Μια ομάδα ατόμων στήνει ένα τεράστιο ηχοσύστημα κάπου μακριά από τον πολιτισμό – σε ένα δάσος, ένα χωράφι, μια γέφυρα, μια άδεια αποθήκη, ένα τούνελ, ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο. Δεν θέλουν να ενοχλούν κανέναν και δεν θέλουν να τους ενοχλεί κανείς. Από στόμα σε στόμα, δεκάδες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες άτομα συναντιούνται εκεί, χωρίς την παραμικρή προώθηση, χωρίς άδειες, χωρίς εισιτήρια, χωρίς χρονικά όρια και περιορισμούς.
Υπάρχει ηλεκτρονική μουσική, αφθονία και ποικιλία ναρκωτικών, ατελείωτος χορός. Είναι ένα «δωρεάν πάρτι» με όλη τη σημασία της λέξης. Αυτό ακριβώς είναι ένα rave, ένα παγανιστικό παραλήρημα, το τεράστιο φαινόμενο, η «τελευταία μουσικο-κοινωνική επανάσταση» που συντάραξε αρχικά το Ηνωμένο Βασίλειο και μετά όλο τον πλανήτη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
«Το rave είναι κάτι περισσότερο από μουσική και ναρκωτικά, είναι μια κοιτίδα, ένας τρόπος ζωής, τελετουργικής συμπεριφοράς και πεποιθήσεων», γράφει ο δημοσιογράφος Simon Reynolds στο βιβλίο του Energy Flash: A journey through rave music and dance culture (1998). «Τα συμμετέχοντα άτομα το αισθάνονται ως θρησκεία. Από τη σκοπιά του mainstream μοιάζει περισσότερο με μια δυσοίωνη αίρεση». Πέρα από τις συγκλονιστικές ιστορίες και τις διαμάχες γύρω από το φαινόμενο, η rave κουλτούρα έχει μια ιστορία και ένα σύνολο αξιών που, δεδομένου του underground χαρακτήρα της, παραμένουν σχετικά άγνωστες στον έξω κόσμο.
Όλη η κουλτούρα των raves συμπυκνώνεται στο πασίγνωστο, θεμελιώδες ακρωνύμιο PLUR - Peace, Love, Unity, Respect. Αλληλεγγύη και ενότητα, αρχές που ακούμπησαν ευχάριστα πάνω στα black και queer κινήματα της εποχής, στήνοντας μια ουτοπία, όπου όλα τα άτομα συνυπάρχουν ελεύθερα, χωρίς τον φόβο της επίκρισης ή του στιγματισμού
Υπάρχει μια τάση σε ορισμένες από τις ιστορικές αφηγήσεις, ιδιαίτερα της εποχής 1987-1994, να αντιμετωπίζεται ως κάτι πρωτόγνωρο, παράξενο και «εξωγήινο» που έσκασε από το πουθενά, συνδέεται, όμως, με πολύ βαθύτερες, μεγαλύτερες ιστορίες∙ οι Δρυίδες που μαζεύονταν στα δάση το 2000 π.Χ., το αγγλικό αναγεννησιακό θέατρο του 1500, οι New Age Travelers και hippies των ’60s, το Notting Hill Carnival του 1972, όλα είναι κατά κάποιον τρόπο μέρος του ίδιου πράγματος, μιας σύγκρουσης μεταξύ του φυσικού χώρου, που θεωρείται κοινό αγαθό και μπορεί ελεύθερα να το καταλαμβάνει και να το χρησιμοποιεί οποιοσδήποτε για ευχαρίστηση ή έκφραση μιας κοινότητας, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει άδεια, ενάντια στο μοντέλο ενός κόσμου όπου τα πάντα πρέπει να επικυρώνονται.
