«Κυρίες και κύριοι, σε λίγο θα ιδήτε μια τραγωδία τρομερά και θα συγκινηθήτε, όπως θα ανοίξη η σκηνή θα δήτε καθισμένη μία κυρία να κεντά πολύ ευτυχισμένη. Χάνει την κόρη της μετά στης θάλασσας τον πάτο, και η απώλεια αυτή την κάνει άνω κάτω. Μετ’ από χρόνια ο άντρας της στη θάλασσα πηγαίνει και σ’ ένα ψάρι βρίσκουνε την κόρη τη χαμένη. Αλλά αρμύρες μύριζε και φύκια κι’ αθερίνες κι’ έτσι η κόρη χάνεται, την τρώνε οι ψιψίνες. Αφού την τρων, δυο γείτονες παν μ’ ένα παλικάρι που 'χε χαθή κι είχε βρεθή σε κάποιο άλλο ψάρι. Ζητούν τη νέα, σύζυγο να δώσουν στο αγόρι, κατόπιν γίνονται πολλά, μετά αναχωρούνε κι’ υπόσχονται, αν κόρη βρουν, στους γείτων να το πούνε. Αυτή είν’ η υπόθεσις. Μετά η αυλαία κλείνει, γι’ αυτό αν βιάζεται κανείς, μπορεί και να του δίνη». Έτσι ξεκινάει η «Φαύστα» του Μποστ, σε ένα σαλονάκι του 19ου αιώνα. Ο υπέροχος συγγραφέας, σκιτσογράφος, ζωγράφος και στιχουργός την έγραψε αντλώντας την πρώτη έμπνευση από το τραγικό γεγονός του θανάτου ενός αγοριού από επίθεση καρχαρία το 1960. Ο ίδιος είχε αποδώσει το γεγονός ως σκίτσο στο περιοδικό «Θεατής». Το αγόρι εκείνο για τις ανάγκες του έργου μετατράπηκε σε Ριτσάκι.
Το έργο ο Μποστ το έγραψε μεταξύ 1962 και 1963 και το έδωσε στον Κουν με την ελπίδα ότι θα το ανέβαζε εκείνος, αλλά απάντηση δεν πήρε ποτέ, κάτι που τον απογοήτευσε. Ωστόσο, η «Φαύστα ή η απολεσθείς κόρη», όπως είναι ο επίσημος τίτλος προς αποφυγή σύγχυσης με το ομότιτλο έργο του Δημητρίου Βερναρδάκη, γραμμένο στην καθαρεύουσα και μεγάλη επιτυχία του 1893 με σπουδαίες πρωταγωνίστριες της εποχής, ανέβηκε από τον Γιώργο Εμιρζά και την Ελευθέρα Σκηνή την άνοιξη του 1965 στο θέατρο Βεάκη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπέγραφε ο Μποστ, τη μουσική ο Πάνος Τριανταφυλλίδης και η διανομή συμπεριλάμβανε τους Ντίνα Κώνστα, Ρούλα Μενάνδρου, Λάζο Τερζά, Ζωζώ Ζάρπα, Ελένη Καψάσκη, Γιώργη Χριστοφυλάκη, Γιώργο Ματαρά και Νικήτα Πάσσαρη.
Ένα έργο που μέσα από τη διακωμώδηση της καθαρεύουσας, την ανάμειξή της με οικείες, καθημερινές λαϊκές εκφράσεις σε δεκαπεντασύλλαβο και το πολύ προσωπικό βιτριολικό χιούμορ του συγγραφέα σαρκάζει τη μικροαστική Ελλάδα, τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα, την οικογενειοκρατία, την πατριδοκαπηλία και τον καμποτινισμό των αστών, άρα και της πολιτικής ζωής του τόπου.
Εκείνη η πρώτη παράσταση δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία και χρειάστηκε να περάσει πάνω από μία εικοσαετία για να αναγνωριστεί η αξία του έργου. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου το ανέβασε το 1987 στο θέατρο Στοά σε μουσική Βασίλη Δημητρίου, με τη Λήδα Πρωτοψάλτη ως Φαύστα και τον ανεπανάληπτο Κωνσταντίνο Τζούμα ως Ριτσάκι. Έκτοτε έχει παιχτεί άπειρες φορές από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους, καθιστώντας το από τα πλέον δημοφιλή νεοελληνικά έργα και αναμφισβήτητα εκείνο με το οποίο ταυτίζουμε τον Μποστ.
