κατά την πρώτη ακρόαση ήταν το ίδιο μεγάλο με εκείνο από το «Daft Punk is my playing at my house». Σήμερα το θεωρώ το αγαπημένο μου κομμάτι απ' όλη την LCD δισκογραφία, ίσως λόγω της φρεσκάδας του, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι σε αυτό ο Murphy κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Και πρέπει να είναι εξαιρετικά δύσκολο να το κάνεις στα 47 σου. James, ξεπέρασέ τον και στα 50 σου, το χρειαζόμαστε.
Βαγγέλης Καμαράκης
Bad Spencer/YSID!!SID!!
Ομολογώ πως λίγοι άνθρωποι έχουν επηρέασει το μουσικό μου γούστο όσο ο James Murphy. Τον τελευταίο καιρό όμως είχε αρχίσει να με εκνευρίζει. Θέλεις το ντοκιμαντέρ για την τελευταία συναυλία των LCD Soundsystem («Shut up and play the hits»), που μου φάνηκε μια υπερφίαλη εγωκεντρική σαχλαμάρα, θέλεις που ο ίδιος τελικά παραδέχτηκε πως όλο αυτό το δράμα με τη διάλυση της μπάντας δεν ήταν παρά ένα marketing trick, θέλεις που οι κυκλοφορίες της DFA δεν είναι αυτές που ήταν, θες που εκτιμώ τις μπάντες που όταν το διαλύουν το μαγαζί, το εννοούν, τον James Murphy τον περίμενα αυτήν τη φορά στη γωνία με το δίκαννο. Ήμουν σχεδόν βεβαιος ότι δεν θα μου άρεσε ο δίσκος, μάλλον γιατι δεν ήθελα να μου αρέσει. Ο τιτλος που ανακοινώθηκε δικαίωνε τις προσδοκίες μου: «American Dream» – «σιγά, πασά μου, δακρύσαμε».
Έλα, όμως, που ο δίσκος είναι καλός. Και είναι καλός με την έννοια καλού δίσκου μεγάλης, σχεδόν καθεστωτικής μπάντας: ο δίσκος που σου θυμίζει γιατί την αγάπησες απο την αρχή, αλλά δεν μοιάζει ούτε ξαναζεσταμένο φαγητό αλλά ούτε και επανέφευρεση του τροχού. Οι LCD Soundsystem δηλώνουν πως είναι πολύ μεγάλοι για να γίνουν κάτι άλλο, αλλά όχι τόσο ώστε να μην αλλάξουν καθόλου. Στο «American Dream» το πόδι κάποιες φορές κατεβαίνει λίγο από το γκάζι, οι εμμονές στους no wave-punk funk ρυθμούς των αρχών της δεκαετίας του '80 είναι εκεί, αλλά αυτήν τη φορά μοιράζονται το προσκήνιο με τα αναλογικά synths της ίδιας δεκαετίας. Ο δίσκος ακούγεται πολύ LCD Soundystem, αλλά ταυτόχρονα σαν ο Murphy να έκατσε λίγο στ' αυγά του και κάπως να γλύκανε, χωρίς να γίνει γλυκανάλατος. Επίσης, σαν να είναι και λίγο πιο υπομονετικός πλέον. Συνεπώς, το «American Dream» ακούγεται σαν οργανική συνέχεια της δισκογραφίας της πιο προσωποκεντρικής μπάντας των τελευταίων δεκαετιών.
Δεν ξέρω αν είναι ο δίσκος που θα δημιουργήσει νέο κοινό για τους LCD Soundsystem, δεν είμαι βέβαιος αν είναι αριστούργημα, μια και θεωρώ ότι δεν είναι στο ίδιο επίπεδο όλα τα κομμάτια που τον απαρτίζουν, αλλά σίγουρα μου υπενθύμισε κάτι που μάλλον πρέπει να μου υπενθυμίζεται μία στο τόσο: τους καλλιτεχνες τους κρίνουμε πρωτίστως από το έργο τους και όχι από το αν μας τη σπάει η φάτσα ή οι επιλογές τους.