Με τρεις ιδιαίτερα επιτυχημένες παραστάσεις μέσα σε διάστημα μερικών μηνών, το «Ιστορίες καθ’ οδόν Νο2» του Εθνικού στο Σχολείον - Ειρήνη Παπά, την «Κολεξιόν» του Χάρολντ Πίντερ και την επανάληψη του «Blink» του Φιλ Πόρτερ στο Θέατρο του Νέου Κόσμου ο Τάσος Πυργιέρης δικαιούται να χαρακτηρίζεται ως ένας από τους πιο δημιουργικούς και παραγωγικούς σκηνοθέτες της Covid περιόδου.
Κλείνοντας φέτος είκοσι χρόνια στο θέατρο, ηθοποιός με αρκετά χιλιόμετρα στο κοντέρ του, έχει αποφασίσει εδώ και κάποια χρόνια να αφοσιωθεί στη νέα επαγγελματική του ταυτότητα, προσφέροντας στους συναδέλφους του όλη του την αγάπη για την υποκριτική τέχνη κάτω από τη σκηνή.
— Φοίτησες στο Θέατρο Τέχνης. Ποιους πρόλαβες από την παλιά φρουρά του Κουν;
Όταν μπήκα, το 1999, ήταν ακόμα η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Γιώργος Λαζάνης και ο Μίμης Κουγιουμτζής .Ήταν τα τρία μεγάλα κεφάλια που δίδασκαν ακόμη. Πάρα πολύ αυστηροί και επιβλητικοί στη συμπεριφορά τους. Σκληροί και συχνά απότομοι, άνθρωποι μιας άλλης γενιάς, με εξαίρεση τον Μίμη, που ήταν λίγο πιο ήπιος και γλυκός. Ίσως γιατί ήταν ταλαιπωρημένοι, είχαν μάθει έναν άλλο τρόπο επιβίωσης, πολύ διαφορετικό από τον δικό μας.
— Εξακολουθούσε η νοοτροπία που απαγόρευε στα μέλη του Τέχνης τις επαγγελματικές σχέσεις με κινηματογράφο και τηλεόραση;
Βέβαια, αυτός ήταν μάλιστα ο λόγος που ήρθα σε ρήξη μαζί τους, γιατί συμμετείχα σε διαφημιστικά του Παντελή Βούλγαρη. Στο τέλος του πρώτου έτους αντιμετώπισα το μένος του Λαζάνη σε σημείο που κινδύνευσα να μη συνεχίσω στο δεύτερο έτος. Συνέχισα τελικά, αλλά δεν του ήμουν καθόλου αρεστός. Φυσικά, αυτό δεν με απασχόλησε τόσο ώστε να χάσω τον στόχο μου.
Ποτέ δεν έκανα συμβιβασμούς, δεν το διανοούμουν καν. Ήθελα πάντα να κάνω πράγματα με τα οποία θα ήμουν ευτυχισμένος. Μου ήταν αδύνατο να κάνω παράσταση με συναδέλφους που όχι απλώς δεν ήταν της αισθητικής μου αλλά ούτε της δικής μου ιδιοσυγκρασίας. Προτιμούσα να λέω δύο ατάκες, αλλά να είμαι σε ένα σύνολο στο οποίο θα ήμουν χαρούμενος που ανήκα, παρά να έχω έναν μεγαλύτερο ρόλο σε μια συνθήκη που δεν θα ήταν καλή για τη ψυχική μου υγεία.
— Θα το χαρακτήριζες ένα εν γένει συντηρητικό περιβάλλον;
Απολύτως. Θυμάμαι που κάναμε σε ένα μάθημα την «Ιστορία Ζωολογικού Κήπου» του Άλμπι, όπου η σχέση των δύο ηρώων είναι στα όρια της ομοφυλοφιλίας και υπήρχε μια αγωνία μη τυχόν η προσέγγιση πλησιάσει την προφανή θεματική του έργου. Από την άλλη, ήταν πάρα πολύ ανεκτικοί με όσους μαθητές συμπαθούσαν, αλλά με όσους δεν συμπαθούσαν δεν ανέπτυσσαν δεσμούς αποδοχής, ήταν κλειστοί. Δύο μέτρα και δύο σταθμά. Φωτεινή εξαίρεση ήταν ο Δημήτρης Οικονόμου και η Πέπη Οικονομοπούλου.
