Αν θεωρήσουμε ότι τα «Τραπεζάκια Έξω» (1983) του Διονύση Σαββόπουλου σηματοδότησαν το κλείσιμο μιας εποχής, της πιο ουσιαστικής για τον σημαντικότερο Έλληνα τραγουδοποιό, με τα «Ζεστά Ποτά» (1984) οι αδελφοί Κατσιμίχα έπιασαν το νήμα από κει όπου το άφησε ο Νιόνιος, πηγαίνοντάς το ακόμη παραπέρα. Ο «Φάνης» τους, γραμμένος ήδη από το 1977 και μιλώντας για ένα φυλακόβιο πρεζάκι από τη Δραπετσώνα, έσκασε σαν βόμβα σε μια εποχή κατά την οποία στις δύο πλευρές της δισκογραφίας βασίλευαν αφενός το κακόγουστο νεοελληνικό ξεφάντωμα και αφετέρου ο απόηχος του νοηματικά κατάκοπου πολιτικού τραγουδιού.
Οι Κατσιμιχαίοι δεν ύμνησαν το αντάρτικο στις μπουάτ της Πλάκας, ούτε έπεσαν ποτέ θύματα της οποιασδήποτε λαϊκίστικης πολιτιστικής πολιτικής. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι υπήρξαν εκφραστές μιας άλλης «υπόγειας» μουσικής, όταν έφηβοι έκαναν τη θητεία τους σε ροκ συγκροτήματα και, βέβαια, όταν αργότερα δεν σταμάτησαν να αποτίνουν φόρο τιμής στα ξένα ινδάλματα της νιότης τους. Απ’ όλες τις δουλειές τους, δύο πράγματα αποσαφηνίζονταν: η άρρηκτη σχέση τους με τον ακριβό ποιητικό λόγο (Σεφέρης, Εμπειρίκος, Καββαδίας, Χιόνης ή, πιο πρόσφατα, οι Αμερικανοί beatniks) και μια παρεΐστικη διάθεση, απόρροια καλλιτεχνικής αναζήτησης και ανθρώπινης επικοινωνίας, ουχί υπό το πρίσμα «Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία!». Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε μια 20ετία καλεσμένοι στους δίσκους τους ήταν η Αρλέτα, η Έλλη Πασπαλά, ο Λάκης Παπαδόπουλος έως και ο Πασχάλης Αρβανιτίδης. Μισό λεπτό, όμως, για ποια εταιρεία μιλάμε ακριβώς;
Δεν είμαστε καραγκιόζηδες, ώστε να προσπαθούμε να προκαλέσουμε μέσω ενός τόσο σοβαρού ζητήματος σαν τα ναρκωτικά. Να προκαλέσουμε, εξάλλου, τι; Το ενδιαφέρον; Τη δημοσιότητα; Να παίξουμε παιχνίδια μ' ένα τόσο σημαντικό ζήτημα; Δεν το δέχομαι ούτε ως υπόθεση εργασίας.
Από τα «Ζεστά Ποτά», οι Κατσιμιχαίοι υπήρξαν ένα καλοπροωθημένο από τη MINOS καλλιτεχνικό «προϊόν» της: εμφανίσεις στην τηλεόραση, τραγούδια (υπέροχα) που έγιναν σουξέ με όλη την σημασία της λέξης. Όχι για πολύ, αφού η σχέση τους με τη συγκεκριμένη εταιρεία περιορίστηκε στα δύο πρώτα άλμπουμ τους και στις συμμετοχές τους σε δίσκους του Νταλάρα, του συγχωρεμένου Δημήτρη Λάγιου και του Θάνου Μικρούτσικου. Η καλλιτεχνική και εμπορική απήχηση των τραγουδιών τους συνεχίστηκε με τα επόμενα άλμπουμ τους, πέντε τον αριθμό, μέχρι και το 2000, από την ετικέτα «Ακτή» της SONY.
