Τα τσαρτ το τελευταίο διάστημα έχουν καταντήσει κάτι σαν το θρίλερ της εβδομάδας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Πραγματικά, δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει στην κορυφή, εν μέρει λόγω της επιρροής των social media. Δύο από τα μεγαλύτερα χιτ που πέρασαν πρόσφατα από εκεί, το «Box» του Roddy Ritch και το «Old Τown Road» του Lil Nas X, οφείλουν την επιτυχία τους στον virality χαρακτήρα που έχουν αποκτήσει μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας Tik Tok.
«Σιγά τα τραγούδια» θ' αρχίσουν πάλι να γκρινιάζουν ορισμένοι και θα σχολιάσουν την κατάντια της σύγχρονης μουσικής, όμως, ό,τι κι αν λέμε, αυτοί είναι οι νέοι σταρ της εποχής που διανύουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, και κανένα όνομα, όσο μεγάλο κι αν είναι, δεν μπορεί να υποβιβάσει ή να αμφισβητήσει την επιτυχία τους.
Εν έτει 2020, το βασικό ερώτημα που προκύπτει από την ακρόαση αυτών των άλμπουμ και των συγκροτημάτων δεν είναι αν θα τα καταφέρουν στα τσαρτ αλλά το πόσο αφορούν ηχητικά ένα νεότερο ακροατήριο.
Τις προάλλες στο Billboard έσκασε η είδηση ότι οι Pet Shop Boys θα βρεθούν για πρώτη φορά μετά από 26 χρόνια στην πρώτη θέση των επίσημων βρετανικών τσαρτ με το καινούργιο τους άλμπουμ, «Hotspot». Καταρχάς, τo περίεργο είναι ότι αυτή η είδηση ανακοινώθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα των αμερικανικών τσαρτ. Βέβαια, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι πρόκειται για μια ιστορική και σπάνια πρωτιά για το γκρουπ, τότε βγάζει κάποιο νόημα.
Είναι το δεύτερο Νο 1 άλμπουμ στην καριέρα του γκρουπ. Μέχρι στιγμής, μόνο το «Very» έχει κατακτήσει την κορυφή, το 1993. Έκτοτε, έχουν πλησιάσει, αλλά δεν έχουν καταφέρει την πρωτιά. Κάτι πήγαν να κάνουν το 2016 με το «Super», αλλά πάλι αρκέστηκαν στην τρίτη θέση. Από την άλλη, όσον αφορά τα τραγούδια τους, έχουν τέσσερα Νο 1, τα «West End Girls» (1985), «It's a sin», «Always on my mind» (1987) και «Heart» (1988). Ακούγονται λίγα για ένα γκρουπ που έχει αγαπηθεί τόσο πολύ εδώ και τέσσερις δεκαετίες, αλλά αυτή είναι η σκληρή αλήθεια.
Παρά το κύρος τους, τελικά προσγειώθηκαν στην τρίτη θέση μετά τον J Hus, έναν ακόμη ανερχόμενο καλλιτέχνη, ενώ δεν κατάφεραν να ρίξουν ούτε τον Eminem, που βγήκε δεύτερος.
Πάντως, καλύτερη τύχη φαίνεται ότι είχαν στα τσαρτ οι Who, που λίγο πριν κλείσει ο χρόνος, τον Δεκέμβριο του 2019, αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν νέα δουλειά μετά από 13 χρόνια. Δεν έχει καμία σημασία αν τα δύο εναπομείναντα μέλη τους, ο Pete Townshend και ο Roger Daltrey, είναι σκοτωμένοι και δεν μιλιούνται. Ηχογράφησαν τα μέρη τους ξεχωριστά και τo Who, όπως ονόμασαν τον δίσκο, έφτασε στο Νο 2 του Hot 200 στο Billboard. Αν και βρετανικό γκρουπ, πάντοτε είχαν μεγαλύτερη πέραση στην Αμερική και ίσως ο κυριότερος λόγος που βρίσκονται ακόμα στο προσκήνιο είναι ότι έντυσαν με τα τραγούδια τους ουκ ολίγες αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές των '00s.
Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, το «Who» είναι ένα απολαυστικό άλμπουμ γεμάτο αυτοσαρκασμό, που αρκετοί «δεινόσαυροι» της ροκ θα ήθελαν να έχουν γράψει σε αυτή την ηλικία –ο Τοwnshend είναι 74 χρονών και ο Daltrey, 75– αν δεν έπαιρναν τον εαυτό τους τόσο σοβαρά. Δικαίως το αποθέωσε ο Alexis Petridis στην «Guardian» με μια κριτική που ήρθε από το πουθενά και σε έπειθε να το ακούσεις.
Μια που αναφερθήκαμε στον Petridis, ενθουσιάστηκε πρόσφατα με έναν ακόμη δίσκο που βγήκε από παλιές καραβάνες, αυτήν τη φορά του post-punk. Οι Wire επανήλθαν δριμύτεροι φέτος με το «Mind Hive». Όχι ότι εγκατέλειψαν και ποτέ ‒ είναι ο 17ος δίσκος τους και, σύμφωνα με τον Petridis, «αν ήταν το ντεμπούτο μιας νέας, καυτής μπάντα, ο μουσικός Τύπος, ή ό,τι έμεινε απ' αυτόν, θα παραληρούσε σχετικά αυτήν τη στιγμή».
Βέβαια, δεν είναι μια κυκλοφορία που θα σκαρφαλώσει στα τσαρτ, αλλά διαβάζεις παντού τα καλύτερα. Μάλιστα, το περιοδικό «Wire», που κατά πάσα πιθανότητα πήρε το όνομά του από αυτούς, τους έκανε ένα πανέξυπνο εξώφυλλο, από τα καλύτερά του εδώ και καιρό. Και τα δύο αυτά συγκροτήματα κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν καλά εδώ και χρόνια και ίσως επειδή είναι ροκ ο ήχος σώζονται κάπως από τη μετριότητα.
Monkey Business
Δυστυχώς, δεν μπορείς να πεις το ίδιο για τους Pet Shop Boys. Πρόσφατα ο Chris Lowe δήλωσε με μεγάλη δόση ειρωνείας σε συνέντευξή του στην «Guardian» ότι περιμένει πώς και πώς την ώρα που θα σταματήσουν να έχουν έμπνευση και ιδέες, επειδή «τότε έρχεται η στιγμή που πρέπει να συνεργαστείς με τον Brian Eno».
Λοιπόν, όσο και να θέλεις να εκθειάσεις το «Hotspot», σε τελική ανάλυση ακούγεται άνισο και παγερό, σαν ένα φάντασμα προηγούμενων δίσκων τους. Ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι η μουσική τους, αντίθετα με αυτή των Who και των Wire, ήταν και είναι αμιγώς ηλεκτρονική κι αν κάτι καταλαβαίνεις από τη νέα τους δουλειά, είναι ότι δεν μπορούν να αφουγκραστούν με επιτυχία τι συμβαίνει στη σύγχρονη μουσική σκηνή.
Κάποτε ξεπερνούσαν τον εαυτό τους με έξοχα διαχρονικά κομμάτια όπως το «Being Boring», σήμερα η daft punk προσέγγιση του πρώτου single του δίσκου, «Monkey Business», ακούγεται απλώς συμπαθητική, αν όχι παρωχημένη. Το εναρκτήριο «Will o'Wisps» με την εμπνευσμένη από τον John Maus επική εισαγωγή σε προϊδεάζει για μια κάθαρση που δεν έρχεται ποτέ. Με το «Hoping for a miracle» μία από τα ίδια και γενικά είναι σαν να ακροβατεί ανάμεσα σε hit and miss στιγμές.
Εν έτει 2020, το βασικό ερώτημα που προκύπτει από την ακρόαση αυτών των άλμπουμ και των συγκροτημάτων δεν είναι αν θα τα καταφέρουν στα τσαρτ αλλά το πόσο αφορούν ηχητικά ένα νεότερο ακροατήριο. Ίσως, εν τέλει, αυτοί οι καλλιτέχνες να αποτελούν μεμονωμένα φαινόμενα πια και όχι ο Lil Nas Χ ή ο Roddy Ritch, κάτι που το ελληνικό ακροατήριο δεν δείχνει ακόμη να συνειδητοποιεί. Γιατί όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, τα κομμάτια τους είναι το ίδιο ποπ και κολλητικά όπως των Pet Shop Boys και των Who για τις προηγούμενες γενιές και δεκαετίες.
Will o'Wisps