Ως παιδί ο πατέρας του τον έπαιρνε στο στούντιο ηχογραφήσεων της εταιρείας που φέρει το όνομα του παππού του και του ίδιου, για να μαθαίνει τη δουλειά. Έτσι, ήταν παρών, πίσω από το προστατευτικό γυαλί, στην ηχογράφηση τραγουδιών που έμειναν στη μνήμη όλων μας και στη μουσική ιστορία της Ελλάδας. Με κάποιους από εκείνους τους καλλιτέχνες αρκετά χρόνια αργότερα θα συνεργαζόταν σε δικά του μουσικά έργα ως συνθέτης.
Το ελληνικό κοινό τον γνώρισε μέσα από τραγούδια του Νταλάρα, της Αλεξίου, του Μητροπάνου, του Πάριου αλλά και της Βελεσιώτου, της Ζουγανέλη και πολλών άλλων. Παράλληλα, έχει γράψει μουσική για θέατρο, χορό, βουβό σινεμά, ταινίες σημαντικών σκηνοθετών, επιτυχίες όπως το τηλεοπτικό «Νησί» ή η «Ευτυχία».
Όλα αυτά, περισσότερο ή λιγότερο γνωστά, θα τα ακούσουμε στη μεγάλη συναυλία που ετοιμάζει στο Ηρώδειο, η οποία στάθηκε αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.
— Πόσο βαρύ είναι να έχεις το όνομα ενός ανθρώπου που αποτελεί για τη σύγχρονη Ελλάδα brand name, τον οποίο φαντάζομαι ότι δεν πρόλαβες να γνωρίσεις;
Δεν τον γνώρισα, αλλά είναι σαν να τον ξέρω από τις διηγήσεις ανθρώπων που τον έζησαν και που πάντα μου έλεγαν «εσύ μοιάζεις του παππού σου». Τον έχω γνωρίσει περισσότερο από αφηγήσεις, από φωτογραφίες και από τους στίχους του. Ήταν ένας άνθρωπος διχασμένος ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και το εμπόριο. Ο πατέρας μου λέει ότι έγερνε περισσότερο προς την καλλιτεχνική του φύση. Ωστόσο ήταν ένας άνθρωπος πανέξυπνος, δραστήριος, μάγκας. Κρατούσε τον λόγο του, είχε όλες τις αξίες και τις αρχές που είχαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή. Οι άλλοι τον σεβόντουσαν.
«Πιστεύω ότι έχω φτάσει σε μια φάση ωριμότητας και ότι έχω βρει μια μουσική γλώσσα. Πιστεύω ότι αυτό είναι το ζητούμενο για έναν συνθέτη, να βρει τη γλώσσα του και να τη χειρίζεται ωραία. Να είναι αναγνωρίσιμη».
— Αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά που τον έφεραν κοντά στους ρεμπέτες;
Ενώ είχε πολύ καλή επαφή με το τραγούδι της οπερέτας, όπως με τον Χατζηαποστόλου, οι ρεμπέτες της εποχής τον πλησίασαν γιατί ένιωσαν ότι βρήκαν κάποια φιλική επαφή. Πάντως, όταν ο Χατζηαποστόλου είδε τον Βαμβακάρη να μπαίνει στο γραφείο του παππού με την τραγιάσκα και τον μπαγλαμά, του είπε: «Αν ηχογραφήσεις αυτά τα σκουπίδια, εμένα δεν θα με ξαναδείς στην Odeon». Τότε εκείνος του είπε την περίφημη ατάκα: «Όπως δεν ανακατεύομαι εγώ στις παρτιτούρες σου, έτσι δεν θα ανακατεύεσαι κι εσύ στη δική μου δουλειά».
— Τι έγινε τελικά;
Ηχογράφησε τον Βαμβακάρη καθώς και όλους τους ρεμπέτες και δημιουργούς της εποχής. Ευτυχώς, γιατί έσωσε όλα αυτά τα διαμάντια. Φυσικά ο Χατζηαποστόλου έφυγε.
— Έτσι κι εσύ μπορείς να συνδυάζεις το τραγούδι που απευθύνεται σε όλους και το θέατρο που έχει περιορισμένο κοινό.