— Φαντάζομαι ότι επέλεξες το Τέχνης λόγω του απόηχου του μύθου του Κουν.
Βέβαια. Καταρχάς παρακολουθούσα τις παραστάσεις του Τέχνης από μικρός, γιατί πήγαινα με τους γονείς μου σε τακτά διαστήματα. Ήμασταν μια συντηρητική αστική οικογένεια που έβλεπε πολύ θέατρο, από Ληναίο - Φωτίου, Αμφιθέατρο και Βουγιουκλάκη μέχρι το Απλό και το Αντιθέατρο της Ξενουδάκη. Επίσης, παρακολουθούσαμε σποραδικά τις παραστάσεις της Μαριέττας Ριάλδη στην ταράτσα του τωρινού Attica, που θυμάμαι ότι για να πας στην τουαλέτα έπρεπε να περάσεις μέσα από τη σκηνή, του Δημήτρη Ποταμίτη και της Μαίρης Ραζή στο Πρόβα.
— Κι έτσι ανακάλυψες από νωρίς ότι ήθελες να γίνεις ηθοποιός;
Ήδη στην ΣΤ Δημοτικού είχα ασχοληθεί με κάποια αυτοσχέδια σκετς, σκηνοθετώντας και κάνοντας σκηνικά και κοστούμια. Το θυμήθηκα ξανά όταν τέλειωνα το λύκειο, στις Πανελλαδικές.
— Την εποχή που σπούδαζες είχε αρχίσει μια μεγάλη στροφή σε νέες τάσεις. Θυμάσαι παραστάσεις πιο πρωτοποριακές;
Παρακολουθούσα πάρα πολύ θέατρο, σχεδόν κάθε βράδυ. Θυμάμαι τις παραστάσεις της Ξένιας Καλογεροπούλου στο Πόρτα, του Αντύπα στο Απλό, πρόλαβα τον Γιώργο Μιχαηλίδη στα τελειώματά του, το Εμπρός και τη Νέα Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή, την Άννα Κοκκίνου, τον Τεχνοχώρο του Κακλέα, την ομάδα του Στάθη Λιβαθινού, το Θέατρο του Νέου Κόσμου του Θεοδωρόπουλου, το Σημείο του Διαμαντή, το Θησείον του Μαρμαρινού, το Πορεία του Τάρλοου και, φυσικά ό,τι ανέβαζε το μοναδικό Αμόρε.
— Το Αμόρε καθόρισε τη γενιά σου και προχώρησε το ελληνικό θέατρο.
Αναμφίβολα. Θυμάμαι πάντα τη «Ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή» του Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Χουβαρδά, διάφορες παραστάσεις του Μοσχόπουλου, του Μόσχου και του Νίκου Μαστοράκη, καλλιτεχνών που εκτιμώ και άλλων πολλών που δεν μου έρχονται αυτήν τη στιγμή.
— Από τον Βογιατζή δεν σου έμειναν παραστάσεις;
Βεβαίως. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη του «Αντιγόνη» και τον «Μισάνθρωπο». Εξαιρετικά και τα δύο.
— Σε ενδιέφερε από τότε η σκηνοθεσία;
Όχι, με ενδιέφερε να εξελιχθώ ως ηθοποιός και να γίνω καλύτερος άνθρωπος.
— Πόσο εύκολο ήταν;
Ποτέ δεν ήταν εύκολο να επιβιώσεις ως ηθοποιός. Όσο θυμάμαι, αυτό το επάγγελμα με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο ήταν δύσκολο. Υπήρχε πάντα υπερπροσφορά και ελάχιστες καλές δουλειές με ικανοποιητική αμοιβή.
