Χρειάστηκαν πάνω από τρεις δεκαετίες για να γίνει γνωστό το έργο της Midori Takada στον δυτικό κόσμο. Κι αυτό έγινε χάρη στο Διαδίκτυο, προτού επανακυκλοφορήσει επίσημα και ανακαλυφθεί εκ νέου το magnum opus της, το «Through the looking glass», το 2017 και ανοίξει ξαφνικά ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της σύγχρονης μινιμαλιστικής μουσικής που περιλάμβανε το όνομά της.
Όλα ξεκίνησαν όταν κάποιος έκανε upload ένα άγνωστο άλμπουμ από την Ιαπωνία, για το οποίο κανείς δεν ήξερε περισσότερες πληροφορίες και κατάφερε να κάνει απρόσμενα νούμερα στο YouTube. Εν μέρει, τα νούμερα οφείλονταν στο ονειρικό και ακαταμάχητο εξώφυλλο του άλμπουμ, που σε προκαλούσε να το ακούσεις. Αν το έκανες, δεχόσουν ένα ηχητικό σοκ από τέσσερις επιβλητικές και απόκοσμες συνθέσεις και ήχους χωρίς συγκεκριμένο γεωγραφικό προορισμό. Πιο συγκεκριμένα, όμως, η περιπέτεια του δίσκου της Takada μέχρι την επανακυκλοφορία του ήταν το αποτέλεσμα μιας τάσης της τελευταίας δεκαετίας που αφορούσε κυρίως τη μουσική εξερεύνηση σκηνών άλλοτε κλειστών και απομακρυσμένων συνοριακά χωρών.
Η μουσική μου και ο τρόπος σκέψης μου δεν ήταν τόσο δημοφιλή στην Ιαπωνία. Ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν για τη δουλειά μου. Δεν τη θεωρούσε εμπορική.
Όσον αφορά την ιαπωνική μουσική, η πρώτη επανακυκλοφορία που πυροδότησε το συγκεκριμένο φαινόμενο ήταν το 2015 με ένα ακόμα χαμένο αριστούργημα των '80s, το «Utakata no Hibi» (που, σύμφωνα με το Google Translate, μεταφράζεται περίπου ως «κάθε μέρα κι από ένα τραγούδι») των Mariah.
Mariah - Utakata no Hibi (1983)
Αυτό, όμως, που έκανε το «Through the looking glass» τόσο μοναδικό στο είδος του και όχι ένα απλό πολύ καλό δίσκο ήταν ο τρόπος ηχογράφησης του, που έχει αποκτήσει πλέον μυθικές διαστάσεις. Η μουσική της μπορεί να ακούγεται ηλεκτρονική και προϊόν μακρόχρονης διαδικασίας, αλλά η αλήθεια είναι ότι ηχογραφήθηκε σε δύο μόνο ημέρες με ακουστικά όργανα και ένα μπουκάλι Cοca-Cola, και μάλιστα από μια σχετικά νεαρή και άσημη συνθέτρια. «Δεν είχα χρόνο, έτσι έπρεπε να λειτουργήσω με υψηλή ένταση και πολλή συγκέντρωση για να τον ηχογραφήσω» θυμάται σήμερα. Το μπουκάλι Cοca-Cola το χρησιμοποιούσε σαν φλάουτο όταν ήταν παιδί για να παίζει μουσική.
Για τους συλλέκτες το άλμπουμ αποτελούσε για χρόνια το «Άγιο Δισκοπότηρο» της ιαπωνικής μουσικής και κάθε original κόπια του χτυπούσε 750 δολάρια στο Discogs. Είχε περάσει απαρατήρητο όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1983. Ήταν η πρώτη της σόλο δουλειά. Πριν από αυτό συμμετείχε σε ένα σύντομης διάρκειας σχήμα, τους Mkwaju Ensemble, που πρόλαβαν να βγάλουν δύο κορυφαία άλμπουμ, τα «Mkwaju» και «Ki-Motion» το 1981 (κι αυτά μπορεί κανείς να τα πετύχει στο YouTube ολόκληρα).
