Εμείς που μεγαλώσαμε με το βινύλιο, χαιρετίσαμε το CD (εκεί στα τέλη του ’80 και τις αρχές του ’90) ως μια νέα φόρμα, που θα ερχόταν όχι για να αντικαταστήσει το αγαπημένο πλαστικό, αλλά και για να το επεκτείνει. Κατά βάση ως ένα μέσο, στο οποίο θα ήταν δυνατόν να χαραχτούν περί τα 80 λεπτά μουσικής. Αυτό ήταν πολύ βασικό.
Απολαύσαμε, με άλλα λόγια, άλμπουμ, τα οποία μάλλον ασφυκτιούσαν στα 40-45 λεπτά (χονδρικώς), που θα μπορούσαν να αναπαραχθούν στο τυπικό long play. Άλμπουμ τζαζ, αβαντγκάρντ, ηλεκτρονικής, πειραματικής, σύγχρονης κλασικής κ.λπ. – καθώς υπάρχουν και αυτά τα είδη, εκτός από το καθημερινό ποπ/ροκ τραγούδι.
Σχεδόν όλο το κλασικό ρεπερτόριο των μεγάλων ελληνικών φωνογραφικών εταιρειών πουλήθηκε σε περιοδικά κι εφημερίδες, μια, δυο, τρεις και δεκατρείς φορές, κάτω από διαφορετικά κάθε φορά concepts, και μάλιστα στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε εντελώς του ποδαριού εκδόσεις.
Περαιτέρω –και πέραν των καινούριων ψηφιακών παραγωγών– μας δόθηκε η ευκαιρία ν’ ανακαλύψουμε εκατοντάδες μουσικά διαμάντια, που είχαν τυπωθεί στο παρελθόν σε δυσεύρετους δίσκους, ενώ, πολλές φορές, εκείνες ακριβώς οι CD-reissues συνοδεύονταν από σπάνια ή και ανέκδοτα bonus tracks, χωρίς να αναφερόμαστε στις εντελώς ανέκδοτες ηχογραφήσεις ολάκερων long plays, που είδαν για πρώτη φορά το φως στην ψηφιακή εποχή. Ακόμη… να μη μιλήσουμε για κάποια συγκλονιστικά «κουτιά», κάτι απίστευτα box-sets (συχνά ιαπωνικής προέλευσης), που δρούσαν ως τα τέλεια αφιερώματα σε μουσικές σκηνές, events, συγκροτήματα ή καλλιτέχνες.
Όλα αυτά τα προσέφερε βασικά το CD, με κάποιο σοβαρό οικονομικό κόστος είναι αλήθεια στην αρχή –κανείς δεν θα ξεχάσει τις 7 και 8 χιλιάδες δραχμές που κόστιζαν τα «εισαγωγής» στα κεντρικά δισκοπωλεία της Αθήνας στο δεύτερο μισό του ’90– και με κάπως πιο λαϊκό (κόστος) στη συνέχεια.
Και πού φτάσαμε; Να λέμε σήμερα, στην Ελλάδα, πως το CD έχει τελειώσει, πως δεν έχει πλέον νόημα να διαθέτει κάποιος σιντοθήκη, υποστηρίζοντας πως η συγκεκριμένη φόρμα έφαγε τα ψωμιά της, πως του χρόνου δεν θα υπάρχει και άλλα τέτοια ακατανόητα.
Είναι αλήθεια πως το CD, επειδή αντιγραφόταν εύκολα, εμφανιζόταν συχνά στις κουβέντες και στην πράξη ως κάτι το εντελώς αναλώσιμο. Πως θα μπορούσες, δηλαδή, κι έτσι ήταν, μ’ ένα ελάχιστο ποσό να φτιάξεις κάτι παρόμοιο (από το εξώφυλλο και τα ένθετά του, μέχρι το label και το δισκάκι αυτό καθ’ αυτό). Τώρα, βέβαια, φτιάχνεις «παρόμοιο» και με το βινύλιο, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα…
Τούτο ήταν ένα ζήτημα λοιπόν, το οποίο στην πορεία το αντιλήφθηκε η βιομηχανία και προσπάθησε να το αντιμετωπίσει. Θες με το digipak, θες με τα σκληρά χαρτονένια covers, που έμοιαζαν με μικρογραφίες εξωφύλλων δίσκων βινυλίου, θες με διάφορες άλλες πατέντες, όσοι κινούσαν τα νήματα επιχείρησαν να δώσουν στο CD μιαν αυθύπαρκτη μορφή, χωρίς στην ουσία να το καταφέρουν. Κι αυτό, γιατί ο προσανατολισμός ήταν λάθος εξ αρχής.
