Ο θάνατος πηγαίνει στη ντίσκο. Aπό τον Δημήτρη Πολιτάκη

Ο θάνατος πηγαίνει στη ντίσκο. Aπό τον Δημήτρη Πολιτάκη Facebook Twitter
0

 

Το Careless Whisper με την επιβλητική lounge σαξοφωνίλα του και τα ατέλειωτα σορόπια που προκάλεσε στα εφηβικά πάρτι πέρασε και τα ισοπέδωσε όλα. Και ήταν και προσωπικό single. Ήταν σα να έσβηνε ειδικά εκείνα τα πρώτα singles που είχε βγάλει με τον άλλο τον άκυρο τύπο και υπόδειγμα ατάλαντου κολλητού, το Wham Rap και το Young Guns (Go For It), αμφότερα singles of the week στο NME, έντυπο το οποίο βρισκόταν τότε στις αρχές των 80’s στην ψαγμένη ακμή του, στην κόψη του post – punk εστετισμού και της εμμονής με το funk και την σύγχρονη μαύρη μουσική κουλτούρα εν γένει. Το ροκ (όχι το rock & roll, αλλά η ξενέρωτη, λευκή συντηρητική ροκιά του κοτλέ και του πουλόβερ που το πανκ είχε επιχειρήσει ηρωικά πλην αποτυχημένα να ξεπαστρέψει) ήταν ανάθεμα και οι Wham! ήταν σαν πολύχρωμη καλοκαιρινή αύρα στο γκρίζο τοπίο. Ο George Michael όμως διέλυσε το επιτυχημένο ντουέτο στα 22 του για να ξεκινήσει την ώριμη φάση της ερμηνευτικής καριέρας του. Θεωρητικά μπορούσε να τα έχει πλέον όλα τώρα και στο διηνεκές: φήμη, επιτυχία, έρωτες, λεφτά. Ακόμα και η Θάτσερ - που ήταν όντως κακούργα και απάνθρωπα συντηρητική, χωρίς τα κίνητρα που είχε προσφέρει όμως σε νέες μικρές επιχειρήσεις (άτοκα δάνεια κ.λπ.) πολλές από τις θρυλικές ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες απλά δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ – του είχε αποδώσει τα εύσημα χαρακτηρίζοντάς τον πρότυπο νεαρού καπιταλιστή entertainer/ entrepreneur. 

 

Θεωρητικά μπορούσε να τα έχει όλα στο διηνεκές: φήμη, επιτυχία, έρωτες, λεφτά. Αυτό που δεν κατάφερε όμως ήταν το πλέον πολυπόθητο για τον ίδιο: το δικαίωμα στην προσωπική ζωή και την ελευθερία να είναι ο εαυτός του χωρίς να γίνεται κάθε τρεις και λίγο βορά στις φυλλάδες. Όλοι οι διάσημοι το λαχταρούν αυτό, θα πει κάποιος, σιγά το δράμα, αυτό είναι το τίμημα της φήμης και του πλούτου. Λίγοι όμως το είχαν πάρει τόσο κατάκαρδα αυτό το τίμημα όσο ο George Michael

 

Αυτό που δεν κατάφερε όμως ήταν το πλέον πολυπόθητο για τον ίδιο: το δικαίωμα στην προσωπική ζωή και την ελευθερία να είναι ο εαυτός του χωρίς να γίνεται κάθε τρεις και λίγο βορά στις φυλλάδες. Όλοι οι διάσημοι το λαχταρούν αυτό, θα πει κάποιος, σιγά το δράμα, αυτό είναι το τίμημα της φήμης και του πλούτου. Λίγοι όμως το είχαν πάρει τόσο κατάκαρδα αυτό το τίμημα όσο ο George Michael, αν κρίνει κάποιος από τον μακροχρόνιο και μάταιο αγώνα του για μια αυστηρά ιδιωτική ζωή, τις ηρωικές μαγκιές στην κόντρα του με τη Sony, τις μαγκιές γενικώς στα αυτοκίνητα, στις δημόσιες τουαλέτες και στα πάρκα, και την συνακόλουθη διαπόμπευσή του στα μέσα, την καταθλιπτική / αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, το αλκοόλ, τα χάπια, την ασθένεια. Δεν είχα πάει (κακώς) στη συναυλία του στο ΟΑΚΑ πριν μερικά χρόνια, ζήλεψα όμως πολύ τη χαρά και τη συγκίνηση που πήραν φίλοι και κυρίως φίλες, συνομήλικες και συναγωνίστριες, εφηβικές καψούρες που μετεξελίχθηκαν ανώδυνα και φυσιολογικά σε γλυκιές αδελφομάνες, θα έλεγε κανείς (όχι ότι θα τολμούσα να τους το πω εύκολα). 