Το 2000 ήταν που άρχισαν ν’ ακούγονται διάφορες φήμες. Ο Χάρης, ο ένας εκ των δύο διδύμων, ανακοίνωσε τη διάλυση του ντουέτου. «Δεν τα βρίσκουν πια μεταξύ τους; Είναι άρρωστοι;» ρωτούσαν οι φαν τους. Τίποτε από αυτά δεν ίσχυε τελικά, πέρα από το δικαίωμά τους να κρίνουν εκείνοι το πώς θα βαδίσουν: μαζί ή και ξεχωριστά ο καθένας τους. Ώσπου φτάνουμε στο 2004 και κυκλοφορούν οι «Μπαλάντες των Πολυκατοικιών», ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Πάνου Κατσιμίχα, από τον «Λύχνο», μια άτυπη εταιρεία που, κατά τη γνώμη μου, σηματοδότησε τη ρήξη ενός καλλιτέχνη-σταρ με το δισκογραφικό κατεστημένο αλλά και την έναρξη αυτού που θα ορίζαμε την επόμενη δεκαετία ως «αυτοδιαχείριση στον χώρο της δισκογραφίας».
Τον χειμώνα του 2006 οι αδελφοί Κατσιμίχα επανενώθηκαν κι έδωσαν σ’ εμένα την πρώτη, έπειτα από πολλά χρόνια, κοινή τους συνέντευξη. Γι’ αυτό, βέβαια, ευθύνεται και η Στέλλα Βλαχογιάννη, που ούσα διευθύντρια του περιοδικού «Δίφωνο», με έριξε στα βαθιά, αναθέτοντάς μου τις συνεντεύξεις-cover stories του περιοδικού. Θυμάμαι καλά εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου που συναντήθηκα με τους Κατσιμιχαίους στα γραφεία του «Δίφωνου» στην Καλλιθέα. Ο Πάνος ήταν ο πιο ομιλητικός, ο Χάρης λιγότερο. Όταν, όμως, ο δεύτερος ανοίχτηκε, τους πήρε και τους σήκωσε όλους στην κουβέντα μας. Τους πάντες! Από τον Πορτοκάλογλου και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, ίσαμε τον Νίκο Ξυδάκη και τον Γιάννη Αγγελάκα! Μάλιστα, έχουν περάσει 10 χρόνια κι ακόμη γελάω με την αναρχική απάντηση του Χάρη σε μια ερώτηση που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, όπως ούτε και ολόκληρη η συνέντευξη στην κανονική της μορφή: «Ακούτε σύγχρονη ελληνική μουσική;». «Φυσικά, ακούω Βαγγέλη Γερμανό και Γιάννη Μαρκόπουλο»! Τη μέρα εκείνη που πέρασα ένα δίωρο με τον Πάνο και τον Χάρη κέρδισα την αίσθηση πως το χιούμορ και η θλίψη είναι δίδυμα αδέρφια, και μάλιστα από το ίδιο ωάριο.
Σταχυολογώ μερικές ερωτήσεις από τη συνέντευξη, μαζί με τις απαντήσεις:
— Σε πολλά από τα τραγούδια σας υπάρχουν ανοιχτές αναφορές στα ναρκωτικά, με έναν τρόπο που συναντάμε στην «αθυρόστομη» στιχουργικά δισκογραφία του Πουλικάκου και του Σιδηρόπουλου. Σας παραπέμπω στη διασκευή σας στο «Don’t worry, be happy» του Bobby McFerrin («αν σε τσακώσουνε με κάναν ψύλλο...») ή σε μία από τις πρόσφατες «Μπαλάντες των Πολυκατοικιών», όπου μιλάτε για «της κόκας τη φαλτσέτα». Επίσης, οι σαφείς αναφορές στα ναρκωτικά δεν λείπουν και την ώρα που τραγουδάτε σε συναυλίες. Δεν σκέφτεστε ότι κάποιοι θα έχουν σκεφτεί με τη σειρά τους πως όλα αυτά γίνονται με στόχο την πρόκληση;
