ΜΕΓΑΛΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, εφαλτήριο για σημαντικές καριέρες αλλά και ιδεώδης χώρος επιβίωσης για τους συνθέτες, ο ελληνικός κινηματογράφος της πιο παραγωγικής του περιόδου, δηλαδή ολόκληρης της δεκαετίας του '60, κρύβει έναν ανεξάντλητο θησαυρό από μουσικές και τραγούδια, τις περισσότερες φορές υψηλότερης καλλιτεχνικής ποιότητας από τις ίδιες τις ταινίες που τα φιλοξενούσαν.
Ο Μίμης Πλέσσας όχι μόνο δεν έχει αποκηρύξει τις συνθέσεις που δημιούργησε για το σινεμά αλλά ανέκαθεν τις τοποθετούσε στη σωστή τους θέση και όχι άδικα: με 111 σάουντρακ στο ενεργητικό του, είναι ίσως ο πλέον ολοκληρωμένος συνθέτης, έχοντας καλύψει όλα ανεξαιρέτως τα είδη, από το μιούζικαλ και την κωμωδία μέχρι τον ψυχολογικό τρόμο και τα βουκολικά δράματα, περνώντας από απαιτητικές δουλειές, όπως ο «Ορέστης» του Βασίλη Φωτόπουλου, και χρησιμοποιώντας πληθώρα ηχοχρωμάτων και τεχνοτροπιών.
Έχοντας την άνεση να γράψει λαϊκότροπα τραγούδια και δυτική μουσική με δεξιοτεχνία αξιοθαύμαστη, αν αναλογιστεί κάποιος πως ήταν αυτοδίδακτος, εφάρμοσε τα τζαζ ακούσματα και τις παραστάσεις από την αμερικανική ποπ που έζησε στο εξωτερικό σε ταινίες που είχαν πολλαπλές ανάγκες, κοσμοπολίτικες ή στενά ελληνικές, μεγάλα διαστήματα για συνοδευτική μουσική ή σύντομα γεμίσματα, επένδυση ακριβείας και ατμοσφαιρικού τονισμού, αλλά και τραγούδια προσαρμοσμένα σε ηθοποιούς που δεν ήταν κατ' ανάγκη έμπειροι τραγουδιστές.
Με δύο ακόμα σάουντρακ, πάντα με έμφαση στο groove της εποχής, σε τζαζίστικους ήχους και απρόσμενες δόσεις εξωτισμού, που περιλαμβάνουν τη μουσική υπόκρουση για τις ταινίες «Οι Κληρονόμοι», «Ξυπόλυτος Πρίγκηψ», «Νύχτες στο Μιραμάρε» (η πιο άγνωστη απ' όλες, με θαυμάσια μουσική ωστόσο), «Ο Ψεύτης», «Αχ! Αυτή η γυναίκα μου», «Κάτι κουρασμένα παλληκάρια» και «Ξύπνα Βασίλη», στην ολοκληρωμένη τους μορφή (είχαν κυκλοφορήσει θέματα παλιότερα σε CD), αυτήν τη φορά αποκλειστικά σε βινύλιο, συμπληρώνεται το καλόγουστο και πολύτιμο αφιέρωμα της B-Other Side Records που συμβάλλει σε μια ορθότερη και πληρέστερη δισκογραφική εικόνα του 95χρονου Πλέσσα στον χώρο που υπηρέτησε με ζήλο ‒ όμοιό του συναντάμε μόνο στις περιπτώσεις του Κώστα Καπνίση και του Γιώργου Κατσαρού.
Αυτά τα πράγματα πρέπει να τα σώσουμε, να τα ψηφιοποιήσουμε και να τα βάλουμε σε κάποιο μουσείο για να δείχνουμε εμείς, οι του κακού εμπορικού κινηματογράφου, τι ακριβώς καταφέραμε.
Σε μια κουβέντα που είχαμε πριν από αρκετά χρόνια, ο Έλληνας συνθέτης παρέθεσε μερικές από τις χαρακτηριστικές του στιγμές στη διαμόρφωση του ήχου του μέσα από τις μουσικές υποκρούσεις και τα τραγούδια του.