 

Πριν από 23 χρόνια, είχε γράψει o Robert Sandall για τους Sunday Times ένα προφίλ του George Michael (το οποίο κατέληξε χρόνια μετά στη βιβλιοθήκη μου ως μέρος της ανθολογίας που επιμελήθηκε ο Dylan Jones με τίτλο Meaty Beaty Big and Bouncy!: Classic rock & pop writing from Elvis to Oasis) που μόλις είχε κλείσει τα 30. Ήταν λίγο μετά το θάνατο του φίλου (και εραστή αλλά τότε δεν τον είχαν βγάλει ακόμα με το ζόρι από την ντουλάπα) Ανσέλμο Φελέπα, το πρώτο από μια σειρά σοβαρά πλήγματα που τελικά τον γονάτισαν. Το άρθρο ξεκινούσε κάπως έτσι: «Κανονικά το πάρτι  των 30ων γενεθλίων του George Michael θα έπρεπε να είναι το πάρτι, και για τους περισσότερους από τους 200 καλεσμένους που παρευρέθηκαν, ήταν. Το μόνο άτομο που φαινόταν να έχει πρόβλημα να διασκεδάσει σ’ αυτό το καλομελετημένο και πολυτελές event ήταν ο οικοδεσπότης. Για κάποιον που δεν γνώριζε περί της διαμάχης του με τη μεγάλη δισκογραφική ή ότι πρόσφατα βίωσε το θάνατο ενός πολύ στενού φίλου, ο Michael θα έμοιαζε μια χαρά πάντως. Τα καλοραμμένα Versace ρούχα και το επιμελώς περιποιημένο μικρο-γένι δηλώνουν τη γνωστή Μεσογειακού τύπου φιγούρα που για χρόνια έχει άρρηκτα συνδεθεί με τον επιθετικό προσδιορισμό ‘designer’, από τα κουστούμια ως το μούσι. Έχει χάσει βάρος από τις μέρες των Wham!, τότε που ξενυχτούσε κάθε βράδυ πίνοντας και χορεύοντας στα κλαμπ, αλλά αυτό έχει προσδώσει στα χαρακτηριστικά του μια λιγότερο στρογγυλή και περισσότερο γλυπτική μορφή, και κάνει τα σκοτεινά μάτια του πιο εμφανή…»   

 

Και τελείωνε με ένα δυσοίωνο προαίσθημα:  «…"Αν καταφέρω να ξεφύγω από την προώθηση και το μάρκετινγκ της μάρκας George Michael," είχε δηλώσει λίγο πριν την κυκλοφορία του Listen Without Prejudice Volume 1. "τότε νομίζω ότι έχω κάθε ελπίδα να επιβιώσω ως επιτυχημένος μουσικός και ως ισορροπημένος άνθρωπος. Έχω εκπληρώσει κάθε άλλο στόχο – έχω κάνει σχεδόν οτιδήποτε μπορούσα – και μόνο αυτός μου μένει τώρα". Μεγάλα λόγια, αλλά ίσως όχι τόσο σοφά όσο κάποια άλλα που είχε εκστομίσει τον ίδιο περίπου καιρό – λόγια που μπορεί να τον στοιχειώσουν κάποτε: "Δεν είναι καθόλου συνηθισμένο για τους ανθρώπους το να φτάσει κάποιος στην κορυφή του επαγγέλματός του τόσο πολύ νέος και μετά να ζήσει ευτυχισμένος για πάντα μετά"». 

0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Yacht Rock»: Το πιο απολαυστικό μουσικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς 

Daily / «Yacht Rock»: Το πιο απολαυστικό μουσικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς 

Από τους Steely Dan, τους Toto και τον Kenny Loggins μέχρι τον Questlove, τον Thundercat και τον Mac De Marco, τo ντοκιμαντέρ του HBO συνδέει τις κουκίδες ενός φαινομένου που αποτελεί λιγότερο ένα μουσικό είδος και περισσότερο μια αίσθηση, μια ιδέα, ένα vibe.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
40 χρόνια Last Christmas: Η αμφιθυμία του George Michael και η «κατάρα των Χριστουγέννων»

Μουσική / 40 χρόνια Last Christmas: Η αμφιθυμία του George Michael και η «κατάρα των Χριστουγέννων»

Το αθάνατο «εορταστικό» κομμάτι παραμένει ένα δείγμα της γλυκόπικρης φύσης που χαρακτηρίζει την ιδανική ποπ: ακούγεται σχεδόν πρόσχαρο παρότι αντικατοπτρίζει το πένθος μιας διαλυμένης σχέσης.
THE LIFO TEAM