«Έχω ακόμα μελανιές στο στήθος μου!»
Έχουν περάσει λίγες μέρες από τότε που ο Αλέξανδρος Ανεσιάδης, συγγραφέας του «Crossover the edge», άφησε τη ΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη για να επιστρέψει στο σπίτι του. Παρά την άψογη φυσική του κατάσταση αλλά και την ηλικία του (είναι γεννημένος το 1981), βρέθηκε λίγο πριν από το τελικό στάδιο της νόσου στο ΑΧΕΠΑ με διπλή πνευμονία, γλιτώνοντας παρά τρίχα τον θάνατο, καθώς «το ιικό φορτίο ήταν πολύ βαρύ».
Ήταν ένας από τους λόγους που η κουβέντα μας πήρε τις αναβολές που πήρε, αλλά τον ακούω πια στην άλλη άκρη της γραμμής, ακμαίο και δυνατό. Την ίδια στιγμή, βέβαια, είναι αρκούντως επικριτικός όσον αφορά τη διαχείριση της όλης κατάστασης:
«Θα μου πάρει περίπου έξι μήνες να συνέλθω από αυτή την περιπέτεια, η καρδιά μου και οι πνεύμονες έχουν υποστεί ζημιά, αλλά έχω μάθει να ξεπερνώ κάθε δυσκολία, τόσο στο σωματικό όσο, κυρίως, στο ψυχολογικό επίπεδο. Και πρέπει να είμαστε δυνατοί σε κάθε περίπτωση. Όσο για τους "αρνητές", εύχομαι να μη χρειαστεί ποτέ να περάσουν την πύλη ενός νοσοκομείου αλλά, ας μην ξεχνιόμαστε: η συγκυρία αυτής της φρικτής ασθένειας αποτέλεσε δυστυχώς μια εξαιρετική ευκαιρία για να περάσουν κάποια πράγματα που δεν θα δεχόμασταν διαφορετικά. Σήμερα απλώς σκοτώνουν τη διασκέδαση και δημιουργούν ανθρώπους-παραγωγικά ρομπότ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μορφή καταπίεσης».
Oι πανκ και οι μεταλλάδες δεν τα πήγαιναν καλά μέχρι το πρώτο μισό των '80s, είναι γνωστό. Μετά από αυτές τις ζυμώσεις, όμως, τα πράγματα άλλαξαν και αυτό δεν το έβλεπες μόνο στους οπαδούς αλλά και μέσα στις ίδιες τις μπάντες.
Για να ελαφρύνω κάπως το κλίμα, τον ρωτώ αν τον βοήθησε η μουσική αυτή την τόσο δύσκολη περίοδο. Η απάντησή του είναι ένα νευρικό γέλιο, από αυτά που σε πιάνουν εξαπίνης και μετά δεν μπορείς να σταματήσεις. Του παίρνει λίγη ώρα για να συνέλθει και να μας συστηθεί.
«Γεννήθηκα 1981 στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο, εκεί μεγάλωσα. Προέρχομαι από μια κοινωνική τάξη που δεν τη λες "υψηλή" ‒ μεγάλωσα μέσα σε ένα σπίτι 60 τετραγωνικά, όπου ζούσαμε πέντε άνθρωποι. Σήμερα εργάζομαι ως social media manager σε έναν δημοσιογραφικό όμιλο. Εκπονώ την ερευνά μου στo Πάντειο, στο τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Από μια ηλικία και μετά, από τα 22 μου περίπου, ξεκίνησα να ταξιδεύω. Ξέρεις, ταξίδια χωρίς κανένα πλάνο (γέλια). Όλο έλεγα πως κάποια στιγμή θα βρω ένα μέρος όπου θα μπορέσω να εγκατασταθώ και να ζήσω ‒ ακόμα δεν το έχω βρει. Με τη γυναίκα μου λέμε πως σε μερικά χρονιά από τώρα μπορεί να ζούμε στη Μαγιόρκα ή τη Ρώμη. Αλλά δεν μπορώ να σου εγγυηθώ πως δεν θα σταματήσω να ψάχνω.