Midori Takada - Through The Looking Glass
Σήμερα θεωρείται ένα από τα κορυφαία μουσικά έργα του μινιμαλισμού και τα ηχοχρώματα του συγκρίνονται με αυτά του Steve Reich. Στα 67 της η Midori Takada στέκεται επάξια δίπλα σε κορυφαίους μουσικούς όπως ο Brian Eno και ο Jon Hassell και σπάει κάπως το κλαμπ των πρωτοπόρων ανδρών της μινιμαλιστικής μουσικής, όπως έγραψαν στην «Guardian». Παράλληλα, θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μουσικούς κρουστών παγκοσμίως.
Η ίδια θεωρεί ότι αυτή η αναγνώριση είναι ένα θαύμα. «Αυτή η δυσκολία τού να είσαι γυναίκα συνθέτρια δεν υπήρχε μόνο τη δεκαετία του '80, υπάρχει και σήμερα» λέει με τα λιγοστά αγγλικά της. «Εγώ ασχολιόμουν με τη μουσική για να ζήσω, όχι με στόχο να γίνω διάσημη συνθέτρια. Μικρή ήθελα να γίνω ζωγράφος αλλά η μουσική ήταν το μόνο πράγμα που ήξερα να κάνω. Η μουσική μου και ο τρόπος σκέψης μου δεν ήταν τόσο δημοφιλή στην Ιαπωνία. Ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν για τη δουλειά μου. Δεν τη θεωρούσε εμπορική».
Για να βγάλει τα προς το ζην δίδασκε μουσική στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Τόκιο, συνέθετε και έπαιζε για το θέατρο. Κάπως έτσι βρέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1995, μέσω του θεάτρου, στη Θεατρική Ολυμπιάδα του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Είχε παίξει κρουστά στην ιαπωνική εκδοχή της «Ηλέκτρας» που σκηνοθέτησε ο Tadashi Suzuki στο Αρχαίο Στάδιο των Δελφών (υπάρχει ολόκληρη η παράσταση ανεβασμένη κι αυτή στο YouTube, με κακό δυστυχώς ήχο).
Η Takada μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο μουσική. Η μητέρα της ήταν δασκάλα πιάνου και ο πατέρας της καθηγητής Αγγλικών. Η εντονότερη ανάμνηση από την παιδική της ηλικία ήταν οι ήχοι του πιάνου που έπαιζε η μητέρα της. Σπούδασε κλασική μουσική και ξεκίνησε την καριέρα της με λαμπρές προδιαγραφές, παίζοντας στη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι η θέση της δεν ήταν ανάμεσα στις μεγάλες ορχήστρες του κόσμου. Ελεύθερο πνεύμα, αισθανόταν πιο κοντά στους μουσικούς του δρόμου. Εκείνη την περίοδο ανακάλυψε τις μουσικές παραδόσεις της ασιατικής και αφρικανικής μουσικής. Ανέπτυξε μια προσωπική φιλοσοφία ενάντια στον υλισμό και μια μουσική γλώσσα που ξεπερνούσε τις γεωγραφικές παραδόσεις.
Πέρσι, μετά από 20 χρόνια σιωπής, κυκλοφόρησε έναν καινούργιο δίσκο σε συνεργασία με την Ιρανο-αιγύπτια Lafawndah με τίτλο «Le renard bleu». «Δεν ξέρω αν η μουσική σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, αλλά για μένα είναι ολόκληρη η ζωή μου» αναφέρει λακωνικά. Της ζητάω να μου μιλήσει για τη χώρα της. «Πρόσφατα η Ιαπωνία αντιμετώπισε μεγάλες φυσικές καταστροφές. Αρκετοί άνθρωποι καταστράφηκαν εξαιτίας τους. Με συγκινούν κάθε φορά οι άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να υπομείνουν τόσο σκληρές καταστάσεις. Η αληθινή δύναμη και εξουσία βρίσκονται στο μυαλό, όχι στα όπλα, πιστεύω».
KENZO - «Le renard bleu» by Partel Oliva
H Midori Takada θα εμφανιστεί την Κυριακή 2 Ιουνίου, στις 21:30 στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, στο πλαίσιο του Plisskën Festival.
σχόλια