ΑΦΟΥ ΠΗΓΑ ΝΑ ΔΩ ΚΑΠΟΙΕΣ πραγματικές φωλιές αρουραίων, κατέληξα σε ένα διαμέρισμα τρίτου ορόφου στη 512 East Thirteenth Street μεταξύ των Avenues A και B. Το ενοίκιο ήταν 110 δολάρια τον μήνα, ένα διαχειρίσιμο ποσό – αν μπορούσα να βρω δουλειά φυσικά.
Το κτίριο ήταν τυπικό για το East Village του 1978, ειδικά για την περιοχή που οι κάτοικοι αποκαλούσαν Alphabet City. Δεν υπήρχε θυροτηλέφωνο στην πόρτα, τα πατώματα ήταν καλυμμένα με μικροσκοπικά ασπρόμαυρα πλακάκια, όλα σπασμένα και βρόμικα.
Ο ένοικος από πάνω μου ήταν ένας οριακά λειτουργικός τοξικοεξαρτημένος και πρώην κατάδικος που είχε δύο ροτβάιλερ, τα οποία μαστίγωνε ουρλιάζοντας μέσα στο μεθύσι του όλη τη νύχτα. Από πάνω του ζούσε ένα ζευγάρι αλκοολικών που σκόνταφτε διαρκώς στις σκάλες. Μια φορά άκουσα τις μανιακές κραυγές της γυναίκας από το διαμέρισμά τους, πριν κατέβει από την έξοδο κινδύνου στην πρόσοψη του κτιρίου μας ουρλιάζοντας: «Βοήθεια! Βοηθήστε με!».
Ο πρώην κατάδικος από πάνω είχε έναν νευρικό φίλο χωρίς δόντια που τον επισκεπτόταν κάθε τόσο. Όποτε με έβλεπε, κακάριζε και με φώναζε "Slim". Πρέπει να τον διασκέδαζα – ένα κοκαλιάρικο, ψηλό, καλομαθημένο αγόρι που μόλις είχε περάσει την εφηβεία του και έμενε σ’ αυτό το άθλιο κτίριο.
Ένα απόγευμα κρύφτηκα από τη βροχή σε μια είσοδο της Λεωφόρου Α, μόνο και μόνο για να βρω τον τύπο χωρίς δόντια να στέκεται εκεί και να αναζητά επίσης καταφύγιο. Χάρηκε πολύ που με είδε –«βρε τον Slim!»– και μου είπε ότι θα έπρεπε να σκεφτώ σοβαρά να ξεκινήσω να πουλάω ναρκωτικά για λογαριασμό του ίδιου και του φίλου του. Είπε ότι θα μπορούσα να βγάλω καλά λεφτά. Πρόσθεσε ότι θα μπορούσα να τον γαμήσω απ' τον κώλο αν ήθελα... «Σου παίρνω και πίπα αν θες», συμπλήρωσε. Απέρριψα ευγενικά τις προτάσεις του πριν χαθώ πίσω στη νεροποντή προσπαθώντας να επιστρέψω το σπίτι.
Η Νέα Υόρκη το καλοκαίρι του 1978 έμοιαζε να βρίσκεται στον πάτο της κατρακύλας. Με την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα, η εγκληματικότητα στους δρόμους ήταν ένα φυσιολογικό κομμάτι της καθημερινής ζωής. Επικρατούσε μια γενική στάση παραίτησης. Υπήρχε επίσης όμως μια κοινή αίσθηση, ανάμεσα στους συνομήλικούς μου, ότι ζούσαμε σε αυτή την πόλη για την απερίγραπτη σύνδεση που μας παρείχε.
Υπήρχε ένα νεαρό ζευγάρι Λατίνων που ζούσε στο ισόγειο του κτιρίου. Χτύπησαν την πόρτα μου μια μέρα και μου έδωσαν κάποια σοσιαλιστικά έντυπα, ρωτώντας με αν θα με ενδιέφερε να συμμετάσχω σε μια διαμαρτυρία ενάντια στον ιδιοκτήτη, ο οποίος, τυπικά, ουδόλως ενδιαφερόταν για την προστασία του κτιρίου και προχωρούσε σε αυξήσεις των ενοικίων χωρίς καμιά εξήγηση. Με προσκάλεσαν στο διαμέρισμά τους για καφέ, το οποίο ήταν σχεδόν τόσο σπαρτιάτικο όσο και το δικό μου: το μόνο που είχαν ήταν ένα κρεβάτι, ένα ντιβάνι και μια μεγάλη, σκισμένη αφίσα του Τσε Γκεβάρα στον τοίχο.