— Υπάρχει, άραγε, κάποιου είδους συμβουλή για όσους επιθυμούν να ξεκινήσουν μια τέτοια αναζήτηση;
Υπάρχει ένας κανόνας που δεν πρέπει να παραβιάζει κανείς – κι εγώ το έκανα μόνο μία φορά: μη ζήσεις ποτέ σε τόπο όπου το πανκ είναι παρανοϊκό! Το έκανα όταν αποφάσισα να ζήσω στη βόρεια Ιταλία και δεν άντεξα πολύ καιρό – για να σ' το πω στεγνά, ήμασταν διαρκώς στοχοποιημένοι από φασίστες. Ξέρεις, μας έσκαγαν τα λάστιχα, άφηναν σημειώματα στην πόρτα, τύπου «γύρνα πίσω στη χώρα σου» και τέτοια χαριτωμένα. Όλο αυτό, βέβαια, αποτέλεσε και επαγγελματική επιλογή, λόγω των σπουδών μου πάνω στα ερευνητικά πανεπιστήμια.
Αυτό για μένα ήταν σπουδαίο, γιατί πάντα κυνηγούσα τη μουσική – κυνηγούσα όσο περισσότερη μουσική μπορούσα να βρω και να δω. Κακά τα ψέματα, το τοπίο στην Ελλάδα ήταν πολύ περιορισμένο, και για να ακούσεις αλλά και για να δεις μουσική. Υπήρξαν φορές που μπορούσα να δω και τρία με τέσσερα live σε μία εβδομάδα, πράγματα που δεν περίμενα να δω ποτέ. Για παράδειγμα, είδα στο Λούτον, σε ένα stage μπροστά στο δημαρχείο, τους UK Decay ‒ έβρεχε εκείνη τη μέρα! Θυμάμαι να ταξιδεύω στο Mάντσεστερ για να βρω το δισκάδικο του Mr. Sifters που ανέφεραν στο τραγούδι «Shakermaker» οι Oasis. Και η ατμόσφαιρα ήταν όντως μαγική. Ο ηλικιωμένος, πια, ιδιοκτήτης μού είπε πως τα αδέρφια ακόμα συχνάζουν στο μαγαζί.
— Είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται μια τόσο εμπεριστατωμένη έρευνα πάνω στο υβρίδιο που αποκαλούμε «crossover». Μιλάμε για μια πραγματική Βίβλο, με κάλυψη και αναφορά πραγματικά εκατοντάδων συγκροτημάτων απ' όλο τον κόσμο και συνεντεύξεις με όλους τους σπουδαίους εκπρόσωπους της σκηνής. Το μέγεθος της δουλειάς αυτής προκαλεί πραγματικό δέος.
Προσωπικά, πιστεύω πως τα παρεξηγημένα '80s ήταν μια δεκαετία αδιάκοπων ζυμώσεων. Την έχουμε ταυτίσει με πολύ κιτς καταστάσεις, αλλά το underground εκείνα τα χρόνια έβραζε πραγματικά, και για πάρα πολλά χρόνια παντού, στην Αμερική, στην Αυστραλία, στην Ευρώπη. Άπειρα τα παραγνωρισμένα σχήματα εκείνης της περιόδου.
Εκεί εγώ είδα ένα κενό. Και ήξερα πως υπάρχει κόσμος εκεί έξω που θα ενδιαφερόταν να διαβάσει πέντε πράγματα για μια αγαπημένη του μπάντα, τις επιρροές τους, τους δίσκους που ενδεχομένως άκουγαν, τις αισθητικές τους επιλογές. Και είπα, θα το κάνω. Θα το ερευνήσω και θα το κάνω.
Ζούσαμε στο Λονδίνο όταν βγήκε το βιβλίο. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Λάμβανα τόσο πολλά μηνύματα καθημερινά, που έφτασα στο σημείο να γυρνάω από τη δουλειά στις έξι το απόγευμα και να απαντάω σε κόσμο μέχρι τις τρεις το βράδυ. Όταν, όμως, έφυγε η υπερκόπωση (γέλια) και άρχισα να συνειδητοποιώ τι είπαν για το βιβλίο κάποιοι άνθρωποι, τη γνώμη των οποίων σεβόμουν πάρα πολύ, αισθάνθηκα πως έπρεπε να κάνω κάτι παραπάνω. Δηλαδή, έπρεπε το επόμενο πράγμα που θα επέλεγα να κάνω να είναι καλύτερο από το πρώτο.