Το τραγούδι είναι ουσιαστικά η πρώτη μου επαφή. Θεωρώ ότι έχει κάποιους άγραφους νόμους, σαν ένα παιχνίδι με ωραίους κανόνες τους οποίους πρέπει να ακολουθήσεις ώστε να γίνει ένα τραγούδι που να έχει έμπνευση, αλήθεια και τεχνική. Όταν όμως ανακάλυψα τους ήχους της ορχήστρας, τους οποίους δεν μπορείς να συμπεριλάβεις σε ένα τραγούδι, γιατί δεν είμαστε στην εποχή που έγραφαν λιντ, τα οποία συμπεριλάμβαναν συμφωνικό ήχο, θέλησα να γράψω μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο. Έτσι μπόρεσα να οδηγήσω τη φαντασία μου και τη δημιουργικότητά μου σε άλλες, μεγαλύτερες φόρμες, που δεν μπορούσα να τις βάλω στο τραγούδι.
— Φαντάζομαι ότι υπήρχε και μια έμφυτη αγάπη για το θέαμα, τη μεγάλη αφήγηση.
Ναι, ισχύει. Είναι και η διάθεσή μου για συνεργασία με διαφορετικές τέχνες. Σίγουρα έχω μια καλή αίσθηση της δραματουργίας, μου το λένε, αλλά το ξέρω κι εγώ ο ίδιος. Γιατί για να κάνεις μουσική για μια κινηματογραφική σκηνή πρέπει να ξέρεις την αφήγηση. Είναι κάτι, λοιπόν, που το ξέρω, με συγκινεί, το αγαπάω.
— Θυμάσαι ως έφηβος ποιες μουσικές από τον κινηματογράφο αγάπησες;
Οι ταινίες που με σημάδεψαν στην εφηβεία μου ήταν το «Στενές επαφές τρίτου τύπου», το «Star Wars», ο «Νονός», αλλά και το θέαμα όταν είδα στο Λονδίνο τον «Βιολιστή στη στέγη».
— Αυτό ίσως συνδέεται με τη ρωμανιωτική καταγωγή σου. Πόση σημασία είχε για σένα μεγαλώνοντας;
Υπάρχει σίγουρα στο DNA μου. Ό,τι αυτό σημαίνει. Μουσικά έχει ενδιαφέρον. Εγώ καταρχήν θεωρώ ότι είμαι Σεφαραδίτης, καθώς η γιαγιά μου ήταν από τη Βέροια.
— Οπότε βαραίνει αυτή η πλευρά μέσα σου;
Νομίζω ναι.
— Αποτυπώθηκε στον παππού και στον πατέρα σου η απειλή του ναζισμού;
Στον πατέρα μου ναι, σε εμένα όχι. Αυτό που ήθελα να σου πω σχετικά με τη μουσική είναι ότι στη λεκάνη της Μεσογείου όλα αυτά συνδέονται και είναι ένα πράγμα. Γι’ αυτό ακούς το τραγούδι «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» στα σεφαραδίτικα ενώ είναι ελληνικό. Σου δίνω ένα παράδειγμα, γιατί όλα αυτά τρέχουν στις φλέβες μου και είναι ένα ωραίο κράμα. Δεν ξέρω από πού προήλθαν όλοι αυτοί οι ρυθμοί και οι μουσικές, αλλά εμένα μου βγαίνουν από παιδάκι με έναν τρόπο φυσιολογικό, χωρίς να έχω ζήσει ούτε στην ύπαιθρο, ούτε με τους ρεμπέτες. Μου βγαίνει αβίαστα.
Μίνως Μάτσας • Αριστοφάνη | Όρνιθες
— Η οικογένεια πέρασε περιπέτειες;
Βέβαια, ο πατέρας μου τα έχει πει πολλές φορές. Καταστραφήκανε, σωθήκανε, ξαναγεννηθήκανε για να υπάρχουμε εμείς σήμερα.
