ΙΣΩΣ ΝΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ αντιφατικό αλλά ο Klangkuenstler, που ξεκίνησε την ανέλιξή του ως DJ το 2012, έπαιζε τότε αμιγώς low-beat house μουσική στο Βερολίνο. Λέγεται πως μερικά χρόνια αργότερα, κι αφού οι φίλοι του τον προέτρεψαν να τους ακολουθήσει σε μερικά hard techno rave parties, ερωτεύτηκε αυτούς τους βαρύτερους βιομηχανικούς ήχους, μουσική που έτσι κι αλλιώς γνώρισε νέα νιότη προς τα τέλη των '10s και δη μετά τους περιορισμούς του Covid.
Κοντά στο ‘18 αρχίζει να ξεφεύγει από τον έως τότε γνωστό ήχο του και προσεγγίζει minimal techno ήχους (χαρακτηριστικούς για Βερολίνο), με πολλά από τα releases του / extended plays να είναι υπνωτιστικά, όπως αρμόζει στον χώρο, με πρώτο ίσως EP που θυμίζει τον τωρινό του ήχο το «Cathedral of Saw». Το ’19, με την κυκλοφορία του «Balthazar», αρχίζουμε να ερχόμαστε σε επαφή με τον ήχο που τον συντροφεύει και σήμερα.
Το πάρτι θα διαρκούσε έξι-εφτά ώρες με μοναδικό στο lineup τον ίδιο, δίχως να ανοίγει ή να κλείνει κάποιος local artist. Η διάθεση ήταν ομολογουμένως κορυφαία, όλοι χόρευαν και το πάρτι έγινε την κατάλληλη στιγμή sold out, ώστε να μην είναι ποτέ ασφυκτικά γεμάτο κόσμο.
Βέβαια, αν ανατρέξεις ακόμη και στα παλιότερά του κομμάτια, θα βρεις συνδέσεις μεταξύ του τότε ήχου του και του σύγχρονου, με τα βασικά beats πολλές φορές να συνάδουν. Τα πιο γνωστά του τραγούδια έχουν χαρακτηριστική εισαγωγή, κορύφωση και σβήσιμο σαφώς διαχωρισμένα μεταξύ τους, και ο ήχος τους είναι industrial και σκοτεινός.
Πλέον ηγείται στη hard techno σκηνή με κυκλοφορίες σε μεγάλα label groups, όπως το Exhale της Amelie Lens και το label 44 του επίσης Γερμανού και φίλου του, Kobosil. Μερικά από τα set του είναι από τα πιο πετυχημένα του Boiler room.
Έχει κάνει curate τα δικά του δωρεάν raves, για κόσμο που δεν μπορεί οικονομικά να ακολουθεί σε μεγάλα πάρτι, δίνοντας πνοή στον χώρο και φέρνοντας αναμνήσεις από τα πρώτα raves και την απαρχή αυτής της κουλτούρας.
Στο ίδιο αυτό πνεύμα ισότητας, πρωταγωνιστεί στα πανευρωπαϊκής φήμης πάρτι του Unreal Germany, με διακριτό τους σημείο το booth στο κέντρο του χώρου και την απουσία VIP εισιτηρίων, ώστε όλοι να έχουν την ευκαιρία να βρεθούν κοντά στον DJ. Τα πάρτι αυτά επίσης χαρακτηρίζονται συχνά από extended sets, αντί για συχνές εναλλαγές DJs, ώστε να υπάρχει συνέχεια αντί απότομων αλλαγών στη διάθεση.
Στο πάρτι του στην Αθήνα, το Σάββατο 21/9, πρώτο του Unreal Germany στην Ελλάδα, σε συνεργασία με το Velocity, ήταν συγκλονιστικός. Το πάρτι θα διαρκούσε έξι-εφτά ώρες, με μοναδικό στο lineup τον ίδιο, δίχως να ανοίγει ή να κλείνει κάποιος local artist. Η διάθεση ήταν ομολογουμένως κορυφαία, όλοι χόρευαν και το πάρτι έγινε την κατάλληλη στιγμή sold out, ώστε να μην είναι ποτέ ασφυκτικά γεμάτο κόσμο.
Ο ήχος ήταν καλός στα πιο πολλά σημεία, αν και φιμωμένος μερικές φορές, ενώ τα φώτα σωστά, χωρίς πολλές οθόνες ή lasers να σε αποσπούν, αλλά απόλυτα ταιριαστά με το είδος της μουσικής που πήγαινες να ακούσεις. Δεν έλειψαν τα λάθη στην οργάνωση, μιας και η ζέστη ήταν για μια ακόμη φορά σχεδόν ανυπόφορη, από την αρχή κιόλας του πάρτι (όπως και με τον KAS:ST τον Απρίλη), κάτι δυνητικά επικίνδυνο όταν σε έναν χώρο υπάρχει τόσος κόσμος. Η ζέστη συνδυάστηκε με ανεπάρκεια νερού για λίγη ώρα μετά τις πέντε και διορθώθηκε λίγο αργότερα.
Πολλοί λένε πως ο Klang έχει δώσει νέο όνομα στη hard techno, γνώμη που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Το σετ του είναι αδιάκοπο, αμείλικτο και οι «κοιλιές» και οι παύσεις λάμπουν διά της απουσίας τους. Ένιωθες το ένα χτύπημα μετά το άλλο, από νωρίς ακόμη, με τόσο έντονες κορυφώσεις που καμιά φορά τίποτα δεν σε προετοίμαζε. Τις δικές του τεράστιες techno επιτυχίες όπως το «Die Welt Brennt» και το «Mein Wille» συντρόφευσαν νοσταλγικές αναφορές σε '90s trance κομμάτια που εξύψωσαν το genre εκείνη την εποχή.
KlangKuenstler - Die Welt Brennt
Aν πρόσεχες το σετ του λίγο περισσότερο, υπήρχαν επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα που το έδεναν, σχεδόν σαν live DJ set, αναδεικνύοντας το ταλέντο του σε αυτό που κάνει και δίνοντας έντονα την αίσθηση πως προσπαθεί να πει μια ιστορία, όχι απλώς να παίξει μουσική. Ακόμη, προοικονομούσε μερικά από τα πιο δυνατά του κομμάτια κατά τη διάρκεια του σετ, προσδίδοντας ανυπομονησία και ενθουσιασμό για τη συνέχεια. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν ισχύει, πάντως εξέπεμπε μια μελαγχολία, η οποία χαρακτήριζε έντονα το σετ του.
Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν να σε ρίχνει, αντιθέτως η μουσική του, όσο βιομηχανική κι αν είναι, χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα και είναι πάντοτε ανεβαστική. Είναι σπάνιο ένα τόσο μεγάλο σετ ενός καλλιτέχνη να μην κουράσει ποτέ. Ακόμη, σε ό,τι story κι αν ανεβάσαμε, έμπαινε προσωπικά να το δει και να ευχαριστήσει για την παρουσία μας, κάτι που έχει επίσης τη σημασία του μετά από μια τόσο έντονη βραδιά. Συνολικά ένα πάρτι for the books, κι ανυπομονώ για τη συνέχεια της χειμερινής σεζόν στην Αθήνα.
Klangkuenstler ft. Obernauer - Mein Wille