Δεν ήμουν πολιτικοποιημένος. Δεν είχα κανένα σημείο αναφοράς για τον ακτιβισμό τους, ήμουν ένα φλωράκι από το Κονέκτικατ που η μόνη του εμπειρία με την οργανωμένη διαμαρτυρία ήταν όταν ο πατέρας μου με είχε πάει σε μια πορεία ειρήνης μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ, δέκα χρόνια πριν. Κάποια στιγμή μετά τη συνάντησή μας, άκουσα αναταραχή από κάτω – είχε εμφανιστεί ο ιδιοκτήτης με κάποιους μπράβους για να διώξει βίαια το εξεγερμένο ζευγάρι.
Ο μόνος τρόπος για να πληρώσω το ενοίκιο της ταπεινής κατοικίας μου ήταν να δανειστώ από τη μητέρα μου, αλλά αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Χαζεύοντας για πολλοστή φορά τις αγγελίες, είδα ότι θα μπορούσα να βγάλω λίγα χρήματα συμμετέχοντας σε ένα πείραμα δοκιμής νέων φαρμάκων. Πήγα στην τοποθεσία που αναφερόταν στην αγγελία, κάπου στη 14η οδό, κοντά στη Union Square, και γύρω στις οκτώ το πρωί μπήκα στην ουρά μαζί με έναν θίασο που αποτελούνταν από τρελούς του δρόμου, ψυχοπαθή πανκιά και κάποιους σχετικά αθώους σαν εμένα. Θα μας τρύπαγαν στο χέρι μια υποδερμική βελόνα γεμάτη με κάποιο πειραματικό εμβόλιο και στη συνέχεια θα κοιμόμασταν τη νύχτα σε κουκέτες τύπου φυλακής, σε μια μεγάλη αποθήκη. Εύκολα λεφτά, σκέφτηκα.
Έκανα το εμβόλιο και ετοιμάστηκα να κοιμηθώ, ενώ παράλληλα άκουγα τη φλυαρία των μανιακών γύρω μου. Ανυπομονούσα να λάβω την επιταγή μου το επόμενο πρωί – τριάντα κολλαριστά δολάρια. Μέσα σε λίγες ώρες όμως, αισθάνθηκα έντονη αδιαθεσία και άρχισα να ξερνάω ασταμάτητα σε έναν κουβά δίπλα στο κρεβάτι. Μόνο λίγοι από εμάς βρισκόντουσαν σε τέτοια κατάσταση – οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους φαίνονταν να το ξεπερνούν, ό,τι κι αν ήταν «αυτό». Το επόμενο πρωί, αφού μάζεψα το παραδάκι, αποφάσισα ότι μάλλον θα έπρεπε να βρω άλλη πηγή εσόδων.
Η Νέα Υόρκη το καλοκαίρι του 1978 έμοιαζε να βρίσκεται στον πάτο της κατρακύλας. Με την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα, η εγκληματικότητα στους δρόμους ήταν ένα φυσιολογικό κομμάτι της καθημερινής ζωής. Επικρατούσε μια γενική στάση παραίτησης. Υπήρχε επίσης όμως μια κοινή αίσθηση, ανάμεσα στους συνομήλικούς μου, ότι ζούσαμε σε αυτή την πόλη για την απερίγραπτη σύνδεση που μας παρείχε – την κοινότητα των καλλιτεχνών, των ποιητών και των μουσικών που έδιναν φωνή σε ένα περιβάλλον γεμάτο σκουπίδια, χάος και παραλογισμό.
Παρατηρώντας τον Joey Ramone, τον Johnny Thunders, τη Lydia Lunch, τον James Chance ή τον Cheetah Chrome και την καταπληκτική φίλη του, Gyda Gash, να περπατούν στους δρόμους υπό το φως του ήλιου, ήταν σαν να έβλεπα κουκουβάγιες που, από κάποιο λάθος, κυκλοφορούσαν την ημέρα. Μου φαίνονταν σαν χαρακτήρες βγαλμένοι από ταινία του Φελίνι, καθώς πατούσαν πάνω από χυμένους κάδους απορριμμάτων ή χοροπηδούσαν γύρω από ξεφούσκωτους πυροσβεστικούς κρουνούς που έριχναν νερό στο τσιμέντο που έβραζε…