— Εσύ έχεις νιώσει ρατσισμό απέναντι στην εβραϊκή σου ταυτότητα;
Προφανώς υπάρχει ρατσισμός. Μπες σε ένα ταξί και πες ότι είσαι Εβραίος και δες τι απάντηση θα πάρεις. Νομίζω ότι 8 στους 10 θα κάνουν ένα ρατσιστικό σχόλιο. Αλλά για κάποιον λόγο, ενώ δεν έχω μεγαλώσει σε θρησκευόμενο περιβάλλον, πηγαίνουμε στη Συναγωγή δύο φορές τον χρόνο, όπως οι φίλοι μας πηγαίνουν Πάσχα και Χριστούγεννα στην εκκλησία. Παρεμπιπτόντως πηγαίνω κι εγώ μαζί τους. Δεν αισθάνομαι ότι η θρησκεία με καθορίζει ως ύπαρξη. Προφανώς είναι μέσα στο DNA μου, προφανώς είμαι συνδεδεμένος με παραδόσεις, αλλά είμαι Έλληνας και ζω σε μια χώρα με πολύ πλούσιες παραδόσεις, και οι παραδόσεις που έχουν να κάνουν με τη θρησκεία μου είναι ένα κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ. Αλλά φυσικά και δεν ανέχομαι και θα αντιδράσω σε κάποιον που θα πει ότι το Ολοκαύτωμα δεν υπήρξε. Προφανώς ανατριχιάζω, αντιδρώ και απαντώ στις εκδηλώσεις φασισμού, αλλά νομίζω ότι κι εσύ αντιδράς, όπως όλοι μου οι φίλοι.
— Από την άλλη, η οικογένειά σου είναι θεματοφύλακας της ελληνικής μουσικής κληρονομιάς του 20ού αιώνα. Ο παππούς με τα ρεμπέτικα και ο πατέρας με ό,τι ακούστηκε από τη δεκαετία του ’70 ως σήμερα.
Ισχύει. Είναι και το brand name, γιατί μετά τις Odeon και Parlophone, η εταιρεία λεγόταν «Μίνως Μάτσας και υιός». Κληρονόμησα το brand και υπάρχουν πολλές αστείες ιστορίες σχετικά. Η αλήθεια είναι ότι η οικογένειά μου ευθύνεται για το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής μουσικής του 20ού αιώνα.
— Το τραγούδι είναι μαζικό, διαταξικό, η συλλογική συνείδηση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Εσύ είχες την πολυτέλεια να είσαι παρών εν τη γενέσει τους, αλλά αυτό σου στέρησε την έκπληξη της ανακάλυψης των τραγουδιών αυτών. Ίσως είναι ο λόγος που ήσουν έτοιμος συνθέτης πριν καν το καταλάβεις ο ίδιος.
Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, αλλά έχεις πάρα πολύ δίκιο. Είναι ακριβώς έτσι. Έχασα κάτι, αλλά κέρδισα κάτι άλλο. Επειδή ήμουν παρών την ώρα που γεννιόντουσαν, ήμουν έτοιμος σε νεαρή ηλικία γι’ αυτό που ακολούθησε. Μέσα μου δεν είχα την εναλλακτική να κάνω κάτι άλλο. Ήξερα ότι αυτό θα έκανα.
— Έχεις πει βέβαια ότι και μόνο που έφερες το όνομα του παππού σου είχες συστολή να παραδεχτείς ότι θέλεις να γράψεις τραγούδια, πόσο μάλλον να τα δείξεις και να περιμένεις κριτική.
Ήταν η προσωπική μου ανασφάλεια και απέναντι στο ότι με προόριζαν για να διευθύνω την εταιρεία. Αισθανόμουν ότι έπρεπε να είμαι πολύ καλός σε αυτό που ήθελα να κάνω κι αυτό με προστάτευσε από διάφορες ανοησίες που είναι φυσικό να κάνει κάποιος. Εγώ ήμουν πιο προσεκτικός.
— Σπούδασες Νομική. Σου το επέβαλαν;
Όχι, στη Νομική πήγα από την καθαρά ρομαντική αντίληψη που βλέπουμε στις ταινίες, ότι ο δικηγόρος υπερασπίζεται τον αθώο. Από αυτό και μόνο. Από τα δικαστικά δράματα. Βέβαια, πρέπει να σου πω ότι αποφοίτησα με 8! Ταιριάζει στη ρομαντική μου φύση, όπως και η άποψη ότι με τη μουσική εγώ θα αλλάξω τον κόσμο. Ότι θα τον κάνω πιο όμορφο. Το ίδιο και αν υπερασπιστώ τον αθώο. Βέβαια, μου έκανε καλό στον εγκέφαλο γιατί μου έβαλε μια τάξη.