Ένα έργο που μέσα από από τη διακωμώδηση της καθαρεύουσας, την ανάμειξή της με οικείες, καθημερινές λαϊκές εκφράσεις σε δεκαπεντασύλλαβο και το πολύ προσωπικό βιτριολικό χιούμορ του συγγραφέα σαρκάζει τη μικροαστική Ελλάδα, τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα, την οικογενειοκρατία, την πατριδοκαπηλία και τον καμποτινισμό των αστών, άρα και της πολιτικής ζωής του τόπου. Σαρωτική κωμωδία, βασισμένη στο παράλογο και ασυνάρτητο της πλοκής αλλά και της σουρεαλιστικής συμπεριφοράς των χαρακτήρων, που σε συνδυασμό με τη γλώσσα καθίσταται μια ξεχωριστή παρωδία που, παρόλα τα χρόνια της, δεν μοιάζει καθόλου γερασμένη. Αντιθέτως, κατακτάει κάθε νέα γενιά του ελληνικού θεάτρου.
Ο ίδιος ο Μποστ είχε σχολιάσει το έργο του ως εξής: «Επιπροσθέτως έχει τας εξής πρωτοτυπίας και προσόντα: α) Με την παρεμβολήν 17 τραγουδιών γίνεται “μιούζικαλ” διαρκείας δύο ωρών. β) Αφαιρουμένων των τραγουδιών γίνεται “μονόπρακτον” μιας ώρας. γ) Διά της προσθέσεως 30-40 στίχων μεταβάλλεται εις έργον “πολιτικόν” και δ) Διά της αφαιρέσεως των πολιτικών αιχμών γίνεται “σκηνικό παιχνίδι”. Είναι, δηλαδή, έργον αυξομειούμενον εις διάρκειαν, κατάλληλον δι’ όλους τους θιάσους και δι’ όλας τας σκηνάς…». Πρόκειται, λοιπόν, για μιούζικαλ ή για μια ξέφρενη κωμωδία μετά μουσικής;
Σε μία ακόμα εκδοχή της παράστασης που ανεβαίνει στο Υποσκήνιο Β του Μεγάρου Μουσικής ο Τάσος Πυργέρης –στη σκηνοθεσία– και ο Θέμης Καραμουρατίδης αποπειρώνται να δώσουν την απάντηση.
Όσον αφορά τις αρετές αυτού του κατά τα φαινόμενα αγέραστου έργου, ο Πυργιέρης εξηγεί: «Πιστεύω ότι ο παράλογος και έμμετρος λόγος του, γραμμένος σε δεκαπεντασύλλαβο, οι παραδοξολογίες του, οι σολοικισμοί, οι μεταθέσεις γενών, πτώσεων και αριθμών, το επαναλαμβανόμενο τρολάρισμα που κάνει στους ρόλους και η ειρωνεία που συνεχώς επαναφέρει στα λεγόμενα δίνουν τη δυνατότητα στο σκηνοθέτη να δημιουργήσει ένα σύμπαν αυτόνομο μέσα σε ένα οργανωμένο πλαίσιο. Δηλαδή πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο έργο που σου δίνει την ευχέρεια να δημιουργήσεις ένα ευφάνταστο κλίμα χωρίς περιορισμούς».
Τι είναι κατά τη γνώμη του αυτό που το κάνει επίκαιρο, εξήντα χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα; «Όσο τετριμμένο κι αν ακούγεται, το κείμενο της “Φαύστας” είναι σχεδόν προφητικό. Ο Μποστ είχε τη διορατικότητα να επισημαίνει θέματα επίκαιρα σήμερα, όπως η ανάπτυξη της οικονομίας της Κίνας, η οικολογική καταστροφή, οι εμπρησμοί των δασών. Ένα αψεγάδιαστο κείμενο, ένα σχεδόν μπεκετικό σύμπαν εξαιρετικά γραμμένο, με τρομερό ρυθμό. Κάποιοι μπορεί να το θεωρούν ξεπερασμένο, παρωχημένο, αλλά προσωπικά με ενδιέφερε ανέκαθεν να το σκηνοθετήσω και τώρα μου δόθηκε η ευκαιρία.
Θέλοντας να το επικαιροποιήσω, έχω μετατρέψει το ζεύγος Ιατρού σε ένα κουίρ ζευγάρι, κάτι που νομίζω θα δεχόταν και ο ίδιος συγγραφέας, ο οποίος δίνει ηγετικό ρόλο στη μητέρα μέσα στην οικογένεια και τη βάζει να υπονομεύει τον άντρα της, ενώ τον έχει ως πρότυπο· σαν ο σκύλος που κυνηγάει την ουρά του. Το βρίσκω πραγματικά ευφυές. Έχασαν ένα παιδί και το μόνο που τους νοιάζει είναι πώς θα ντυθούν για να βγουν και να το ψάξουν. Κοινώς, τρώγονται τι θα πει η γειτονιά».
Πρόκειται για ένα ελληνικό μιούζικαλ; «Υπάρχουν επτά τραγούδια που ο συγγραφέας δεν υποδεικνύει αν θα πρέπει να απαγγελθούν ή να τραγουδηθούν. Με τον Θέμη Καραμουρατίδη επιλέξαμε να κάνουμε ένα ποτ πουρί που διατρέχει την ελληνική μουσική, από την οπερέτα και το ρεμπέτικο μέχρι σημερινούς ήχους. Άλλωστε πρόκειται για καινούργιες δημιουργίες. Έχει τις προϋποθέσεις ενός μιούζικαλ, όχι όμως την έκτασή του. Είναι χορογραφημένο και συμμετέχουν όλοι οι ρόλοι, ωστόσο κάθε τραγούδι έχει το δικό του ύφος».