«Όταν πετυχαίνεις σε κάτι, σε κατηγοριοποιούν. Μετά τον "Εφιάλτη" του Ερρίκου Ανδρέου, αμέσως όλοι είπαν ότι αυτός είναι για ταινίες τρόμου. Το ίδιο και με τις κωμωδίες. Ή, για παράδειγμα, μετά την ταινία "Ένας μεγάλος έρωτας", είπαν πως αυτός κάνει μόνο για δράματα. Και τελικά έρχεται κάποιος που έχει καταλάβει πως όλα αυτά δεν είναι τυχαία και μου ζητάει να κάνει το "Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω", με το οποίο και βραβεύομαι. Ήταν η πρώτη φορά που έγραφα και έπρεπε να αποδείξω ότι μπορώ να υπάρξω σε ένα αλλιώτικο είδος.
Το συγκλονιστικό ήταν ότι ο Φοίβος Μαστρογιαννάκης με πλησίασε και μου είπε: "Όταν μπορείς με τρία όργανα να δίνεις αυτήν τη μαγεία, γιατί επιμένεις να χρησιμοποιείς μεγάλες ορχήστρες; Τι θέλεις να αποδείξεις; Η νίκη δεν χρειάζεται το ντύμα που πας να της δώσεις". Αυτό δεν το ξέχασα και όταν έκανα το "Το χώμα βάφτηκε κόκκινο", χάρη στο οποίο και βραβεύτηκα διεθνώς, κράτησα τη συμβουλή του και όταν έγραψα και ηχογραφούσα τον "Αστραπόγιαννο", με τον οποίον, αν θέλεις, έκλεισα την τριλογία του κάμπου και του βουνού και έφτασα στο απόγειο, είχα στην τσέπη μου τον στίχο του Τάσου Λειβαδίτη "και πού να ρίξω τον μεγάλο μου καημό, όπου θ' ανοίξει η γης και θα ραΐσουν τα βουνά". Αλλά, βλέπεις, κάθε πράγμα είχε τη δική του στιγμή.
Το χώμα βάφτηκε κόκκινο
Είχα τη χαρά να ζήσω στην Αμερική και να δω θέατρο και μιούζικαλ, αλλά και εξαιρετικές παραστάσεις, όπως στο Off Broadway το "West Side Story" σε black show με την υπογραφή του Κουίνσι Τζόουνς, και κατάλαβα πως το "φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας" δεν ισχύει μόνο για τους προγόνους μας, διότι και οι ταλαντούχοι σημερινοί έπαιρναν δυο κουρέλια και δυο φώτα, με πολλή φαντασία, και πάντα με τη σωστή μουσική, που ήταν κατά κάποιον τρόπο ο ιχνηλάτης.
Από τη στιγμή που ο σκηνοθέτης μού έλεγε πως θέλει ένα τσιγγάνικο νούμερο με τη Μάρθα Καραγιάννη τσιγγάνα και τον Κώστα Βουτσά βιολιστή, εγώ έπρεπε να δώσω όλη μου τη φαντασία για να γυριστεί αυτό. Και, βέβαια, πού να φοβάσαι όταν έχεις τον πατέρα της Αλέκας Κανελλίδου, που έπαιζε καταπληκτικό βιολί, ή στο σαντούρι είχες τον Τάσο Διακογιώργη, τον "Πάσο και πάσης Ελλάδος", όπως τον αποκαλούσαμε.
Γενικά, μπορώ να πω πως οι Έλληνες μουσικοί έκαναν πράγματα που ακούγονται ακόμη. Υπάρχουν έργα, όπως το "Μια τρελλή τρελλή οικογένεια" και το "Τρεις κούκλες κι εγώ", που ήταν κρυπτο-μιούζικαλ, αλλά δεν το έλεγαν, γιατί θα έπρεπε ο συνθέτης να πάρει περισσότερα χρήματα. Σκεφτείτε την ιδέα του σκηνοθέτη Ντίνου Δημόπουλου, που θέλει να πάει στη Βενετία να κάνει το φινάλε στο "Μια τρελλή τρελλή οικογένεια": βάζουμε τον Γιάννη Βογιατζή να τραγουδά στα ιταλικά το "Η πρώτη μας νύχτα" και φτιάχνουμε μια βενετσιάνικη σουίτα, κατά την οποία επί ένα λεπτό και είκοσι δευτερόλεπτα χορεύει τον αιώνιο χορό του σκελετού ο Γιάννης Φλερύ.