— Έφυγες για τη Νέα Υόρκη και το Τζούλιαρντ. Τι σπούδασες εκεί;
Πήγα για να σπουδάσω σύνθεση. Όταν έφυγα, είχα ήδη αρχίσει να δουλεύω, να γράφω τραγούδια και να κάνω επιτυχίες, όπως το «Καράβια βγήκαν στη στεριά», έκανα μια παράσταση χορού με την Έρση Πίττα στο Εθνικό Θέατρο, ταινίες. Έγραψα τη μουσική για μια βουβή ταινία του Παμπστ στο φεστιβάλ της «Ελευθεροτυπίας» με ζωντανή ορχήστρα και για μια κωμωδία, το «Η αγάπη είναι ελέφαντας». Είχα μια πολύ ωραία εμπειρία δουλειάς, αποδοχή από συνεργάτες, και ρωτάω τον δάσκαλό μου, Χρήστο Ζερμπίνο, αν αξίζει τον κόπο να πάω στην Αμερική. Και μου λέει «μην το σκέφτεσαι, τρέχα». Παρεμπιπτόντως, θα παίξουμε μαζί στη συναυλία του Ηρωδείου, είναι από τους μεγαλύτερους συνθέτες και σολίστ του ακορντεόν.
— Ο πρώτος σου δίσκος ήταν με τον Νταλάρα, τον οποίο έβλεπες σπίτι σας από παιδί. Αυτό κι αν είναι εύνοια της τύχης.
Από τη Χαρούλα μέχρι τη Γαλάνη, τον Πάριο και τον Νταλάρα, τους βλέπω σαν συγγενείς. Έχω την τύχη να έχω κάνει έστω και ένα τραγούδι με όλους αυτούς.
— Πώς ήταν η εμπειρία της Νέας Υόρκης τελικά;
Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα να φύγω. Οι εμπειρίες μου που ξεκίνησαν από τη Νέα Υόρκη και συνέχισαν στο Λος Άντζελες –έφυγα για 2 χρόνια και τελικά έγιναν 15− ήταν ένα ταξίδι προς τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη δουλειά, τους ανθρώπους, αλλά κυρίως ένα ταξίδι κατά τη διάρκεια του οποίου έμαθα τον εαυτό μου. Θα μου πεις, πού αλλού θα μάθαινα πώς κάνεις τη μουσική μιας κινηματογραφικής σκηνής, αλλά αυτά είναι τεχνικά, τα μαθαίνεις. Νομίζω ότι μπορεί να πλούτισα μουσικά, αλλά αποφάσισα κάποια στιγμή συνειδητά να επιστρέψω στην Ελλάδα, με τις μικρότερες δυνατότητες που έχει να προσφέρει, γιατί ένιωσα ότι εδώ θα ήμουν πιο ευτυχής.
— Συνολικά τι σου πρόσφεραν τα 15 χρόνια της Αμερικής;
Απέκτησα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Τα ακούσματά μου, προφανώς από αυτά που είδα και άκουσα και από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα, άνοιξαν πάρα πολύ τους ορίζοντές μου. Έκανα μουσική για αρκετές ανεξάρτητες ταινίες, όχι σημαντικές, κάποια B-movies, παραστάσεις σύγχρονου χορού, έπαιξαν την κινηματογραφική μου μουσική στο Alice Tully Hall και στη Metropolitan Opera στο Lincoln Center. Κυρίως αυτά τα χρόνια μού έμαθαν τι σημαίνει ουσιαστική συνεργασία. Νομίζω ότι δεν το είχα μάθει μέχρι τότε. Το τι σημαίνει «συνεργάζομαι» στην Ελλάδα δεν το ήξερα. Αυτό ήταν πολύ καθοριστικό. Γιατί σε μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι πάρα πολύ δύσκολο να συνεργαστείς με τους συμπατριώτες σου. Όταν άρχισα να δουλεύω για το «Νησί» το 2010, ήμουν ακόμα στο Λος Άντζελες. Ακολούθησαν κάποιες παραστάσεις για την Επίδαυρο και συνειδητοποίησα ότι προτιμώ να είμαι σε ελληνικό έδαφος. Το turning point ήταν οι «Όρνιθες» στην Επίδαυρο.