— Σου τύχαιναν πάντα προτάσεις που σε ενδιέφεραν ή έκανες συμβιβασμούς;
Ποτέ δεν έκανα συμβιβασμούς, δεν το διανοούμουν καν. Ήθελα πάντα να κάνω πράγματα με τα οποία θα ήμουν ευτυχισμένος. Μου ήταν αδύνατο να κάνω παράσταση με συναδέλφους που όχι απλώς δεν ήταν της αισθητικής μου αλλά ούτε της δικής μου ιδιοσυγκρασίας. Προτιμούσα να λέω δύο ατάκες, αλλά να είμαι σε ένα σύνολο στο οποίο θα ήμουν χαρούμενος που ανήκα, παρά να έχω έναν μεγαλύτερο ρόλο σε μια συνθήκη που δεν θα ήταν καλή για τη ψυχική μου υγεία. Άλλωστε, βιοποριζόμουν δουλεύοντας στη διαφήμιση, κάνοντας εκφωνήσεις και αμειβόμενος πάρα πολύ καλά, ιδίως την περίοδο λίγο πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτό με διευκόλυνε να είμαι επιλεκτικός και καθόλου επιπόλαιος ως προς τις επιλογές μου στο θέατρο.
— Ποιες ξεχωρίζεις από τις συμμετοχές σου;
Το «Ντόγκβιλ» σε σκηνοθεσία Αντώνη Καλογρίδη, που ήταν η πρώτη μου παράσταση στο Εθνικό, στη Νέα Σκηνή, η τελευταία παραγωγή του θεάτρου πριν κλείσει για την ανακαίνισή του, και λίγο αργότερα το «Μεφίστο» σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Αξιομνημόνευτη παράσταση ήταν και το «Γράφημμα» του Ρομπέρ Λε Παζ με σκηνοθέτη τον Χρήστο Λύγγα στην Τεχνόπολη. Καλές αναμνήσεις όμως έχω και από συμμετοχές μου σε κινηματογραφικές ταινίες όπως το «Το ταγκό των Χριστουγέννων» του Νίκου Κουτελιδάκη και το «Μην περνάς όταν ανάβει κόκκινο» της Ισαβέλλας Μαυράκη. Καθώς και μια μικρή συμμετοχή στο «Μάτια από νύχτα» του Περικλή Χούρσογλου. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, είδα ότι δεν ήθελα μόνο να παίζω αλλά να κάνω και κάποιους μεγάλους ρόλους που δεν έκανα. Περίμενα, περίμενα, δεν ερχόντουσαν, τα χρόνια περνούσαν και είπα «θα δοκιμάσω και κάτι άλλο, θα πάρω τον ρόλο αυτού που επιλέγει».
— Τότε σου γεννήθηκε η επιθυμία να σκηνοθετήσεις;
Ανέκαθεν το επιθυμούσα. Όποτε παρακολουθούσα μια παράσταση σκεφτόμουν πώς θα την έκανα εγώ αν ήμουν ο σκηνοθέτης της. Άλλες ερμηνείες του εκάστοτε έργου, πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί αυτό που είχα δει, και τότε προέκυψε μια ανοιχτή πρόσκληση από το Εθνικό σε νέους σκηνοθέτες που θα πρότειναν νέες θεματικές και νέες φόρμες. Καταθέσαμε μαζί με τη φίλη μου Δήμητρα Τάμπαση μια πρόταση. Το έργο ήταν το «Σατωβριάνδου και Γ’ Σεπτεμβρίου» του Γιάννη Κωνσταντινίδη. Τότε μας εμπιστεύτηκαν ο Σωτήρης Χατζάκης και ο Αντώνης Κούφαλης και μας έδωσαν το οk για να ανέβει το έργο στη Νέα Σκηνή. Το σκηνοθετήσαμε με τη Δήμητρα, αλλά παίζαμε συγχρόνως. Ήταν μια παράσταση για το ταξίδι του φιλέλληνα Σατωβριάνδου στην Ελλάδα. Εγώ έκανα τον Σατωβριάνδο, πολυαγαπημένος ρόλος. Κάτι που δεν μπορώ να συγχωρήσω στον εαυτό μου είναι που δεν κατάφερα να επαναλάβω αυτή την παράσταση.
— Πώς ήταν ως πρώτη εμπειρία;
Τρομακτική. Κατάλαβα ότι πρέπει είτε να παίζεις είτε να σκηνοθετείς, ότι δεν γίνεται να τα κάνεις και τα δύο μαζί. Θεωρώ ότι ένας σκηνοθέτης πρέπει να αποποιηθεί το υποκριτικό κομμάτι, αν και είναι υπέρ του να έχει υπάρξει ηθοποιός και να μπορεί να βλέπει απ’ έξω την παράσταση. Είναι πολύ δύσκολο να τα κάνεις όλα ο ίδιος, πόσο μάλλον να κρατάς και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι ήταν ώρα να αποτραβηχτώ. Ίσως να μην ήμουν πια ικανοποιημένος από τον ίδιο μου εαυτό υποκριτικά. Το θέατρο έχει ανάγκη από πρωταθλητές. Καλούς αθλητές έχουμε, πρωταθλητές όμως λίγους.