Όλη η κουλτούρα των raves συμπυκνώνεται στο πασίγνωστο, θεμελιώδες ακρωνύμιο PLUR - Peace, Love, Unity, Respect. Αλληλεγγύη και ενότητα, αρχές που ακούμπησαν ευχάριστα πάνω στα black και queer κινήματα της εποχής, στήνοντας μια ουτοπία, όπου όλα τα άτομα συνυπάρχουν ελεύθερα, χωρίς τον φόβο της επίκρισης ή του στιγματισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι, παρ’ όλη την ευρεία χρήση ναρκωτικών ουσιών και της γενικής αίσθησης ότι τα ναρκωτικά προκαλούν παραβατικές συμπεριφορές, οι γυναίκες στα raves δεν αντικειμενοποιούνταν και έχαιραν απόλυτου σεβασμού.
Η rave μουσική ήταν και είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του όλου κινήματος, ένα υποείδος ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με αρχές της δεκαετίας του ’90. Συνήθως είχε γρήγορο, επαναλαμβανόμενο ρυθμό που ξεκινούσε περίπου από τα 120 και έφτανε στα 160 bpm, με τα synthesizers και τα samples σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι ρίζες της rave μουσικής μπορούν να εντοπιστούν στην εμφάνιση του acid house στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στο Σικάγο. Το acid house συνδέθηκε απόλυτα με το Roland TB-303 synthesizer και τον χαρακτηριστικό «πνιχτό» και υπνωτικό ήχο του. Περνώντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, βρήκε αμέσως ευήκοα ώτα και μια υποκολτούρα που κόχλαζε, έτοιμα να αγκαλιάσουν τη νέα μόδα, έτσι βάζει το soundtrack στο θρυλικό «Second summer of love».
Μουσικά, η σκηνή του Ηνωμένου Βασιλείου αρχικά ήταν απόλυτα εξαρτημένη στις εισαγωγές από το Σικάγο, το Ντιτρόιτ και τη Νέα Υόρκη. Σύντομα, όμως, άρχισε να αναπτύσσει τις δικές της μεταλλαγμένες, εγχώριες μορφές house και techno. Οι LFO συνδυάζουν τη μινιμαλιστική synth μελωδία των Kraftwerk με ένα μεγαλειώδες sub-base που προέρχεται από την παράδοση του Jamaican sound system, για να δημιουργήσει ένα νέο, επιδραστικό είδος, το bleep techno.
Στο Λονδίνο, μια σημαντική εξέλιξη ήρθε με την ενσωμάτωση looped, επιταχυνόμενων breakbeats με τα θορυβώδη φωνητικά του hip-hop και του dancehall πάνω στο πρότυπο της house, ανοίγοντας τον δρόμο σε ονόματα όπως οι Prodigy και στο hardcore rave style, εγκαθιδρύοντας την XL Recordings ως την go-to δισκογραφική για μια μεγάλη γκάμα rave κυκλοφοριών.
Αλλά καθώς η μουσική εξελισσόταν, τροφοδοτούμενη από την αχαλίνωτη κατανάλωση ναρκωτικών και τη ακόρεστη όρεξη για ταχύτερους ρυθμούς, το σκληροπυρηνικό rave γινόταν μη εμπορικό και απόλυτα πρωτοποριακό στη «διαταραγμένη» παραξενιά του. Τα breakbeats έγιναν πιο ακανόνιστα, φρενήρη και περίπλοκα, το μπάσο «άνοιξε» σε μια βουβή αφαίρεση που ακουγόταν απειλητική και αποσταθεροποιητική.
Το Jungle αρχίζει να αντιπροσωπεύει μια νέα, υβριδική πολιτιστική ταυτότητα, συνδυάζοντας τις συμπεριφορές και τη γλώσσα του αμερικανικού hip-hop και της τζαμαϊκανής reggae με MCs που τραγουδούν πάνω από το ανελέητο μπαράζ των DJ beats και των industrial riffs. Καθώς γίνεται πιο τραχύ και αγενές, συγχρόνως παίρνει και μια πιο μελωδική τροπή, αναδεύοντας γεύσεις από soul, jazz και ambient, για να δημιουργήσει αυτό που ξέρουμε σήμερα ως drum and bass. Οι Moving Shadow, Metalheadz, Creative Wax, Formation, Reinforced, Impact, Incite, Shut Up And Dance, Suburban Base, Good Looking είναι κάποια από τα πιο αγαπημένα labels των DJs της εποχής.
