ENA NEO NTOKIMANTEΡ για τον Έλτον Τζον ξεκίνησε να προβάλλεται σε επιλεγμένους κινηματογράφους την περασμένη εβδομάδα. Το γυαλιστερό Never Too Late ακολουθεί τον διάσημο μουσικό στην πρόσφατη αποχαιρετιστήρια περιοδεία του με τίτλο Farewell Yellow Brick Road και κάνει μια αναδρομή στην 55χρονη καριέρα του. Με αφορμή αυτή την ταινία κάποιοι θυμήθηκαν ένα άλλο ντοκιμαντέρ για τον Έλτον Τζον που είχε αφήσει με το στόμα ανοιχτό τους τηλεθεατές και είχε αποτελέσει καυτό θέμα συζήτησης στα πηγαδάκια μετά την προβολή του, στο βρετανικό δίκτυο ITV τον Ιούλιο του 1996.
Η ταινία άφησε πίσω της μια διαρκή κληρονομιά. Υπήρξε υποψήφια για βραβείο ντοκιμαντέρ στα Bafta αλλά τι πιο σημαντικό είναι ότι γέννησε ολόκληρο το είδος των τηλεοπτικών ριάλιτι που βασίζονται σε διασημότητες και που κυριαρχεί στους τηλεοπτικούς μας δέκτες τα χρόνια που ακολούθησαν.
Η ταινία Tantrums & Tiaras («ξεσπάσματα και τιάρες»), η οποία είχε γυριστεί με χαμηλό προϋπολογισμό και με κάμερα χειρός, ακολουθούσε τον Έλτον Τζον στην περιοδεία Made In England το 1995. Το ντοκιμαντέρ τον έδειχνε να χάνει την ψυχραιμία του με ανησυχητική συχνότητα και αγριότητα, όπως στη σκηνή που κάτι τον αποσπά κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού τένις στις διακοπές του και τον κάνει να σπάσει τη ρακέτα του προτού δηλώσει έξαλλος: «Δεν ξανάρχομαι ποτέ στη Νότια Γαλλία!». Σε μια άλλη σκηνή ανακαλύπτει ότι κάποιος έχει ξεχάσει μια τσάντα με ρούχα σε ένα αυτοκίνητο πριν από μια βιντεοσκόπηση. Τότε ξεσπά σε ένα οργισμένο κρεσέντο γεμάτο βρισιές και δηλώνει ότι αρνείται να συνεχίσει το γύρισμα (τελικά υποχώρησε). Ο Έλτον Τζον ήταν επίσης εξαιρετικά, απολαυστικά κακόβουλος. Όταν εντόπισε μια σύνθεση λουλουδιών που δεν του άρεσε στη σουίτα του, πρότεινε να εκτελεστούν άμεσα οι ανθοδέτες προς παραδειγματισμό.
Elton John - Never too late
Εξίσου αξιομνημόνευτες ήταν και οι διάφορες υπερβολές και ακρότητες που χαρακτήριζαν το lifestyle του. Ο Έλτον Τζον περιόδευε με μια τεράστια γκαρνταρόμπα, κουβαλώντας μαζί του σε όλο τον κόσμο δεκάδες κοστούμια, σακάκια και μεταξωτά πουκάμισα. Η συλλογή παπουτσιών του θα έφερνε σε ταπεινωτική θέση ακόμα και την Ιμέλντα Μάρκος, ενώ τα συρτάρια του ήταν γεμάτα από πλήθος εκκεντρικών γυαλιών, καθώς από δύο εντυπωσιακές τιάρες (εξ ου και ο τίτλος της ταινίας). «Ποτέ δεν ξέρω τι να φορέσω και μου αρέσει να έχω επιλογές», ήταν η ειλικρινής αιτιολόγησή του.
Η ταινία άφησε πίσω της μια διαρκή κληρονομιά. Υπήρξε υποψήφια για βραβείο ντοκιμαντέρ στα Bafta αλλά τι πιο σημαντικό είναι ότι γέννησε ολόκληρο το είδος των τηλεοπτικών ριάλιτι που βασίζονται σε διασημότητες και που κυριαρχεί στους τηλεοπτικούς μας δέκτες τα χρόνια που ακολούθησαν. Χωρίς αυτή, πιθανόν δεν θα υπήρχαν ούτε το The Osbournes ούτε το Keeping Up With the Kardashians. Ο ίδιος ο Έλτον Τζον μάλιστα αναγνώρισε αυτή τη σύνδεση, γράφοντας τα απομνημονεύματά του το 2019: «Υπό μία έννοια το Keeping Up With the Kardashians μπορεί τελικά να είναι δικό μου λάθος, για το οποίο δεν μπορώ παρά να γονατίσω ενώπιον του ανθρώπινου γένους και να ζητήσω τη συγχώρεσή του».
