Ο Κορνήλιος Σελαμσής είναι σε πανικό, αλλά ευτυχισμένος. Δουλεύει 15 ώρες την ημέρα. Γράφει τη μουσική για την Ιφιγένεια εν Ταύροις του Θωμά Μοσχόπουλου, διορθώνει την τρίτη πράξη της όπεράς του Λεόντιος και Λένα που θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών, τη μουσική για τον Άρντεν από το Φέβερσαμ, συνεργάζεται με τον Ευριπίδη Λασκαρίδη. Είναι ευτυχής γιατί μπορεί να κάνει τα πράγματα που του αρέσουν, τα πράγματα που τον προστατεύουν, αυτά που είναι οι μεγάλοι του έρωτες. Ο ίδιος, όταν τον ρωτά κανείς πώς νιώθει να είναι ένα «ταπεινό μονοπώλιο» σε μια χώρα όπου οι συνθέτες σύγχρονης μουσικής είναι σπάνιο φρούτο, απαντά χωρίς δισταγμό: «Λίγο γραφικός, ένας τύπος που κάνει μια περίεργη μουσική, που ζει στην άκρη των γεγονότων, που γράφει με έναν περίεργο τρόπο και οι αξίες του είναι πολύ μακριά από αυτό που πιστεύουμε και καταλαβαίνουμε». Και δεν αποφεύγει την ερώτηση για το αν μετάνιωσε που επέστρεψε στην Ελλάδα.
«Δεν μετανιώνω που επέστρεψα» λέει. «Μου λείπει το κοινωνικό συμβόλαιο. Μου λείπουν τα πράγματα που στην Ολλανδία είναι φυσικά, σχεδόν αυτονόητα. Έτσι, το μόνο που εύχομαι είναι να μπορώ να έχω μια ζωή λίγο αξιοπρεπή οικονομικά, να ζω πολύ κοντά σε πράγματα που με παθιάζουν – αυτά είναι που αλλάζουν την ποιότητα της ζωής μου για να μπορώ να κουμαντάρω τα υπόλοιπα. Είναι άσχημος ο κόσμος όπου ζω, δεν μου αρέσει η πόλη μου όπως είναι τώρα, δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι όπως μιλάνε τώρα, δεν μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτονται. Δεν μου αρέσει το πόσο οι άνθρωποι βαστιούνται πίσω επειδή φοβούνται και δεν θέλω να τους πείσω για το αντίθετο, αλλά θέλω να τους κάνω ενέσεις ομορφιάς. Μιλώ για μια χαλαρωτική ομορφιά, μια δύσκολη ομορφιά που μοιάζει με τη χάρη τού να μπει κανείς σε έναν κήπο, να ρίξει τους ρυθμούς του και να υπάρξει».
Στη ζόρικη, φασαριόζικη Αθήνα, ο Κορνήλιος πιστεύει ότι δεν μπορεί να ακούσει κανείς πολλά πράγματα, να ξεχωρίσει τους ήχους και να γευτεί τη γλώσσα.
Δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι όπως μιλάνε τώρα, δεν μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτονται. Δεν μου αρέσει το πόσο οι άνθρωποι βαστιούνται πίσω επειδή φοβούνται και δεν θέλω να τους πείσω για το αντίθετο, αλλά θέλω να τους κάνω ενέσεις ομορφιάς.
«Έχουμε πρόβλημα με τη μουσική, όπως έχουμε με όλη την τέχνη πρόβλημα. Είμαστε όλοι φοβερά ειδικοί, είμαστε όλοι βέβαιοι ότι η τέχνη πρέπει να είναι κάτι απλό, κάπως για να μας αρέσει, ότι "εγώ δεν χρειάζεται να προσπαθήσω, η τέχνη πρέπει να έρθει σ' εμένα". Λέμε, "φτιάξτε μου θεάματα που είναι εύκολα, βάλτε μου και μια προβολή από δίπλα, να μην κρατήσει πολύ, μια ώρα είναι πολλή ή είναι κουραστικό αυτό το έργο". Μοιάζει αυτό με το να πηγαίνεις σε κάποιον και να του λες: "Σε περίμενα πιο επικοινωνιακό, πιο αλέγκρο, με απογοήτευσες". Έχουμε μεγάλες προσδοκίες από την τέχνη, να επικοινωνήσουμε μαζί της, όπως όταν τρώμε ένα φαγητό και λέμε, "καλό ήτανε". Η τέχνη θέλει στάση, ακινησία, να ανοίξεις τον εαυτό σου, την καρδιά σου, σε μια πιο πνευματική εμπειρία. Η τέχνη θέλει άργητα. Όπως όταν βγαίνεις και πας στην εξοχή. Δεν βγάζεις μια φωτό για να δείξεις "τι ωραία που περνάμε", όχι. Θέλει ν' αφήσεις τον εαυτό σου, να μπει η νότα, ας πούμε, από το ένα αυτί και να βγει από το άλλο, να σου τρυπήσει τον εγκέφαλο και να δεις τι έχει γίνει με αυτήν τη νότα. Και κάτι γίνεται».