Γιατί αισθητικά κυριαρχεί το ασπρόμαυρο; «Επιλέξαμε να είναι όλο ασπρόμαυρο, σαν αναφορά στα σχέδια του Μποστ από κάρβουνο, αλλά και γιατί η παλέτα του άσπρου, μαύρου και γκρι θυμίζει τις ταινίες της δεκαετίας του ’60 ή ακόμα και την ασπρόμαυρη τηλεόραση του '70. Άλλωστε ολόκληρο το Υποσκήνιο του Μεγάρου είναι μαύρο, κάτι που καθόρισε με τη σειρά του τις αποχρώσεις του σκηνικού».
Ο συνθέτης Θέμης Καραμουρατίδης, που έντυσε τους στίχους του Μποστ με τη μουσική του, είπε σχετικά με την ταυτότητα της «Φαύστας»:
«Ο Τάσος Πυργιέρης μού διευκρίνισε από την πρώτη στιγμή ότι ήθελε να κάνει τραγούδια τα φερόμενα ως τραγούδια του κειμένου. Έτσι κι αλλιώς, η μουσικότητα είναι διάχυτη στη “Φαύστα”. Η μουσικότητα που έχει ο έμμετρος λόγος της την κάνει να μοιάζει σαν ένα τεράστιο τραγούδι. Έχουν γίνει πολλές “Φαύστες” μέσα στα χρόνια και πολλές προσεγγίσεις, από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Βασίλη Δημητρίου μέχρι πιο πρόσφατα στο Εθνικό από τον Γιώργο Μπουντουβή.
Μιλάμε για ένα ιδιόρρυθμο έργο που διέπεται από μουσική. Ούτως ή άλλως, ένα έργο που έχει πέντε τραγούδια χαρακτηρίζεται ως μιούζικαλ και εδώ έχουμε επτά. Ο τρόπος με τον οποίο έχουν χρησιμοποιηθεί και η ιδιόρρυθμη προσέγγιση του Τάσου ακολουθούν αυτή την οδό. Έχουμε φτιάξει ένα μουσικό σύμπαν που αποτελείται από διάφορα μικρά σύμπαντα. Κάθε χαρακτήρας έχει το δικό του ύφος. Λόγου χάρη, όταν τραγουδάει η Φαύστα, μας έρχεται στον νου η οπερέτα και το ελαφρύ τραγούδι του μουσικού θεάτρου, όταν τραγουδάει ο άντρας της, ο Γιάννης, είναι πιο λαϊκό, όταν έρχεται το ζεύγος Ιατρού βάζω ηλεκτρονικούς ήχους συνθεσάιζερ και ποπ μπιτ. Το τραγούδι της υπηρέτριας Μαριάνθης είναι υποχθόνιο και σκοτεινό γιατί κι εκείνη είναι μια υποχθόνια προσωπικότητα. Είναι μέσα στο σπίτι, αλλά ταυτόχρονα απαξιώνει ό,τι συμβαίνει γύρω από αυτό. Υπό μία έννοια μπορείς να πεις ότι τελικά είναι ένα μιούζικαλ, αλλά οι όροι αυτοί είναι δυσδιάκριτοι. Εν ολίγοις, είναι μια παράσταση με έμφαση στο τραγούδι. Να επισημάνω ότι οι ηθοποιοί είναι συγχρόνως πολύ καλοί τραγουδιστές».
Πέρα από τα τραγούδια, υπάρχει και η μουσική επένδυση. Ας πούμε, πώς οδηγείται μουσικά η παράσταση στο φινάλε; «Το φινάλε με παίδεψε περισσότερο από οτιδήποτε αλλά και με ικανοποίησε όσο τίποτε άλλο! Ο Μποστ κάνει ένα αστείο σε τέσσερις διαφορετικές γλώσσες, στο οποίο επαναλαμβάνεται το “ιστορία τραγική που είδατε παιγμένη” σε ψεύτικα γαλλικά, ψεύτικα αγγλικά, ψεύτικα ιταλικά και ψεύτικα γερμανικά. Αυτό με οδήγησε σε ψευδοτραγούδια όπως το γαλλικό που θυμίζει Εντίθ Πιαφ, το ιταλικό που θυμίζει το ελαφρύ του ’70 και το γερμανικό, που ήθελα να θυμίζει λίγο καμπαρέ και Λιλή Μαρλέν. Ο Μποστ σού δίνει αυτόν τον αέρα. Ήθελα η μουσική να είναι ένα κλείσιμο του ματιού σε πάρα πολλά πράγματα».