— Μετά το βάπτισμα του πυρός, ποια ήταν η επόμενη παράσταση;
Έκανα μια παράσταση-ντοκουμέντο, το «Κούρσα Γκρέκα», βασισμένη σε μια έρευνα της ιστορίας του αυτοκινήτου στην Ελλάδα στα αρχεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Πειραιώς. Ανέβηκε σε υπαίθριο χώρο του ιδρύματος, όπου εξετίθεντο δύο αυτοκίνητα-αντίκες, κινούμενα γκισέ τραπεζών που περιόδευαν στην επαρχία. Η τράπεζα είχε στην κατοχή της όλα τα στοιχεία των αυτοκινητοβιομηχανιών που κάποτε ανθούσαν στην Ελλάδα και τώρα έχουν κλείσει. Ωραία εμπειρία για ένα ειδικό είδος θεάτρου που έμαθα να κάνω και αρκετά μεγάλη παραγωγή με έξι αγαπημένους μου ηθοποιούς.
— Έργο ηθοποιών ήταν και το «Μια ζωή στο θέατρο» του Ντέιβιντ Μάμετ που ανέβασες στην Κυψέλη. Εισέπραξες εμπιστοσύνη από τους ηθοποιούς εκείνης της παράστασης;
Με τους ηθοποιούς υπήρχε μεγάλη εμπιστοσύνη, την οποία έχω κατακτήσει, και καθώς έχω αφήσει την υποκριτική, δεν νιώθουν ανταγωνιστικά μαζί μου. Στο έργο του Μάμετ ήταν πολύ πιο ξεκάθαρο και ανάγλυφο αυτό, γιατί είναι ένα έργο που αναφέρεται στις σχέσεις των ηθοποιών, στα προβλήματά τους, στη συνύπαρξή τους στα καμαρίνια, στο πριν και στο μετά την πρόβα ή την παράσταση. Και αυτή την παράσταση τη σκέφτομαι πάντα με πολλή αγάπη!
— Φέτος καταπιάστηκες με την «Κολεξιόν», εμβληματικό έργο του Πίντερ, μεγάλων απαιτήσεων για οποιονδήποτε σκηνοθέτη. Το αποτέλεσμα ήταν γοητευτικό και μάλλον θα νιώθεις δικαιωμένος.
Με γοήτευε πάντα ο αστικός πολιτισμός της Αγγλίας και το φλεγματικό χιούμορ τους που απέχει πολύ από το δικό μας. Είχα έρθει σε επαφή με τα έργα του Χάρολντ Πίντερ από τον καιρό της σχολής και μου άρεσαν ιδιαίτερα. Γενικότερα, μου αρέσουν τα έργα που δεν είναι φλύαρα. Ο ρυθμός και η κοφτή γλώσσα τους θυμίζουν κινηματογραφική φόρμα ή, καλύτερα, είναι σαν να έχεις μπροστά σου μια παρτιτούρα. Είχα στη διάθεσή μου τέσσερις πολύ ταλαντούχους νεαρούς ηθοποιούς και το αποτέλεσμα με άφησε απολύτως ικανοποιημένο, επειδή από την πρώτη στιγμή επιδίωξα να κάνω μια «βρετανική» παράσταση, αποφεύγοντας να φέρω το έργο του Πίντερ στην ελληνική πραγματικότητα. Πιστεύω πώς ο σκηνοθέτης οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν την καταγωγή των έργων που επιλέγει να παραστήσει, μόνο έτσι τιμάς την τέχνη από την οποία βιοπορίζεσαι.
