ΣTO ΠΑΤΑΡΙ ΤΟΥ αείμνηστου δισκάδικου Happening (όπου τότε μπορούσες να νοικιάσεις, όπως στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς σου, κάποιες «μουσικές» βιντεοκασέτες εισαγωγής, είτε επρόκειτο για ανθολογίες μουσικών βίντεο είτε για ντοκιμαντέρ ή ταινίες μυθοπλασίας με «ροκ» περιεχόμενο, τύπου Quadrophenia) ήταν που είχα πετύχει πρώτη φορά αυτήν την ταινία των – ή μάλλον με τους – Pet Shop Boys, αμέσως μόλις είχε κυκλοφορήσει σε VHS μορφή το 1988. Κάτι αόριστα επικριτικό είχα διαβάσει σχετικά (στο Face μάλλον) αλλά υπέθετα ότι ό,τι κι αν ήταν αυτό το περίεργο υβριδικό φιλμ, μια χαρά θα έκανε τη δουλειά του έστω και ως πρόωρο best of του γκρουπ, με «οπτικοποιημένες» τις πολλές ήδη επιτυχίες από τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, τα οποία έμοιαζαν να αποτελούνται μόνο από σουξέ: "West End girls", "Opportunities", "Suburbia", "Always on my mind", "Rent", "It's a Sin" "What have I done to deserve this?" κλπ. Συν το απόκοσμα πανέμορφο ομώνυμο τραγούδι της ταινίας, το οποίο τότε δεν είχα ακούσει ακόμα.
Mετά το ξανανοίκιασα καναδυό φορές ακόμα (τουλάχιστον) για να το δείξω σε φίλους που δυστυχώς δεν έδειχναν διάθεση να μοιραστούν τον ενθουσιασμό μου γι' αυτήν την αποσπασματική και ψωνισμένη κουλαμάρα που έμοιαζε με ηθογραφικό καρναβάλι αγγλικής εκκεντρικότητας.
Έτρεφα τότε εξάλλου, και εξακολουθώ ακόμα να τρέφω, μεγάλη εκτίμηση και αγάπη στο ντουέτο, από την πρώτη φορά που είχα ακούσει να ξεκινά η αφήγηση στο "West End Girls". Επίσης πίστευα από τότε ότι ο Neil Tennant είναι ποιητής. Μια φορά, λίγα χρόνια αργότερα, σούρουπο στο Λονδίνο, τον είδα ξαφνικά απέναντί μου στο δρόμο, άστραψα από το δέος αλλά συγκρατήθηκα και δεν τον πλησίασα, παρά μόνο έκανα μια δειλή χειρονομία αναγνώρισης και σεβασμού, αποστρέφοντας δήθεν διακριτικά το βλέμμα. Υπέθεσα ότι εκτίμησε την ζαβή επίδειξη συστολής και το ότι δεν του την έπεσε ξαφνικά ένας άγνωστος φαν / τουρίστας αναζητώντας κουβέντα, από τη στιγμή που τον είδα πλαγίως να ανθυπομειδιά με τη σειρά του κουνώντας ελαφρά το κεφάλι. Cool.
Οπότε το νοίκιασα, εννοείται. Και μετά το ξανανοίκιασα καναδυό φορές ακόμα (τουλάχιστον) για να το δείξω σε φίλους που δυστυχώς δεν έδειχναν διάθεση να μοιραστούν τον ενθουσιασμό μου γι' αυτήν την αποσπασματική και ψωνισμένη κουλαμάρα που έμοιαζε με ηθογραφικό καρναβάλι αγγλικής εκκεντρικότητας. Αντίληψη που δεν διέφερε και πολύ από τις κριτικές που είχε πάρει η ταινία στην Βρετανία μερικούς μήνες πριν αλλά και από τις δηλώσεις που θα έκαναν οι ίδιοι οι Pet Shop Boys εκ των υστέρων για το εκκεντρικό αυτό πόνημα που τους είχε χρεωθεί ως πρότζεκτ ματαιοδοξίας, σα να επιθυμούσαν κι αυτοί κατά βάθος να σιγοσβήσει σαν αχνό όνειρο η ταινία, παραμένοντας εκτός κυκλοφορίας και εκτός ψηφιακού φορμάτ για τρεις δεκαετίες.
«Ο Chris ήθελε να βάλει ως υπότιτλο στις αφίσες την φράση "Μια Μαλακία Επικών Διαστάσεων"», θα έλεγε αργότερα ο Neil Tennant. «Ίσως θα έπρεπε να έχουμε μια πιο κανονική ιστορία στην ταινία. Το πρόβλημα όμως είναι ότι κανείς από τους δύο μας δεν ενοχλείται ιδιαίτερα από την απουσία πλοκής στα πράγματα». Ακόμα πιο μετά, θα δήλωνε ότι «τουλάχιστον μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι είναι καλύτερη ταινία από το Spiceworld».