Αυτά τα πράγματα πρέπει να τα σώσουμε, να τα ψηφιοποιήσουμε και να τα βάλουμε σε κάποιο μουσείο για να δείχνουμε εμείς, οι του κακού εμπορικού κινηματογράφου, τι ακριβώς καταφέραμε. Και δεν είναι το μόνο, γιατί έπειτα είχαμε κάποιους που πηδούσαν φωτιές, όπως έκαναν στα παλάτια την εποχή εκείνη. Όταν, όμως, έχεις το βλέμμα του Παπαγιαννόπουλου, έχεις τη Μαίρη Αρώνη, που κάνει την αφελή και την τρελή, αποδεικνύοντας πόσο μεγάλη ηθοποιός είναι, και από την άλλη την Καρέζη και τον Αλεξανδράκη να ερωτεύονται στη Βενετία, οφείλεις να γράψεις ένα ερωτικό βαλς. Κι όμως, η συγκεκριμένη σουίτα στέκει ξεχωριστά και τη δείχνουν μόνη της, σαν αυτόνομο απόσπασμα.
Ο Γιάννης Βογιατζής τραγουδάει «Sul Mare» στην ταινία «Μια τρελλή τρελλή οικογένεια»
Όταν έκανα το "Καλημέρα Αθήνα", με τον Κούρκουλο να τραγουδά μια μπαλάντα, τον Οικονομίδη και τον αμίμητο Ντίνο Ηλιόπουλο, γράψαμε σε μεγαλύτερο στούντιο και βάλαμε μεγαλύτερες ορχήστρες. Δεν άφησα την ευκαιρία να πάει χαμένη και έκανα μια τετραλογία με τον Γιάννη Φλερύ. Κάποιοι υποψιάστηκαν τι πήγα να κάνω, με φωνάζει ο Φίνος και μου ζητάει να του κάνω μια χάρη. Μας συνέδεε φιλία, γιατί μιλούσαμε για φυσική και μαθηματικά. Μου λέει, λοιπόν, να γράψω ένα μιούζικαλ. "Για χάρη μου το ζητάς; Εγώ περίμενα την ευλογημένη στιγμή που θα μου το ζητούσες!". "Ναι", μου λέει, "αλλά δεν θα γράψεις εσύ, Μίμη, τα τραγούδια, γιατί είσαι πολύ μοντέρνος. Θα διαλέξουμε τραγούδια από άλλους συναδέλφους κι εσύ θα πάρεις τα θέματα και θα ολοκληρώσεις το μιούζικαλ για τον κινηματογράφο". Σπάραξε η καρδιά μου, αλλά επειδή ήταν πολύ ευθύς άνθρωπος, δέχτηκα να το κάνω γιατί του το χρωστούσα.
Του ζήτησα, ωστόσο, κι εγώ μια χάρη, να το δώσουν στον Μικέ Δαμαλά, τον ηχολήπτη, και να γράψω κι εγώ ένα και, χωρίς να ξέρει ποιο είναι ποιου, να διαλέξει. Τα ακούει ο Φίνος και παρακαλεί τον Δαμαλά να μη μου μεταφέρει τη γνώμη του για να μη στενοχωρηθώ. Τελικά, δεν κατάλαβε πως είχε διαλέξει το δικό μου, το "Η πρώτη μας νύχτα". Αυτή ήταν η πρώτη μου νίκη στον τραγουδιστικό χώρο, οπότε αποδείχτηκε πως το να γράφω απλώς μελωδικότερα ίσως δεν ήταν για μένα το ζητούμενο, αλλά αν ήταν για το καλό της ταινίας, δεν είχα το δικαίωμα ούτε να αρνηθώ ούτε να αποτύχω.
Η απάντηση ήρθε την επόμενη χρονιά με το "Ένας ουρανός μ' αστέρια". Το λέει ο Γιάννης Βογιατζής. Περνάνε τα χρόνια και βρίσκομαι μπροστά σε ένα ξένο δημοσίευμα που περιλαμβάνει τις 100 καλύτερες μπαλάντες του προηγούμενου αιώνα. Και το "Ένας ουρανός" βρίσκεται στο No32. Αντί να θυμώσω, που δεν είχε το όνομά μου, τηλεφωνώ στον Γιάννη, του το λέω και μου απαντά, σιγά τ' αυγά. "Σιγά τ' αυγά, όταν η "Μισέλ" των Beatles είναι στο Νο50;" και του το κλείνω. Μετά μου ζήτησε συγγνώμη γιατί νόμιζε πως του έκανα πλάκα».
Ένας ουρανός μ' αστέρια - Γιάννης Βογιατζής & Μάρθα Καραγιάννη στην ταινία «Ραντεβού στον αέρα»
σχόλια