Αυτό ακούγεται κάπως ματαιόδοξο, αλλά, ξέρεις, αισθάνομαι πως δεν πρέπει να απογοητεύσω αυτούς τους ανθρώπους. Δεν μπορώ να περιγράψω τι σημαίνει για μένα να μου στέλνουν e-mail οι Discharge, λέγοντας πως αγόρασαν το βιβλίο μου. Ίσως είμαι ακόμα πολύ ρομαντικός.
Το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως πέρασαν τόσα χρόνια χωρίς κάποια ουσιαστική καταγραφή του φαινομένου ή του μουσικού ιδιώματος, που δεν είναι μονάχα μουσικό – ή, αν θέλετε, δεν έχει μονάχα μουσική σημασία. «Crossover», άλλωστε, σημαίνει «περνάω απέναντι», αλλά σημαίνει πως γεφυρώνω κιόλας δύο τάσεις, ενώνω δύο κόσμους.
«Είναι λίγο μπερδεμένες οι έννοιες σήμερα. Το crossover έφερε κάτι νέο σε ό,τι αφορά την πολιτική διάσταση των πραγμάτων. Το μέταλ ήταν μια πιο εμπορική μουσική, αν θες –όχι όμως με την κακή έννοια, μια και όλα είναι ποπ, και το πανκ και το μέταλ–, και είχε έναν σκελετό που ήταν πολύ βασισμένος στο δόγμα του rock'n'roll, αλλά απείχε από την πολιτικοποίηση, τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια. Όμως, μέσα από την επίδραση του crossover, η μουσική αυτή άρχισε να αγγίζει ζητήματα που μέχρι τότε δεν την απασχολούσαν: την αναρχία, το απαρτχάιντ, τον φόβο του πυρηνικού πολέμου (όπως εκφράστηκε πρώτα από τις πανκ μπάντες του '80 και μετά από τις crossover), τα δικαιώματα των ζώων.
Με άλλα λόγια, ερχόσουν αντιμέτωπος με μια κατάσταση όπου πλέον έπρεπε να διαλέξεις: είσαι με αυτούς ή μ' εμάς; Γιατί "εμείς" είμαστε ενάντια σε όλα αυτά: στον πόλεμο, στον ρατσισμό, στην ομοφοβία, στην ξενοφοβία. Οι μουσικοί εκείνης της εποχής παραδέχονται σήμερα πως άνοιξε ένας άλλος κόσμος μπροστά τους. Ο Ian Glasper των Stumpin' Ground, ας πούμε, μου είπε πως έγινε χορτοφάγος στις αρχές του '80, επηρεασμένος από αυτές τις μπάντες – και παραμένει. Ξαφνικά, δεν ήταν όλα «μουσικούλα». Ξέρεις, ο Eric Burdon, κάποια στιγμή είχε πει πως "αν κρατήσεις το rock'n'roll μέσα στη καρδιά σου, θα είσαι για πάντα νέος". Ακόμα πιο νέος, θα πω εγώ, αν κρατήσεις μέσα σου αυτήν τη μουσική!».
— Τι είναι, όμως, rock'n'roll; Τι είναι πανκ; Τι είναι μέταλ; Είναι, άραγε, τόσο εύκολα διαχωρίσιμα, όσο το φανταζόμαστε;
Θα σου πω. Αν σε ρωτήσω πώς θα αποκαλούσες ένα κομμάτι που είναι μικρότερο από δύο λεπτά, δεν έχει κιθαριστικά σόλο, είναι «ροκ» στη δομή του και διαθέτει κοινωνικοπολιτικό στίχο, θα μου απαντούσες πανκ, σωστά; Το «Breaking the law» των Judas Priest τι είναι τότε; (γέλια)
Πίσω από κάθε μουσικό ιδίωμα κρύβεται και μιας μορφής υποκουλτούρα που ουσιαστικά παίρνει αυτήν τη μουσική στην πλάτη της και την εξυψώνει, και είναι αδύνατο να αποκρυπτογραφήσεις σημειολογικά κάθε άκρη του είδους που αγαπάς, δίχως να αναζητήσεις τις ρίζες του στην κοινωνία. Ένας καλός τυφλοσούρτης για όλους εμάς που αναζητούσαμε απαντήσεις, ειδικά την εποχή που δεν μπορούσες να διαβάσεις ανάλογα άρθρα στο Internet, ήταν το περίφημο βιβλίο του Ντικ Χέμπντιτζ «Υποκουλτούρα ‒ Το νόημα του στυλ», όπου ο συγγραφέας διατύπωνε τη θέση πως η ύπαρξη και μόνο μιας μορφής υποκουλτούρας αποτελεί ενδεχομένως και μια απειλή ενάντια στην ομαλότητα – κυρίως λόγω της φύσης τους και της κριτικής που ασκούν στο κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο. Αναρωτιέμαι αν το βιβλίο αυτό αποτέλεσε μια κάποιου είδους επιρροή για τον Αλέξανδρο.