Μίνως Μάτσας, Γιάννης Πάριος - Πες Μου Που Είσαι
— Τι ένιωσες που σε έκανε να αλλάξεις ρότα;
Την ενέργεια αυτού του θεάτρου, που είναι συγκλονιστική. Είναι μοναδική εμπειρία να δουλεύεις μέσα σε αυτό, εντελώς διαφορετική από το να είσαι θεατής. Άρχισε να με τρώει μέσα μου και σε 4-5 χρόνια είπα «δεν έχω κανέναν λόγο να μην είμαι εδώ». Άρχισα να περνάω όλο και περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα το ’15 να μετακομίσω οριστικά.
— Έχεις πει ότι σεβόσουν τόσο τους «Όρνιθες» του Χατζιδάκι ώστε σχεδόν μετάνιωσες που δέχτηκες την πρόταση του Χατζάκη να γράψεις μουσική για την παράστασή του.
Όχι απλώς σεβόμουν, ήταν από τα πιο αγαπημένα μου έργα του Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις έχει ασκήσει επάνω μου τη μεγαλύτερη επιρροή που μπορεί να ασκήσει κάποιος. Τουλάχιστον για τα ελληνικά μουσικά πράγματα και σε σχέση με τη φιλοσοφία ζωής. Είπα, αφελώς, αμέσως ναι και αναμετρήθηκα με ένα άκρως ποιητικό έργο, το οποίο θεωρώ ότι άλλαξε την αίσθησή μου για τα πράγματα. Στο σχολείο αγαπούσα πάρα πολύ τα αρχαία ελληνικά και όλη την ποίηση, αλλά όταν ήρθα σε επαφή μαζί τους ως ενήλικας, αποτέλεσε κομβικό σημείο για εμένα.
— Έχεις βιώσει ποτέ την αποτυχία;
Κοίταξε, τα πρώτα μου τραγούδια λέγονταν «Χίλιες και μια νύχτες». Μου είχε δώσει ο στιχουργός Άκος Δασκαλόπουλος τους επτά τόμους του βιβλίου και όταν τους διάβασα είπα «έλα να κάνουμε τραγούδια εμπνευσμένα από αυτούς». Παράλλαξα μάλιστα τον μύθο, που τον αφηγείται ανάμεσα στα τραγούδια ο Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος, και πίστευα ότι θα άλλαζα τον κόσμο με αυτό. Ο κόσμος δεν άλλαξε προφανώς, αλλά με τον κύκλο αυτό πέτυχα κάτι που εγώ οραματίστηκα ως λαϊκό τραγούδι χωρίς λαϊκά όργανα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 δεν υπήρχε ο όρος «έθνικ». Σκεφτόμουν τι ωραία που θα ήταν να πάρουμε από την παράδοση κάποια όμορφα όργανα, λ.χ. αντί μπουζούκι να βάλω ούτι ή κανονάκι −ήταν η εποχή του hard core σκυλάδικου−, και έφτιαξα έναν ήχο χωρίς να ξέρω πραγματικά τι ήταν. Έμπλεξα και πολλά ηλεκτρονικά με πολύ καλό γούστο, διαισθητικά. Ο μόνος που είχε κάνει κάποια πετυχημένα πειράματα στο παρελθόν με τον δικό του τρόπο ήταν ο Μαρκόπουλος. Εγώ το έκανα από ανάγκη, για να αποφύγουμε τον ήχο του σκυλάδικου. Αν και θεωρώ ότι ήταν σημαντικό, δεν είχε επιτυχία. Από άποψη πωλήσεων, ήταν αποτυχία. Ερμηνεύτρια ήταν η Αθηνά Μόραλη, ένα ταλαντούχο κορίτσι με πολύ γοητευτική φωνή.
— Μέσα σου όμως έχεις νιώσει ποτέ αποτυχία;
Έχω κάνει μια δουλειά με τη Σωτηρία Λεονάρδου που από τα 15 τραγούδια τα 10 ήταν ακατάλληλα γι’ αυτήν. Προφανώς, μερικώς απέτυχα.
— Δέχεσαι την ειλικρινή κριτική από κάποιον που εμπιστεύεσαι;
Δεν υπάρχει.