Στο θέατρο Πόρτα, ο Κορνήλιος Σελαμσής είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής στις «Τρίτες Παράλληλες». Στους κύκλους αυτών των συναυλιών μπορεί να συναντήσει κανείς τον αφρό των Ελλήνων μουσικών. Πριν αρχίσει κάθε συναυλία, θα τον δεις καθισμένο στο φουαγέ, ανάμεσα στους θεατές που πίνουν τον καφέ τους, να αφηγείται ιστορίες της μουσικής.
«Κάνω κανονικά εκπαίδευση, διαλέξεις. Μήπως και σε δυο-τρία χρόνια αυτοί που ενδιαφέρονται από είκοσι και πενήντα γίνουν εκατό. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος με άφησε να "αλωνίσω". Πίστεψε σ' εμένα, γιατί είδε πίσω από τον καλό μαθητή, τον πειραματικό, από την Ακαδημία, κάποιον που ήθελε να δοκιμάσει πράγματα και να επιμείνει. Και μου έδωσε τον χώρο να δοκιμάσω αυτό που πιστεύω για τη μουσική, τη σύγχρονη μουσική και την κουλτούρα της. Να επιχειρήσω να συνδεθώ με τους ανθρώπους που με ενδιαφέρουν και τους ενδιαφέρω. Στην Ελλάδα συζητάμε συνεχώς και μόνο για τα τραγούδια. Αυτό και μόνο θεωρούμε μουσική. Δεν πιστεύω στο τραγούδι, το έχω ξεράσει, το ακούω παντού. Ζούμε στην κουλτούρα, στη χώρα του τραγουδιού. Ζούμε στη χώρα όπου το τραγούδι το έχουν τσακίσει και το έχουν φτηνύνει. Και όλοι είμαστε ειδικοί τραγουδολόγοι. Αυτό το "γράψε ένα ωραίο τραγούδι" είναι μαρτύριο, ακόμα και γι' αυτούς που γράφουν τραγούδια. Είναι μια παγίδα και μια απάτη».
Ο Κορνήλιος Σελαμσής γεννήθηκε το 1981, λίγο πριν από τον σεισμό και λίγο μετά το ΠΑΣΟΚ, όπως λέει ο ίδιος. Σε μια οικογένεια γεμάτη ενδιαφέρουσες αντιφάσεις, με παππού τσιγαρέμπορο Φαναριώτη, που έφτασε στην Αλεξάνδρεια, παντρεύτηκε, αλλά έζησε μυθιστορηματικά –ταξίδευε στην Αραβία και περνούσε καιρό μακριά από την οικογένειά του–, αφηγήσεις που ο Κορνήλιος ακούει ακόμα και σήμερα για τον συνονόματο πρόγονο. Η οικογένειά του έφτασε στην Ελλάδα το 1962, για να κατοικήσει στο Φάληρο και τη Νέα Σμύρνη. Πήγε δημοτικό στη Ράλλειο και ήταν παιδί εμμονικό με κάποια πράγματα που δεν άρεσαν σε κανέναν συνομήλικό του.
Έχουμε πρόβλημα με τη μουσική, όπως έχουμε με όλη την τέχνη πρόβλημα. Είμαστε όλοι φοβερά ειδικοί, είμαστε όλοι βέβαιοι ότι η τέχνη πρέπει να είναι κάτι απλό, κάπως για να μας αρέσει, ότι "εγώ δεν χρειάζεται να προσπαθήσω, η τέχνη πρέπει να έρθει σ' εμένα.
«Στο σχολείο ήμουν αντικοινωνικός, σε ένα περιβάλλον σκορποχώρι. Άλλαζαν τα βιβλία, άλλαζε η γλώσσα, όλα ήταν καινούργια και χαοτικά. Στα έξι μου, μου αγόρασαν μια μελόντικα – ήταν υποχρεωτικό να έχουμε για το μάθημα της μουσικής. Έπαιξα από την πρώτη στιγμή που την έπιασα στα χέρια μου και δεν με πίστεψε κανείς. Στο σπίτι πίστευαν ότι τα μάθαινα στο σχολείο και στο σχολείο πίστευαν ότι τα μάθαινα στο σπίτι. Δεν μου τα είχε μάθει κανείς. Δεν είχα ιδέα από μουσική, δεν είχα καθίσει ποτέ σε πιάνο. Έτσι ξεκίνησε. Αδιαφόρησαν όλοι και αυτό πέρασε στην αφάνεια. Αλλά εγώ ζούσα με αυτή την εμμονή. Στη Β' Δημοτικού μου πήραν ένα ακορντεόν –ο πατέρας μου, που ήταν καλόψυχος άνθρωπος–, μετά ένα πιάνο κι έτσι μπήκαμε και ο αδερφός μου και εγώ στη μουσική. Άκουγα κλασική μουσική και είχα μανιαστεί με αυτό, ήμουνα άρρωστος. Οπότε, ήμουν πολύ μόνος και στο γυμνάσιο δεν άλλαξε αυτό. Ήταν πολύ λίγα τα παιδιά με τα οποία μπορούσα να κάνω παρέα. Είχα δυο-τρεις πολύ φωτισμένους καθηγητές εκεί μέσα, που με κάποιον τρόπο μου έλεγαν "κάνε αυτό που κάνεις". Τότε κανείς δεν είχε καταλάβει τι είναι αυτό που κάνω, ούτε κι εγώ. Αλλά πάλι ήμουν αποσυνάγωγος. Δηλαδή ένα παιδί που παίζει μουσική και που λέγεται Κορνήλιος. Τι άλλο θέλεις;».