«Εννοείται! Ουσιαστικά πρόκειται για ένα βιβλίο για τις συγκρούσεις ανάμεσα στις υποκουλτούρες της Αγγλίας –πιάνει τους mods και τους rockers, μετά τους ροκαμπιλάδες, μετά τους ράστα– που σκοτώνονταν εκείνα τα χρόνια. Η Αγγλία είχε παράδοση σε αυτό το συγκρουσιακό κομμάτι. Και εδώ νομίζω πως έγκειται η σημαντικότητα του crossover: οι πανκ και οι μεταλλάδες δεν τα πήγαιναν καλά μέχρι το πρώτο μισό των '80s, είναι γνωστό. Μετά από αυτές τις ζυμώσεις, όμως, τα πράγματα άλλαξαν και αυτό δεν το έβλεπες μόνο στους οπαδούς αλλά και μέσα στις ίδιες τις μπάντες. Έβλεπες, ας πούμε, μια πανκ μπάντα και ο ντράμερ έβγαινε στη σκηνή με μια εμφάνιση που παρέπεμπε περισσότερο στους Twisted Sister.
Φυσικά, υπήρξαν και οι πιουρίστες που μιλούσαν για "μπασταρδέματα", πολύ συχνά και σε σοβαρά μουσικά έντυπα! Α, και φυσικά, η χειρότερη άποψη όλων, που την άκουγες για πολύ καιρό στην Αγγλία: "Το πανκ είναι το καλύτερο πράγμα που συνέβη στο μέταλ και το μέταλ το χειρότερο πράγμα που συνέβη στο πανκ"! Εμένα αυτή η πόλωση δεν με ενδιέφερε ποτέ. Το μουσικό μου background είναι το crossover, το πανκ, το hardcore, το thrash της Νέας Υόρκης, όλα αυτά τα πράγματα. Θέλω να πω, κυκλοφορούσα με μπλουζάκι D.R.I. στα μέσα της δεκαετίας του '90, όταν οι περισσότεροι άκουγαν είτε black metal είτε techno. Στο μυαλό μου αυτή η μουσική ήταν από τότε πολύ ξεχωριστή».
— Αναπόφευκτα η κουβέντα πάει και στη δεύτερη ανάγνωση κάποιων στίχων, που σήμερα δείχνουν βαθιά αντιδραστικοί, έως και προσβλητικοί. Είναι μια συζήτηση που δείχνει να μην έχει τελειωμό αυτές τις μέρες.
Ούτε τη μουσική μπορούμε να κρίνουμε με βάση αυτά που ζούμε τώρα ούτε τα σύμβολα. Όταν οι πανκ έβγαιναν έξω με σβάστικα μέχρι το και 1981, το έκαναν για να σοκάρουν τον κόσμο, μέχρι που αυτό άρχισε να πηγαίνει αλλού. Ήταν η εποχή που ο Τζέλο Μπιάφρα των Dead Kennedys έβγαλε το «Nazi punks, fuck off» σαν ένα είδος προειδοποίησης. Κάθε σύμβολο, κάθε εικόνα, κάθε στίχος, έχει τη σημασία του σε μια συγκεκριμένη εποχή. Από μια εποχή και μετά, είτε κατατάσσεται στα «ξεπερασμένα» είτε γίνεται επικίνδυνο.