Αυτή η αγωνία να φανεί, εξωτερικά, το CD σαν μιαν εξέλιξη του LP παράβλεψε τα αληθινά και εγγενή πλεονεκτήματά του. Το να μπορείς, δηλαδή, να καταγράψεις σωστά και χωρίς τα ανεπιθύμητα σκρατς μια μουσική (παλιά ή καινούρια) σε όλη της την έκταση (τεχνική και χρονική), αποθηκεύοντάς την σ’ ένα μικρό μέγεθος.
Έτσι, αντί να επενδυθούν κεφάλαια στο πώς θα βελτιωνόταν ο ήχος στο CD, μέσα από μια τεχνογνωσία τα αποτελέσματα της οποίας θα μπορούσε να προσφερθούν στους μουσικόφιλους σε χαμηλή τιμή (δες τα περίφημα CD και SACD της Mobile Fidelity π.χ., που παρέμειναν, δυστυχώς, προσβάσιμα μόνο για τις βαθιές τσέπες) προτιμήθηκε το εύκολο. Περίτεχνα εξώφυλλα (αν και χωρά συζήτηση αυτό), και από μέσα το ίδιο και απαράλλαχτο προϊόν. Δεν χρειάζεται να πω πως το ταπεινό jewel-case υπήρξε το ανυπέρβλητο CD-packaging και αυτό που έγραψε ή και-γράφει την όποια ιστορία…
Στην Ελλάδα, βεβαίως, όλα τούτα λειτούργησαν και λειτουργούν στο περίπου ή στο καθόλου. Η χώρα μας, ως γνωστόν, έχει τους δικούς της κανόνες, τις δικές της πατέντες –κοντόφθαλμες πάντα– ικανές να φέρουν ένα πρόσκαιρο κέρδος, αδιαφορώντας συγχρόνως για τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες των όποιων αποφάσεων και εν τέλει για το ίδιο το μέλλον. Πρόκειται για τη (μη) στρατηγική του βάλε τώρα που γυρίζει ή του ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε.
Είδαμε λοιπόν στην Ελλάδα, πρώτα-πρώτα, μια κατάχρηση του digipak, που στόχο είχε όχι την αισθητική περιποίηση του τελικού προϊόντος (για ποιαν «αισθητική περιποίηση» συζητάμε άλλωστε, όταν το digipak φιλοξενούσε συχνά τραγούδια τού κάθε αναίσθητου;), αλλά μοναχά το κέρδος. Έτσι, όταν το digipak άρχισε να γενικεύεται, εκεί γύρω στο 2000, τα ήδη ακριβά ελληνικά CD πουλιόνταν ακόμη πιο ακριβά!
Επίσης στην Ελλάδα –είμαι σίγουρος γι’ αυτό, παρότι δεν έχω μετρήσιμα στοιχεία– πρέπει να κόπηκαν αναλογικά τα πιο απίθανα covers. Εννοώ καλύμματα που ξέφευγαν από τις κλασικές διαστάσεις του jewel-case (ήταν μεγαλύτερα δηλαδή ή και πολύ μεγαλύτερα), με αποτέλεσμα, κατά πρώτον, να μην χωράνε στα έπιπλα (στις σιντοθήκες). Άλλος ένας λόγος για σιχτίρισμα.
Η βλακώδης μεγαλοπρέπεια τής ελληνικής σχεδίασης ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, χτύπησε κορυφή θέλω να πω, όταν κάποια στιγμή είδαμε απλά CD (κύριο προϊόν) να είναι πακεταρισμένα σε μέγεθος βιβλίου! (Δεν μιλάμε για τις περιπτώσεις όπου το βιβλίο ήταν το κύριο προϊόν και το CD η επέκτασή του). Λες και οι στίχοι ή τα όποια ψιλοκείμενα δεν θα μπορούσε να περιοριστούν στη διάσταση 14Χ12,50 του τυπικού jewel case. Δηθενιά και αρχοντοχωριατισμός σε συσκευασία μία, καθώς απώτερος στόχος, πάντα, ήταν να βρεθεί ένας τρόπος ώστε το τελικό προϊόν να βγει ακόμη πιο «τσιμπημένο».
Το τελειωτικό χτύπημα για το CD ήρθε βεβαίως μέσω των premium των εφημερίδων και των περιοδικών. Κι εκεί χάθηκε η μπάλα. Αν και τα premium είναι πολύ παλιά ιστορία –υπάρχει π.χ. δισκάκι με Χατζιδάκι, που προσφερόταν δωρεάν από τα βενζινάδικα της BP στις αρχές του ’60– δεν χρειάζεται να πούμε πως στην Ελλάδα των 90s και κυρίως των 00s, η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο.