— Γιατί;
Δεν ξέρω, θα ήθελα να υπάρχει. Ακούω τη γνώμη του πατέρα μου, αλλά δεν με καθορίζει.
— Έχεις καταλήξει ποιο έργο σου αγαπάς περισσότερο;
Υπάρχουν πράγματα για τα οποία είμαι πολύ περήφανος, δεν μπορώ να σου πω μόνο ένα. Ίσως είναι νωρίς για να το πω. Κάθε φορά που ξεκινάω κάτι είμαι τόσο ενθουσιώδης, σαν να το κάνω από την αρχή. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά είναι αυτό που με τροφοδοτεί. Δεν νιώθω ότι έχω φτάσει σε ένα peak. Πιστεύω ότι έχω φτάσει σε μια φάση ωριμότητας και ότι έχω βρει μια μουσική γλώσσα. Πιστεύω ότι αυτό είναι το ζητούμενο για έναν συνθέτη, να βρει τη γλώσσα του και να τη χειρίζεται ωραία. Να είναι αναγνωρίσιμη. Αυτό το έχω πετύχει, δηλαδή με τις πρώτες νότες αναγνωρίζει ο άλλος ότι το έχει γράψει ο Μάτσας. Αυτό είναι το peak για έναν συνθέτη κατά τη γνώμη μου.
— Πώς αισθάνεσαι για τη μουσική παραγωγή της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, δεδομένου ότι τα έχει αλλάξει όλα το ίντερνετ και έχει σχεδόν καταργηθεί η δισκογραφία; Και ας μην ξεχνάμε ότι οι νέοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες κρίνονται όχι στο πάλκο αλλά μέσα από talent show.
Θεωρώ ότι είναι καθολικό το φαινόμενο, δεν αφορά μόνο τη μουσική. Εμφανίζονται διάττοντες αστέρες που εναλλάσσονται με τον επόμενο, και σίγουρα δεν υπάρχουν τα πρότυπα των μεγάλων καλλιτεχνών, όπως εκείνα του παλιού κόσμου. Υπάρχει μια ταχύτητα στο να γίνεται κάτι και στο να αντικαθίσταται. Πόσο μου αρέσει ή δεν μου αρέσει αυτό; Το έχω αποδεχτεί. Προφανώς δεν ανήκω σε αυτήν τη γενιά, αλλά το βλέπω με ενδιαφέρον. Ακούω πράγματα που με ενδιαφέρουν, άλλα μου αρέσουν κι άλλα δεν μου αρέσουν. Η μουσική και το τραγούδι έχουν τελείως άλλη θέση στον νέο κόσμο.
— Θεωρείς ότι τα παλιότερα είδη μουσικής δεν αφορούν τους εικοσάρηδες;
Τους αφορά η μουσική και το τραγούδι, αλλά ακόμα και όσοι γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’80 συνέδεαν τη μουσική με ένα προϊόν. Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει υλικός φορέας, υπάρχει άυλος φορέας. Δεν υπάρχει η μουσική που την παίρνεις και γεμίζεις το σπίτι σου με αυτήν. Την έχεις στο τηλέφωνό σου, στον υπολογιστή σου, την αποθηκεύεις και την εναλλάσσεις. Είναι εντελώς άλλη η διάδραση. Γι’ αυτό η μουσική δεν δημιουργεί καμία ταυτότητα, πιστεύω. Εγώ ανήκω στη γενιά που μας ένωνε η μουσική με τους άλλους.
— Περιγράφεις τη μουσική όπως στον τίτλο της συναυλίας που ετοιμάζεις: «Αθέατη μέσα μας».
Είναι από την «Ελένη» του Ελύτη. Ένα ποίημα που αγαπώ ιδιαίτερα.
— Ωστόσο, δεν ενώνει χιλιάδες ανθρώπους υπογείως που ζουν στον ίδιο τόπο; Φυσικά υπάρχουν και μουσικές που αγγίζουν ολόκληρο τον πλανήτη.
Εγώ δεν μπορώ να αλλάξω τη σχέση μου με τη μουσική, αυτή είναι. Παρ’ όλα αυτά, βλέπω με πολύ ενδιαφέρον το πού πηγαίνει. Με ενδιαφέρει και με απασχολεί ποια είναι η σχέση των πιτσιρικάδων με τη μουσική και το τραγούδι.