— Η Ελλάδα, άραγε, πού στέκεται στον χάρτη αυτού του ήχου; Γνωρίζουμε πως η μέταλ σκηνή της είναι δυνατή, στο crossover όμως τι «πιάνει»;
Ξέρεις... Ακούς μια μπάντα με τον ήχο του νεοϋορκέζικου hardcore και φαντάζεσαι ένα ζοφερό αστικό σκηνικό δεκαετίας '80, με συμμορίες και πιστολίδια. Τώρα, ακούς μια μπάντα στην Ελλάδα που αναπαράγει αυτόν τον ήχο, και το κάνει πολύ καλά, αλλά αναρωτιέμαι κατά πόσο μπορείς να υποστηρίξεις κάτι τέτοιο. Θέλω να πω, στην Ελλάδα ζεις, ποιο είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα που μπορείς να κάνεις; Θα μου πεις, με όλη αυτή την καταστολή, θεωρητικά τα πράγματα εκεί έξω είναι πιο επικίνδυνα από ποτέ. Θα σου απαντήσω, μετά λύπης, πως αυτή η χώρα παίρνει ακριβώς αυτό που της αξίζει. Βάλε και το καινούργιο το κόλπο με την πανεπιστημιακή αστυνομία... Σήμερα η μουσική των νέων είναι το χιπ-χοπ του ΛΕΞ και του Τζαμάλ. Αυτό εκφράζει τη νεολαία, και η νεολαία σήμερα είναι απεγνωσμένη.
Πέντε crossover δίσκοι που πρέπει να ακούσετε, κατά τον Αλέξανδρο Ανεσιάδη
Discharge
«Hear Nothing See Nothing Say Nothing»
Αυτός ο δίσκος είναι για μένα το σημείο μηδέν. Εννοώ πως οι πιο σημαντικές εμφανίσεις στο rock'n'roll διαχρονικά είναι ο Elvis, οι Beatles, οι Sex Pistols και οι Nirvana. Αυτές οι μπάντες άλλαξαν το rock'n'roll. Αν όμως πρέπει να πούμε ποιοι «γύρισαν τον διακόπτη» στην ακραία μουσική, αυτοί ήταν οι Discharge.
D.R.I.
«Four of a kind»
Θυμάμαι, έκανε 500 δραχμές. Ακόμα θυμάμαι και πότε το πήρα: πήγαινα στα αγγλικά και όταν γύρισα σπίτι και το άκουσα, έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Μάλιστα, είχα στείλει και γράμμα στην μπάντα. Δύο μήνες μετά, ο πατέρας μου με ενημέρωσε πως είχε έρθει δέμα από την Αμερική. Μου είχαν στείλει ένα γράμμα χειρόγραφο, εισιτήρια από παλιές συναυλίες, flyers, αυτοκόλλητα ‒φυσικά, τα έχω κρατήσει όλα‒ και μου έγραφαν «σε ευχαριστούμε πάρα πολύ που ακούς τη μουσική μας».
Agnostic Front
«Cause for alarm»
Να μια μπάντα που ακούγεται τόσο πανκ όσο και μέταλ ‒ δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιο στοιχείο έπαιρνε το πάνω χέρι. Είχαν ένα image που δεν μπορούσες να «τοποθετήσεις» κάπου: μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, δύο τύποι με κοντά μαλλιά, ένας λίγο μακρυμάλλης, τους κοιτούσες και αναρωτιόσουν πώς μαζεύτηκαν σε μια μπάντα όλοι αυτοί.
Suicidal Tendencies
«Suicidal Tendencies»
Δεν καταλάβαινα τα πουκάμισα και τα καπέλα, έβλεπα τέσσερις Λατίνους και αναρωτιόμουν γιατί παίζουν έτσι. Ο πρώτος δίσκος είναι μια απίστευτη μείξη surf, πανκ και μέταλ, αλλά ταυτόχρονα είχαν μια ειρωνεία και δίπλα έναν λυρισμό και μια τραγικότητα. Στο «institutionalized» ακούς έναν έφηβο έτοιμο να εκραγεί. Ξεκινά από κατάθλιψη και φτάνει στα όρια της αυτοκαταστροφής. Δεν τους θεωρούσαν τυχαία ακραία μπάντα.
Excel
«Split Image»
Είναι το στιχουργικό κομμάτι τους που πραγματικά κάνει τη διαφορά. Και να είσαι σκασμένος, σου λένε, κάθε φορά που πέφτεις κάτω, οφείλεις να σηκώνεται. Μην κάνεις πίσω. Το έχουν πει κι άλλες μπάντες, ναι, αλλά πόσοι το εννοούν είναι το ζήτημα.
σχόλια