Στις μέρες μας όμως, τα ντοκιμαντέρ διασημοτήτων τους παρουσιάζουν ως πολύ πιο ήπια πλάσματα. Μπορεί να φαίνονται πιο κομψά και αστραφτερά, αλλά είναι πολύ λιγότερο ειλικρινή. Η κουλτούρα έχει αλλάξει: ο φόβος για «ακύρωση» και η δυνατότητα των θεατών να μοιράζονται αποσπάσματα (καλά και κακά) στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σημαίνουν ότι οι ταινίες είναι λιγότερο αμφιλεγόμενες. Οι σταρ είναι υποχρεωμένοι να (αυτο)συγκρατούνται. Ο Σερ Πίτερ Μπέιζαλγκετ, πρώην πρόεδρος του ITV και ο άνθρωπος που έφερε το Big Brother στο Ηνωμένο Βασίλειο, λέει ότι το Tantrums & Tiaras λειτούργησε τόσο καλά λόγω της απρόσκοπτης πρόσβασης στο υποκείμενό του. Επιπλέον, τη σκηνοθεσία του ντοκιμαντέρ είχε αναλάβει ο Ντέιβιντ Φέρνις, ο σημερινός σύζυγος του Έλτον Τζον, που τότε ήταν ο σχετικά πρόσφατος σύντροφός του. «Το ντοκιμαντέρ παρείχε πλήρη πρόσβαση σε έναν από τους μεγαλύτερους ποπ σταρ του κόσμου (ο οποίος) εξέθετε τον εαυτό του και την προσωπική του ζωή με γενναιότητα, ακόμα και όταν ήταν τσαντισμένος με διάφορα πράγματα», λέει ο Μπέιζαλγκετ.
Πέρα από τα γλαφυρά ξεσπάσματα και τις εκρήξεις του πρωταγωνιστή του, το Tantrums & Tiaras ήταν εξαιρετικά αστείο, όπως όταν ο Έλτον Τζον πετάει αιχμές για τους συναδέλφους του ροκ σταρ («Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει η κυρία Τζάγκερ» λέει για τον Μικ Τζάγκερ όταν παραπονιόταν για όλες τις συνεντεύξεις που έπρεπε να δίνει). Υπάρχουν όμως και στιγμές τεράστιας θλίψης. Κάποια στιγμή η μητέρα του Τζον, η Σίλα, του λέει ότι δεν πιστεύει ότι ο μακαρίτης πατέρας του, ο Στάνλεϊ, τον συμπαθούσε πολύ. Κάποια άλλη στιγμή, ενώ η αγαπημένη γιαγιά του πεθαίνει, τον βλέπουμε να την επισκέπτεται στο σπίτι της για τελευταία φορά, όπως αποδεικνύεται, και το κοινό μαθαίνει για τον θάνατό της μόνο όταν της αφιερώνει το Όσκαρ του για το Can You Feel The Love Tonight (από το Lion King). Και σε μια άλλη εξαιρετική σκηνή, ο Φέρνις βάζει τον Έλτον Τζον να παρακολουθήσει ένα βίντεο με τον ίδιο και τον ψυχολόγο του τραγουδιστή να συζητούν τις αδυναμίες και τα ελαττώματά του (εικόνα την οποία ο ίδιος ο Έλτον Tζον περιγράφει ως «δύο όρνεα που στέκονται πάνω από ένα κουφάρι»).
Elton John - Tantrums and tiaras
Δύσκολα θα ξαναδούμε ποτέ τέτοια ντοκιμαντέρ. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αλλάξει τα πάντα. Ο Έλτον Τζον ήταν, σύμφωνα με τον Μπέιζελγκατ, μία από τις πρώτες διασημότητες που «διαμεσολάβησαν στο δικό τους μέσο», δείχνοντας τον πραγματικό του εαυτό, αντίθετα από τον «στείρο ναρκισσισμό» που διακρίνει αντίστοιχες απόπειρες "ειλικρίνειας" των σύγχρονων σταρ στο Instagram και στο TikTok. Τα πάντα πλέον μπορούν να επεξεργαστούν, να επιμεληθούν και να φιλτραριστούν από τα ίδια τα υποκείμενα, οπότε είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς πλέον τι είναι πραγματικά αυθεντικό. Το τοπίο της διασημότητας είναι τελείως διαφορετικό. Η προ του smartphone ευθύτητα έχει τελειώσει. Υπάρχει ένα σημείο στο Tantrums & Tiaras όπου ο Έλτον Τζον λέει: «Δεν θέλω ένα κολακευτικό (ντοκιμαντέρ), θέλω απλώς οι άνθρωποι να δουν πώς είμαι». Σήμερα, πολλοί σταρ φαίνεται να επιζητούν ακριβώς το αντίθετο: δεν θέλουν να δει ο κόσμος πώς πραγματικά είναι, θέλουν απλώς ένα κολακευτικό ντοκιμαντέρ.
Με στοιχεία από The Telegraph