Την ίδια στιγμή, οι ατμόσφαιρες της ευρωπαϊκής techno, μέσα από το φίλτρο της postpunk και industrial παράδοσης, βάζουν φωτιά στα rave dancefloors. Η δημιουργία μιας αυτούσιας, επιδραστικής ευρωπαϊκής σκηνής στο είδος είναι γεγονός, κι αυτή η σκηνή είναι σκληρή, μινιμαλιστική και απόλυτα unapologetic. Δισκογραφικές όπως οι R&S Records, Tresor, Bunker Records, novamute, Force Inc., Peacefrog, ferox παράγουν τις βάσεις όλων των future classics.
Παράλληλα, η trance και η neo-hippy psychedelic trance αποδεικνύονται τεράστιες δυνάμεις στη σκηνή, με αποκορύφωμα το mega-rave στο Castlemorton το 1992. Σημεία αναφοράς, εδώ, η βελγική Bonzai Records και η γερμανική Eye Q. Χωρίς να ασπάζονται τα καταιγιστικά beats, αλλά προσφέροντας μια πιο εγκεφαλική, διαστημική και εγκεφαλικά γλυκόπικρη πλευρά της φάσης, γίνεται trend η ambient, με labels όπως η Warp και η Rephlex και καλλιτέχνες όπως οι Aphex Twin και Autechre.
Προσπαθώντας να στήσω ένα αντιπροσωπευτικό soundtrack εκείνης της εποχής, τα ζητήματα ήταν δύο: ποια συμπεριλαμβάνεις και ποια αφήνεις έξω (ένα δράμα για γερά νεύρα) και αν απευθύνεσαι στα άτομα που τα έζησαν ή σε αυτά που δεν είχαν την τύχη, όμως τα ενδιαφέρει να ακούσουν. Η μπίλια έκατσε κάπου στη μέση. Ορίστε, λοιπόν, μια λίστα που συμπεριλαμβάνει σχεδόν όλα τα moods, από αδιαμφισβήτητα classics μέχρι κάποια σημαντικά underdogs.
Τα all-time classics «Pacific State», «Papua New Guinea», «LFO» και το επικό «Polynomial-C» του Aphex Twin θα μας θυμίζουν για πάντα ανατολές του ηλίου μετά από ώρες χορού. Τα crossover hits «Sweet Harmony», «Playing with knives» και «Night in motion» δίνουν ένα sneak peek στο ευρύ κοινό για το τι γινόταν στα raves.
To «Charly» βάζει τους Prodigy στον χάρτη και όλος ο κόσμος φωνάζει MEOW. Οι Utah Saints σαμπλάρουν Kate Bush στο «Something Good» και μοιράζουν ανατριχίλες στο floor. Ο Jonny L με το «Hurt you so» θέτει τις βάσεις για δύο mega-hits που θα έρθουν, τα «Plastic Dreams» και «Higher state of consciousness».
Τα bpm ανεβαίνουν και ο ιδρώτας τρέχει ανελέητα με τα “Infected with a poison», «Amphetamine», «Wayfarer», «The Vamp». Στα «Energy Flash», «Something for your mind», «Frequency» τα μάτια κλείνουν και στο «Stakker Humanoid» οι σφυρίχτρες σχεδόν καλύπτουν τη μουσική. Όταν παίζει το «Anasthasia», το «Rush Hour» και το «Bombscare» όλα τα χέρια είναι ψηλά.
Η λίστα κλείνει με το απαραίτητο plus one, το «Born Slippy .NUXX» των Underworld. Αυτό το κομμάτι θα συμπυκνώνει για πάντα όλη την ξέφρενη ενέργεια της rave κουλτούρας των ’90s αλλά και το πέρασμα όλης της σκηνής από την αθωότητα και το DIY στην τεράστια βιομηχανία που αποτιμάται στα 11,8 δισεκατομμύρια δολάρια σήμερα.
TRACKLIST
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.