Ο Κορνήλιος ήταν ένας παχύσαρκος έφηβος. Αλλά χειροδύναμος. Ζόρικος. Έτσι πέρασε μοναχικά και ανενόχλητα τα μαθητικά του χρόνια, σε ένα σπίτι που ανησυχούσε για την έλλειψη κοινωνικότητας που τον διέκρινε. Περισσότερο η μητέρα του, λιγότερο ο πατέρας του, που ούτως ή άλλως ήταν ένας πολύ sui generis τύπος σε όλη του τη ζωή, ένας τύπος που ποτέ δεν τρόμαξε να είναι αλλιώτικος, διαφορετικός από τους άλλους. Ενώ ασχολείται απερίσπαστα με τους αυτοσχεδιασμούς του, στις 15 Ιουνίου του 1994 βλέπει τη φωτογραφία του Χατζιδάκι στην εφημερίδα, πρωτοσέλιδο στο περίπτερο, και διαβάζει την αναγγελία του θανάτου του. Από εκείνη την ημέρα ανακαλύπτει μια μουσική που του αρέσει και έναν καινούργιο κόσμο – σημαντικό. Ανακαλύπτει μια μουσική που αρέσει και στους άλλους και χάρη σε αυτήν τη δυνατότητα να μπαίνει σε μια κοινότητα ανθρώπων.
«Και λέω στους γονείς μου ότι θα γίνω διευθυντής ορχήστρας, όχι συνθέτης, και μου λέει η μητέρα μου να τελειώσω πρώτα το πανεπιστήμιο, να ακολουθήσω την οικογενειακή παράδοση, να γίνω πολιτικός μηχανικός σαν τον πατέρα μου, παρότι είχα μεγαλύτερη κλίση στα φιλολογικά». Λίγα χρόνια αργότερα φτάνει στην Ολλανδία και γίνεται δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία της Χάγης. Έμεινε εκεί έξι χρόνια και όλοι μιλούσαν για το ιδιοφυές παιδί που φτιάχνει μουσική. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος συνεργάζεται μαζί του από το 2007, τον ζητούν ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Νίκος Καραθάνος. Μετά από έξι χρόνια παθιασμένης σχέσης με τη σχολή του επιστρέφει στην Ελλάδα, το 2009. Έρχεται με θυελλώδη τρόπο, στα 27 του, για να κάνει μουσική στο θέατρο, το οποίο δεν αγαπούσε, όπως δεν αγαπούσε και τον σκηνοθέτη θεό.
«Ξεβολεύτηκα πολύ όταν επέστρεψα. Αλλά είμαι εξαρτημένος από τους γύρω μου. Θέλω τους ανθρώπους μου, δεν μπορώ να ζήσω μόνος, παρόλο που είμαι μοναχικός. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι σήμερα βρίσκεις αδελφές ψυχές που παλιά δεν έβρισκες. Σήμερα αρχίζουμε να μιλάμε. Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι είμαστε ένα μικρό χωριό και οι άνθρωποι θέλουν να κρατήσουν την αυτοκρατορία τους σε ένα μικρό χωριό. Θαυμάζουμε όποιον ταξιδεύει με μια δουλειά του στο εξωτερικό, κάτι που σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι φυσικό, αυτονόητο. Όταν είσαι στην Ευρώπη, είναι φυσικό να κυκλοφορείς στις πόλεις. Εκεί κυκλοφορεί το χρήμα του πολιτισμού, η τέχνη, οι άνθρωποι. Αυτό δεν ξέρω αν κάνει την τέχνη καλύτερη ή χειρότερη, σίγουρα όμως μαθαίνεις πολλά. Εδώ κάνεις έναν μικρό γύρο. Στέγη, Μέγαρο, Μεταξουργείο, Φεστιβάλ, και αυτό είναι όλο. Και νιώθεις και τυχερός. Είναι μια μονιμότητα σαν των δημοσίων υπαλλήλων η συνθήκη μέσα στην οποία υπάρχουμε. Κάνουμε ένα μόνιμο debate, φρικαλέο, διάλυσης, γιατί κανένας δεν θέλει να ακούσει μέσα σε μια αληθινή διαλεκτική ότι κάνει μπαλαφάρα. Γιατί δεν έχουμε την τόλμη να μιλήσουμε γι' αυτά που δεν μας αρέσουν. Ποστάρουμε στο facebook. Και λήγουμε εκεί και τη συζήτηση».
σχόλια