Χάρης: Θ’ αρχίσω από το τελευταίο. Μέχρι πριν από αρκετά χρόνια πίστευα ότι οι χρήστες είναι, αν όχι αθώοι, πάντως οι τελευταίοι που ευθύνονται για την κατάντια τους σε σχέση μ’ αυτή την ιστορία των drugs. Τώρα πια δεν το πιστεύω, γιατί ακόμα και τη γάτα σου να ρωτήσεις, θα σου πει ότι τα ναρκωτικά κάνουν κακό στην υγεία. Έπειτα από τόση φασαρία που ’χει γίνει, ύστερα από τόσα χρόνια ενημέρωσης από τον Τύπο, από την τηλεόραση και τα σχολεία, από χίλιες διαφορετικές πλευρές, έπειτα από τόσους θανάτους, γαμώ την πουτάνα μου, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί σοβαρά ότι δεν ήξερε; Σχετικά με την απενοχοποίηση μερικών ουσιών, σου λέω με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει ουσία που να είναι αθώα. Τώρα, όσον αφορά την πρόκληση, πιστεύω ότι δεν ταιριάζει στους Κατσιμιχαίους κάτι τέτοιο. Δεν είμαστε καραγκιόζηδες, ώστε να προσπαθούμε να προκαλέσουμε μέσω ενός τόσο σοβαρού ζητήματος σαν τα ναρκωτικά. Να προκαλέσουμε, εξάλλου, τι; Το ενδιαφέρον; Τη δημοσιότητα; Να παίξουμε παιχνίδια μ’ ένα τόσο σημαντικό ζήτημα; Δεν το δέχομαι ούτε ως υπόθεση εργασίας. Όσο για τη συζήτηση σε προσωπικό επίπεδο, θα σου απαντήσω ότι δεν γίνεται να μιλάς για τα ναρκωτικά μέσα από τα δόντια σου, σαν ρουφιάνος. Ή θα μιλήσεις ανοιχτά ή μη μιλάς καθόλου. Αν ήμασταν στην Αμερική, θα σου μιλούσα ανοιχτά. Στην τριτοκοσμική Ελλάδα, αρνούμαι!
— Σας έχω δει σε πάνελ τηλεοπτικών αφιερωμάτων, τόσο στον Μανώλη Ρασούλη όσο και στον Γιώργο Νταλάρα. Πώς τα καταφέρνετε και στηρίζετε ταυτόχρονα δύο καλλιτέχνες που βρίσκονται σε γνωστή, μόνιμη και έντονη αντιδικία; Θυμίζει λίγο εκείνο το παλιό «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ».
Πάνος: Ένας άνθρωπος που θέλει να λέγεται σοβαρός δεν επιτρέπεται να ρίχνει λάδι στη φωτιά, αντίθετα οφείλει να προσπαθεί να κατευνάσει τα πνεύματα, όσο και όπως μπορεί. Καταρχάς, εγώ δεν πήγα μόνος μου σ’ αυτές τις εκπομπές, πήγα έπειτα από πρόσκληση, πρώτα του Γιώργου και μετά του Μανώλη, και πιστεύω ότι θα ήταν μεγάλη αγένεια να μην πάω, τη στιγμή που με κάλεσαν. Δεν είμαστε πολιτικοί, ώστε να στηρίζουμε ή να μη στηρίζουμε κάποιον βάσει συμφέροντος. Καλλιτέχνες είμαστε και λειτουργούμε με βάση, καταρχάς, το συναίσθημα.
— Οφείλω να σας πω ότι είσαστε οι μόνοι καλλιτέχνες που σχεδόν μας λέγατε αντίο σε... δόσεις. Εννοώ, λέγατε «σήμερα αποχωρούμε» και «αύριο αποχωρούμε» και οι εταιρείες όλο και εξέδιδαν συλλογές σας με κάποιο καινούργιο τραγούδι μέσα. Πολύς κόσμος θα αναρωτιέται σε ποια φάση βρίσκονται τώρα οι αδελφοί Κατσιμίχα.
Πάνος: Δεν πιστεύω ότι είμαστε υποχρεωμένοι να δίνουμε λογαριασμό σε όλους αν είμαστε ή όχι μαζί. Οικογένεια είμαστε, αδέρφια είμαστε, εμείς το αποφασίζουμε. Όταν βγήκε ο Χάρης το 2000 και ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από το συγκρότημα, θυμάμαι ότι εκείνη ήταν η βασικότερη αντίρρησή μου. «Υπάρχει κανένας λόγος, ρε Χάρη, να βγαίνεις και να ενημερώνεις γενικά τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε; Αφού δίνεις το δικαίωμα στον καθένα, αύριο θα βγει και θα σου ζητάει τα ρέστα. Σε ποιον χρωστάμε;». Τίποτε αυτός! «Εγώ θέλω να ’μαι ειλικρινής» απαντούσε. «Είναι, όμως, ειλικρίνεια», του έλεγα εγώ, «που κανονικά δεν αφορά κανένα. Εξάλλου, έχουμε εκκρεμότητες. Το συμβόλαιό μας με τη SONY προβλέπει έναν ακόμη δίσκο. Χρωστάμε δίσκο! Γιατί βιάζεσαι;». Αυτά έλεγα εγώ, τίποτα, το δικό του αυτός...