Εντάξει, ούτε εγώ είχα πιστέψει ότι στεκόταν σοβαρά ως ταινία (μυθοπλασίας ή μη), αλλά τα περισσότερα από τα 88 λεπτά της διάρκειάς της ήταν απολαυστικά καθώς, εκτός από τα τραγούδια των PSB, περιείχαν μεταξύ άλλων και τα εξής:
Καταρχάς την υποβλητική μελαγχολία των παρηκμασμένων αγγλικών «λουτροπόλεων», εκεί όπου μια βροχερή μέρα τέλους σεζόν ξεκινά η ταινία με τον Neil Tennant να κάνει βόλτες στην έρημη παραλία του «θέρετρου» Clacton-on-Sea στο Έσεξ, σα να το έχει σκάσει από το «Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ». Και ακολούθως, ένα γοητευτικό όργιο αισθητικών αναφορών βαθιάς «αγγλίλας» όπου ανακατεύονται με φόντο τα τραγούδια των PSB, σπαράγματα από την παράδοση του μιούζικ χολ, οι αιρετικές πιρουέτες του Κεν Ράσελ ή του Λίντσεϊ Άντερσον, η επίδραση της queer ποιητικής του Τζο Όρτον και του Ντέρεκ Τζάρμαν, οι λαϊκές βρετανικές κωμωδίες της σειράς Carry On, οι ταινίες των Beatles, ο Μπένι Χιλ, το ταξικό σύστημα εκπαίδευσης, ο διαβρωτικός θατσερισμός, αναφορές στον «Χαμένο Παράδεισο» του Τζον Μίλτον και στην «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» του Λιούις Κάρολ, ένας τυφλός παπάς που αναφωνεί «Μυρίζω νιάτα!», ένας εγγαστρίμυθος με μια μαριονέτα, παρέα με μια σειρά από αρχετυπικούς χαρακτήρες βρετανικής εκκεντρικότητας, φιλτραρισμένους μέσα από μια αλάθητα '80s αισθητική. Και βέβαια, κεντρικοί χαρακτήρες σ' αυτήν την σουρεάλ περιπλάνηση, ως παρατηρητές κυρίως παρά ως πρωταγωνιστές, οι δύο νεαροί ήρωές μας, ο Chris Lowe με δερμάτινο τζάκετ (με κουκούλα), σκούφο, τζιν με ρεβέρ και Timberland μπότες, και ο Neil Tennant με σμόκιν και λευκό scarf...
Μου ερχόταν κατά καιρούς στο μυαλό η ταινία, κυρίως όταν με έπιανε η επιθυμία να ακούσω το ομώνυμο τραγούδι. Αλλά ήταν σα να έχει σβηστεί από τη συλλογική μνήμη. Όλα όμως επανέρχονται και επαναπροσδιορίζονται στους καιρούς μας, και αυτό συνέβη τώρα και με το It Couldn't Happen Here που κυκλοφόρησε επιτέλους για πρώτη φορά σε DVD/Blu-Ray ενώ μπορεί να την παρακολουθήσει κανείς και από την πλατφόρμα BFI player (του British Film Institute που είναι υπεύθυνο για τη νέα, αποκατεστημένη και πολυτελή κόπια). Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Τώρα που την ξαναείδα λοιπόν (μόλις πριν από λίγη ώρα) μου φάνηκε εξίσου γοητευτική κατά τόπους.
Μου φάνηκε επίσης αρκετά συντομότερη από όσο είναι αλλά και περιέργως αγέραστη ή μάλλον εκτός χρόνου – όχι ότι δεν είναι φανερά τα 80s πάνω της, ειδικά όταν η «πλοκή» μετακομίζει στο Λονδίνο. Είχα την ευκαιρία επίσης να προσέξω καλύτερα κάποια σημεία και κάποιες ατάκες, όπως αυτή που ακούγεται στην αρχή της ταινίας ως σκέψη του Neil Tennant:
«Από τότε που ήμουν παιδί, το κωμικό και το εχθρικό έμοιαζαν να βαδίζουν χέρι με χέρι».
Βέβαια, ο Neil Tennant (όπως και ο Chris Lowe) δεν είχε ουσιαστική ανάμιξη στο σενάριο της ταινίας, πέρα από κάποιες γενικές εισηγήσεις. Οι Pet Shop Boys απλά επέλεξαν τον σκηνοθέτη (Jack Bond) και στη συνέχεια ακολούθησαν τις οδηγίες του, οι οποίες τους φάνηκαν επαρκώς αφηρημένες και προς τη σωστή αισθητική κατεύθυνση.
Όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης στη συνέντευξη που περιλαμβάνεται στη νέα έκδοση της ταινίας: «Αποφασίσαμε ότι το θέμα μας θα ήταν κάτι σαν μια σκαμπρόζικη καρτ-ποστάλ διακοπών η οποία ζωντάνεψε ξαφνικά και τρελάθηκε. Αυτό μας επέτρεψε να πάμε την ιστορία οπουδήποτε, αναμιγνύοντας σουρεαλισμό και αίσθηση παραλόγου – και όλα αυτά σα να τα αφηγείται μια εκτός ελέγχου μαριονέτα εγγαστρίμυθου...».
Μαθαίνουμε επίσης (εγώ πάντως δεν το γνώριζα τόσα χρόνια) ότι το ομώνυμο τραγούδι της ταινίας είναι μια μελαγχολική μπαλάντα για έναν φίλο του Neil Tennant που είχε διαγνωστεί εκείνα τα χρόνια με AIDS, όπως λέει ο ίδιος στη δική του συνέντευξη για την επανεμφάνιση της «χαμένης» ταινίας. Σε λίγες μέρες (την 1η Ιουλίου) θα τον βλέπαμε μαζί με το έτερο του ήμισυ στους Pet Shop Boys, επί σκηνής στην Πλατεία Νερού, ας όψεται όμως η πανδημία. Η συναυλία έχει μετατεθεί για την ίδια μέρα ακριβώς, του χρόνου. Να είμαστε καλά να συναντηθούμε εκεί.
σχόλια