Σχεδόν όλο το κλασικό ρεπερτόριο των μεγάλων ελληνικών φωνογραφικών εταιρειών πουλήθηκε σε περιοδικά κι εφημερίδες, μια, δυο, τρεις και δεκατρείς φορές, κάτω από «διαφορετικά» κάθε φορά concepts, και μάλιστα στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε εντελώς του ποδαριού εκδόσεις.
Έτσι, μια μερίδα του κόσμου σταμάτησε να μπαίνει στα δισκάδικα (δεν είναι τυχαία τα εκατοντάδες σχετικά λουκέτα – και μάλιστα πριν την κρίση), ενώ μια άλλη εθίστηκε στο πρόχειρο και ετοιματζίδικο δισκογραφικό προϊόν, το οποίο εισέπραττε μαζί μ' ένα-δυο κιλά χαρτί και μια σακούλα προσφορές. Να μην κάνουμε λόγο για τις ελάχιστες εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Έτσι, μια μερίδα του κόσμου σταμάτησε να μπαίνει στα δισκάδικα (δεν είναι τυχαία τα εκατοντάδες σχετικά λουκέτα – και μάλιστα πριν την κρίση), ενώ μια άλλη εθίστηκε στο πρόχειρο και ετοιματζίδικο δισκογραφικό προϊόν, το οποίο εισέπραττε μαζί μ'... ένα-δυο κιλά χαρτί και μια σακούλα προσφορές.
Και κάπως έτσι φθάνουμε στο σήμερα, με τις εφημερίδες να συνεχίζουν τον υπέρ πάντων αγώνα των premium, όταν είναι σίγουρο πως η πλειονότητά τους καταλήγει πλέον στα σκουπίδια. Κανείς δεν έχει διάθεση να βάλει κανένα CD στο player (καλά-καλά δεν θέλει ούτε να το βλέπει – ούτε το CD, ούτε το player, που κι αυτό έχει παύσει από καιρό να δουλεύει) και πολύ περισσότερο ν’ αράξει στον καναπέ του για ν’ ακούσει τη χιλιοστή συλλογή με τραγούδια της «χρυσής δεκαετίας του ’60». Στο δε Μοναστηράκι; Σε παρακαλάνε να τ’ αγοράσεις έστω για ένα πενηνταράκι.
CD ώρα μηδέν. Στην Ελλάδα όμως.
Γιατί το CD εξακολουθεί να πουλάει σεβαστές ποσότητες κατ’ αρχάς στις «μητέρες» της ποπ κουλτούρας, στην Αμερική και την Αγγλία, που καθορίζουν εν πολλοίς και την τάση στην παγκόσμια αγορά. Πέρυσι, μόνο στην Αμερική, πουλήθηκαν 125 εκατομμύρια CD, ενώ στην Βρετανία σε άρθρο των Financial Times (Robert Cookson 6/1/2016) διαβάζουμε πως «οι πωλήσεις CD στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πιο ανθεκτικές από τα downloads» και πως «ο θάνατος του CD ηχεί σε μεγάλο βαθμό υπερβολικά». Ακόμη από το ίδιο άρθρο μαθαίνουμε πως στη Βρετανία πουλήθηκαν, μέσα στο 2015, 53,6 εκατομμύρια CD (πολύ καλύτερα από την Αμερική) και πως συγκριτικά το CD εμφάνισε το 2015 τη μικρότερη πτώση απ’ όλες τις τελευταίες χρονιές (3,7% το 2015, 8% το 2014, 12% το 2013 κ.λπ.). Δεν χρειάζεται να το πούμε, αλλά το λέμε, πως η βασίλισσα των CD-πωλήσεων ήταν και παραμένει η Ιαπωνία, αφού ακόμη και σήμερα το CD αντιπροσωπεύει στη χώρα πάνω από το 80% της μουσικής κατανάλωσης!
Αν έχετε λοιπόν κάποια καλή CD-συλλογή –συλλογή εννοώ, που να την φτιάξετε από την τσέπη σας και με το γούστο σας και όχι από τις πάρε-να ’χεις «προσφορές» των εφημερίδων– μην ανησυχείτε. Άμα την βαρεθείτε, ή αν βρεθείτε στην ανάγκη να την πουλήσετε (γιατί οι εποχές πλέον δεν παίζονται), δεν θα χάσετε. Όλο και κάποιος Ιάπωνας θα βρεθεί για να την αγοράσει.
σχόλια