To funkyton δεν είναι κάτι καινούργιο, έχει γίνει από τα πιο δημοφιλή χορευτικά είδη τα τελευταία χρόνια, ως baile funk ή βραζιλιάνικο funk, ένα παρακλάδι της música urbana που σαρώνει ολόκληρη την αμερικάνικη ήπειρο εδώ και δεκαετίες, από το Μαϊάμι και τη Νέα Υόρκη μέχρι την κάτω άκρη της Νότιας Αμερικής. Ως funkyton, όμως, γνωρίζει μια τεράστια άνθιση τα τελευταία τρία χρόνια και η δημοτικότητά του όλο και γιγαντώνεται και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η μουσική δεν είναι γι' αυτούς απλά διασκέδαση και τρόπος ζωής, είναι τρόπος επιβίωσης και ο κάθε καλλιτέχνης που ξεχωρίζει και καταφέρνει να βγάλει λεφτά από τα τραγούδια του πετυχαίνει κάτι παραπάνω από μία απλή επιτυχία: μέσα σε συνθήκες ανέχειας και βίας –που για έναν δυτικό είναι αδιανόητες– αυτός γίνεται ο απόλυτος σταρ (χρησιμοποιώ το αρσενικό γένος, γιατί, όπως και στο τραπ, οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι άντρες).
Στην πιο λουστραρισμένη μορφή τους έγιναν γνωστά από σούπερ-σταρ όπως ο Bad Bunny – που πρόσφατα βρέθηκε στο νο. 1 του Billboard με το νέο άλμπουμ του. Ωστόσο, σε ένα μεγάλο μέρος τους παραμένουν ακατέργαστα και αυθεντικά τραγούδια για διαμαρτυρία, πέρα από διασκέδαση και ρομάντζα.
Από τις περιθωριοποιημένες κοινότητες της Νότιας Αμερικής αυτοί οι ήχοι της αφρικάνικης διασποράς –που δημιουργούνται κυρίως από σκουρόχρωμους– εξαπλώθηκαν στις μεγάλες αμερικάνικες πόλεις και σε ένα τεράστιο κοινό εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Τα πιο πολλά είναι ερωτικά τραγούδια και πλέον, όσο περνάει ο καιρός, έχουν τη θεματολογία του τραπ.
Άλλωστε, η τραπ και η δυτική χορευτική μουσική γενικά, τα υιοθέτησε από νωρίς, ο Drake συνεργάστηκε με καλλιτέχνες της música urbana και ο Diplo άρχισε να παίζει baile funk στα πάρτι του. Στην πιο λουστραρισμένη μορφή τους έγιναν γνωστά από σούπερ-σταρ όπως ο Bad Bunny – που πρόσφατα βρέθηκε στο νο. 1 του Billboard με το νέο άλμπουμ του. Ωστόσο, σε ένα μεγάλο μέρος τους παραμένουν ακατέργαστα και αυθεντικά τραγούδια για διαμαρτυρία, πέρα από διασκέδαση και ρομάντζα. Είναι το σάουντρακ του αγώνα αλλά και της χαράς.
Σήμερα το funkyton το αποτελούν ο ήχος του Ρίο ντε Τζανέιρο και ο ήχος του Σάο Πάολο. Η παρακάτω playlist περιέχει τον ήχο του Σάο Πάολο, με μέγα-χιτ όπως το «Parado no Bailão» των MC L da Vinte και MC Gury.
«Μέχρι το τέλος των '80s η λέξη "ραπ" δεν είχε ξεκάθαρο ορισμό για τους νεαρούς μαύρους καλλιτέχνες από το Ρίο και το Σάο Πάολο. Το funk, εξάλλου, ακουγόταν σαν τη βραζιλιάνικη μορφή του ραπ, και baile ύμνοι όπως το "Rap das Armas" (Τα όπλα του rap) και "Rap da Felicidade" (Το ραπ της ευτυχίας) ήταν υπεύθυνα για αυτήν τη μετάβαση» γράφει ο Felipe Maia στο Pitchfork.
«Αυτή η ταμπέλα του "ραπ" τελικά κολλήθηκε σε χιπ χοπ καλλιτέχνες από το Σάο Πάολο, η μουσική των οποίων έκανε αναφορά στον ήχο του boom-bap και στην κοινωνική συνείδηση αμερικάνικων γκρουπ όπως οι Public Enemy. Η πόλη του Belo Horizonte ήταν το πρώτο μέρος που οι ρυθμοί του funk συνοδεύτηκαν από πολιτικούς στίχους, πίσω στο 1990. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος, ωστόσο, μέχρι τα πρώτα funk κομμάτια από το Belo Horizonte να φτάσουν στις ψηλές θέσεις στους πίνακες επιτυχιών. Αυτό έγινε το 2018 με τον MC L da Vinte και τον MC Gury που έκαναν ένα άνευ προηγουμένου χιτ, το "Parado no Bailão" ("Στέκομαι ακίνητος στο Bailão"), ένα συναισθηματικό τραγούδι για έναν έφηβο, ο οποίος απογοητευμένος από τον έρωτά του, αποφασίζει να πνίξει τον καημό του σε ένα baile funk πάρτι. Ο αναστεναγμός και το παράπονο, πάντως, είναι πιο πολύ κάτι γλυκόπικρο. Τα κρουστά του κομματιού είναι γεμάτα κενά σημεία και μαζί με τον ήχο του πνευστού που συνοδεύει τον ρυθμό δημιουργούν μία χορευτική αλλά όχι ακριβώς ανέμελη ατμόσφαιρα. Ο MC L da Vinte και MC Gury αποδεικνύουν ότι ακόμη και στην γιορτινή σκηνή του βραζιλιάνικου funk υπάρχει χώρος για καρδιοχτύπι και άλλοι καλλιτέχνες έχουν ακολουθήσει τα βήματά τους».
Αυτή είναι μια επιλογή από το πιο λαϊκό είδος αυτήν τη στιγμή στη Νότια Αμερική:
σχόλια