— Κι αμέσως επανήλθες με μια παλιότερη επιτυχία σου, το «Blink», ένα σύγχρονο και νεανικό έργο. Τι σε έκανε να ξανασχοληθείς μαζί του;
Ο Θάνος Λέκκας και η Παναγιώτα Βιτετζάκη το ήθελαν ακόμα περισσότερο από εμένα. Αποφασίσαμε να το επαναλάβουμε στο φιλόξενο Faust, γιατί σταμάτησε, ενώ πήγαινε πολύ καλά, λόγω του πρώτου lockdown τον Μάρτιο του 2020. Έχουν περάσει δύο χρόνια, τα παιδιά έχουν ωριμάσει υποκριτικά, όπως και εγώ θέλω να πιστεύω ότι με έναν τρόπο έχω ωριμάσει σκηνοθετικά, οπότε το αντιμετωπίσαμε με ακόμα μεγαλύτερη αγάπη, σεβασμό και φροντίδα. Από την πλευρά μου, έχω επιδιώξει να κάνω πιο ανάγλυφους-σύνθετους τους ρόλους, ώστε να αναδείξω ακόμα περισσότερο τις ερμηνευτικές δυνατότητες των δύο πρωταγωνιστών μου.
— Τι νιώθεις γι’ αυτό το έργο;
Με ξένισε αρκετά η συναισθηματική αναπηρία των δύο ηρώων του. Δεν ήξερα πώς θα ήταν δυο παιδιά από την αγγλική επαρχία. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί ήξερα μόνο τη ζωή των μεγάλων πόλεων και το πώς είναι να ζεις στο μητροπολιτικό Λονδίνο (έχω ζήσει και ταξιδέψει εκεί αρκετές φορές). Οι επαναλήψεις των συμπτώσεων γίνονται ένα γαϊτανάκι που επιβεβαιώνει την απόσταση μεταξύ τους. Το νεότερο κοινό ενδιαφέρεται να δει καινούργια έργα που ανεβαίνουν πρώτη φορά στην αθηναϊκή σκηνή. Στο «Blink» γίνεται χρήση ενός γκάτζετ, μιας κάμερας ενδοεπικοινωνίας που πιθανόν να τους θυμίζει τη δική τους ζωή με το ίντερνετ και τα κινητά. Τις γνωριμίες από απόσταση, που μπορεί να μιλάς για ώρες με τη μεγαλύτερη ευκολία και στο τέλος να μην ευοδωθούν, να ακυρωθούν με την ίδια ευκολία που ξεκίνησαν. Γενικότερα, έχει μια περίεργη πλοκή το έργο αυτό, τη γοητεία της απρόσμενης εξέλιξης. Κι ενώ δεν υπάρχει αλλαγή σκηνικού ή κοστουμιών, οι ηθοποιοί ερμηνεύουν κι άλλους ρόλους από μηδενική βάση και με ελάχιστα props. Είναι ένα θεατρικό έργο που βασίζεται αποκλειστικά στις ερμηνευτικές δυνατότητες των ηθοποιών.
— Μοιάζει σταδιακά να έχεις αποκτήσει το δικό σου team.
Ναι, βέβαια. Οι τέσσερις ηθοποιοί της «Κολεξιόν», η Παναγιώτα Βιτετζάκη, ο Θάνος Λέκκας, ο Χρήστος Σταθούσης και ο Αλέξανδρος Βάρθης, καθώς και η συνεργάτις μου Σοφία Καστρησίου είναι άνθρωποι τους οποίους εμπιστεύομαι απόλυτα. Επικοινωνούμε, συζητάμε μελλοντικά σχέδια και νέες φόρμουλες συνεργασίας. Με εκτιμούν όσο εκτιμώ κι εγώ εκείνους. Μου δίνουν την αγάπη τους κι αυτό με συγκινεί. Ήδη το καλοκαίρι θα κάνω μαζί με τους δύο από αυτούς, τον Βάρθη και τον Σταθούση, το τελευταίο έργο του Φεντό, «Η Λεονί σε αναμονή».
«Blink» του Φιλ Πόρτερ
Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου -Παγκουρέλη
Σκηνοθεσία: Τάσος Πυργιέρης
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Σκηνικά - Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Μαριέττα Παυλάκη
Δραματολόγος: Σέβη Ματσακίδου
Παίζουν: Παναγιώτα Βιτετζάκη, Θάνος Λέκκας
Θέατρο του Νέου Κόσμου - Κάτω Χώρος
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 21:00, Σάββατο 21:00, Κυριακή 20:00