Την τρίτη και τελευταία ερώτηση που είχα κάνει τότε στους Κατσιμιχαίους θα μπορούσα να την κάνω και σήμερα, που είναι μάλλον αδύνατον να τους συναντήσει κανείς τετ α τετ για συνέντευξη (προτιμούν το e-mail, κάτι που όμως καταργεί την αμεσότητα μιας ζωντανής κουβέντας). Τότε, βλέπεις, αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν η έκδοση από τον «Λύχνο» της κασετίνας τους με τρία CD υπό τον τίτλο «The Best + The Rest: Μουσική Αυτοβιογραφία». Σήμερα, πάλι, έχοντας κυκλοφορήσει ένα καινούργιο CD σε βιβλίο («Beat Poetry», 2012), αλλά και με την επανέκδοση του ιστορικού ντεμπούτου τους («Ζεστά ποτά 30 χρόνια μετά», 2015), οι Κατσιμιχαίοι κάνουν αισθητή την παρουσία τους με ακόμη ένα «best of» σε ψηφιακή μορφή. Ούτε σε CD ούτε καν μαζί με κάποιο βιβλίο, συνθήκες μάλλον δαπανηρές για το στενό οικονομικό πλαίσιο της εποχής που διανύουμε. Το ξάνοιγμα, μάλιστα, στην ιντερνετική δισκογραφική πιάτσα φαίνεται να το διασκεδάζουν, απ’ όσο μας επιτρέπουν οι ίδιοι να καταλάβουμε με το σημείωμά τους: «Λοιπόν, παιδιά, σας παρουσιάζουμε το “Compilation Vol. 2”, μια συλλογή τραγουδιών από πολλούς διαφορετικούς δίσκους και διαφορετικές εποχές. Όλα ηχογραφήθηκαν και δουλεύτηκαν εξαρχής. Ανέκδοτα και πρωτότυπα, κατευθείαν από το “μαγικό συρτάρι” των Κατσιμιχαίων, είναι τα παραμύθια: “O ευτυχισμένος πρίγκιπας” και ο “Νανάκος ο φυσαρμόνικας”. Μέχρι, λοιπόν, το επόμενο Compilation, σας ευχόμαστε καλή ακρόαση».
Φιλιά
Χάρης, Πάνος
Τριάντα ένα τραγούδια περιέχονται στο «Compilation Vol. 2» που καλύπτουν όλο το χρονικό φάσμα της παρουσίας των αδελφών Κατσιμίχα στο ελληνικό τραγούδι. Από το «Για ένα κομμάτι ψωμί» και το «Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις» του παρελθόντος μέχρι το «Federico Garcia Lorca» από τις «Γραμμές των Οριζόντων» των Νίκου Καββαδία - Θάνου Μικρούτσικου και την πιο πρόσφατη μελοποίησή τους στο ποίημα «Πάμε, όμορφή μου» (2013) της Κατερίνας Γώγου. Επί της ουσίας, ακόμη μια σύνοψη της μουσικής τους πορείας. Καλλιτέχνες που δεν δίστασαν ποτέ να βάλουν το χέρι επί τον τύπον των ήλων, είτε κάνοντας τραγούδια είτε μιλώντας δημόσια για το σάπιο που υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, ταυτίστηκαν δικαίως με έννοιες ταλαιπωρημένες, όπως η αξιοπιστία, το ήθος, η ειλικρίνεια, η πολιτική συνείδηση, η ελευθερία γνώμης και, φυσικά, η καθαρή και παρηγορητική τέχνη. Με χιούμορ και με θλίψη. Για όσα γίνονται. Γύρω και, κυρίως, μέσα μας.
* Η συλλογή του Πάνου και του Χάρη Κατσιμίχα «Compilation Vol. 2» κυκλοφορεί σε όλα τα ψηφιακά δισκοπωλεία από την Protasis.