— Η συναυλία που ετοιμάζεις θα συγκεντρώνει τις καλύτερές σου στιγμές;
Συγκεντρώνει τις χαρακτηριστικότερες στιγμές μου. Ολοκληρωμένα μουσικά θέματα από σινεμά, τηλεόραση, θέατρο. Κάποια που αγαπάω και θεωρώ όμορφα και ευχάριστα, ώστε να ακουστούν με την ορχήστρα της ΕΡΤ με διευθυντή τον Μίλτο Λογιάδη ταυτόχρονα με 15 τραγούδια που ταιριάζουνε. Θα ακουστούν με έναν άλλο τρόπο χάρη σε ενορχηστρωτές με τους οποίους δουλέψαμε πολλούς μήνες μαζί. Ο Γιώργος Νταλάρας θα τα τραγουδήσει πρώτη φορά ζωντανά μαζί μου. Αλλά και η Ελεωνόρα Ζουγανέλη θα ερμηνεύσει τα καλύτερα τραγούδια που έχουμε ηχογραφήσει, με ένα τελείως διαφορετικό ηχόχρωμα.
— Στην ταινία «Ευτυχία» υπογράφεις την ενορχήστρωση των παλιότερων τραγουδιών. Πώς ήταν αυτό;
Για την «Ευτυχία» που αγαπάω πάρα πολύ έγραψα το soundtrack και το τραγούδι των τίτλων σε στίχους της Σοφίας Καψούρου, μιας πολύ ιδιαίτερης περίπτωσης συγγραφέα και στιχουργού. Η ταινία έχει επανεκτελέσεις που επιμελήθηκα και τη διασκευή του «Όνειρο απατηλό», που ο κόσμος το αγάπησε ξανά τραγουδισμένο από τον Κώστα Τριανταφυλλίδη. Όλα αυτά θα ακουστούν στη συναυλία.
— Τι ετοιμάζεις τη σεζόν που έρχεται;
Μια τηλεοπτική σειρά του Σωτήρη Τσαφούλια, βασισμένη σε ένα πραγματικό γεγονός, που διαδραματίζεται στα Κύθηρα το 1909, σε σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, και το score των «Πανθέων».
— Πώς είναι η σχέση σου με την Αθήνα;
Αγάπης και μίσους. Είναι μια πόλη την οποία λατρεύω, ενώ συγχρόνως λατρεύω να βρίζω.
— Πώς βλέπεις τις ακραίες πολιτικές εκφάνσεις της εποχής μας;
Επικίνδυνες, κάτι που πρέπει να μας αφυπνίσει όλους. Να το συζητάμε και ο καθένας με τον τρόπο του να αντισταθεί. Είναι κάτι που με απασχολεί πάρα πολύ.
— Σκέφτομαι ότι παρόλο που η μουσική εξυψώνει και γλυκαίνει τους ανθρώπους, ένα εμβατήριο που ξεσηκώνει για έναν πόλεμο, όσο εξαιρετικά και αν είναι γραμμένο, πυροδοτεί το μίσος. Σου έχει περάσει αυτό από το μυαλό;
Παρ’ όλα αυτά, αν το απομονώσω από τον λόγο για τον οποίο έγινε, θα βρω κάτι όμορφο.
— Σου έμεινε απωθημένο ότι δεν έμεινες στο Λος Άντζελες να κάνεις αμερικανικό σινεμά;
Καθόλου. Δεν πήγα εκεί με τέτοιο στόχο, οπότε δεν μου έμεινε κανένα απωθημένο. Άλλωστε, κάθε φορά που ετοιμάζω μια ταινία ή γράφω για το θέατρο ή είναι να κάνω ένα live, είναι σαν να ετοιμάζομαι να παίξω στο Carnegie Hall. Τα αντιμετωπίζω με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Ο Μίνως Μάτσας υπογράφει το τραγούδι τίτλων της νέας μεγάλης παραγωγής «Οι Πανθέοι»
Η συναυλία με τίτλο «Η μουσική αθέατη μέσα μας» θα πραγματοποιηθεί στις 28 Σεπτεμβρίου 2023 στο Ηρώδειο.