Εκπρόσωποι της DIY νοοτροπίας, οι αδελφοί Άρης και Λάκης Ιωνάς έχουν δημιουργήσει ένα καλλιτεχνικό corpus, στο οποίο συναντιούνται η μουσική με τη θεατρική περφόρμανς, το σινεμά με την εικαστική απεικόνιση, το έντυπο με τα installations. Οι μέρες του Velvet Bus μπορεί να τέλειωσαν, καιρός όμως να ετοιμαστούμε για τα δεκάχρονα της Velvet Team.
Με αφορμή τα δεκάχρονα της Velvet Team θα διοργανώσετε σειρά εκδηλώσεων στο Ρομάντσο. Θα μας δώσετε πληροφορίες γι' αυτές και τους καλεσμένους σας;
Τον Απρίλιο κλείνουμε 10 χρόνια ως Velvet Team (Velvet magazine, Velvet Bus, Velvet Festival, Lust magazine, Lustlands Festival) και είπαμε να το γιορτάσουμε. Έτσι, από τις 24 Απριλίου μέχρι τις 2 Μαΐου θα έχουμε κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες μπάντες της Αθήνας, μια εικαστική έκθεση που επιμελείται η Νάντια Αργυροπούλου, προβολές υπό την επιμέλεια του Αντρέα Κίκηρα και διάφορα DJ sets.
Είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι που θα συνεργαστούμε με τον Lee Ranaldo και θα γράψουμε μαζί τη μουσική για την ταινία, ενώ συγχρόνως θα δουλέψουμε και πάνω σε μια περφόρμανς με live μουσική και installations που θα παρουσιάσουμε στην πορεία.
Ποια είναι η φιλοσοφία και ποιες οι δραστηριότητες του Velvet Room σας (εκτός των εκδηλώσεων του Ρομάντσου);
Στο Velvet Room κάνουμε περίπου δύο events κάθε μήνα. Είναι απλώς ένα δωμάτιο γεμάτο με μουσικές, εικαστικά, ερωτισμό και ένταση. Για μας είναι άλλη μια ευκαιρία να συνδυάζουμε τη μουσική με τα εικαστικά και να συνεχίζουμε να κάνουμε ενδιαφέροντα πράγματα που μας κρατάνε μακριά από τη βαρεμάρα.
Δουλεύετε με πολλά εκφραστικά μέσα, σε διάφορα παράλληλα καλλιτεχνικά πρότζεκτ, εκτός της μουσικής. Τι ετοιμάζετε αυτή την εποχή; Και μια απορία: η ενασχόλησή σας με αυτά τα πρότζεκτ δεν απορροφά ενέργεια, δεν αποβαίνει εις βάρος της μουσικής δημιουργίας;
Όλα αυτά με τα οποία ασχολούμαστε είναι για μας ένα μεγάλο έργο, το οποίο κάθε φορά έχει έναν διαφορετικό τρόπο έκφρασης. Αυτή την περίοδο βρισκόμαστε στο στάδιο προετοιμασίας της επόμενης μεγάλου μήκους ταινίας μας και ξεκινάμε γυρίσματα μέσα στον Απρίλιο. Είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι που θα συνεργαστούμε με τον Lee Ranaldo και θα γράψουμε μαζί τη μουσική για την ταινία, ενώ συγχρόνως θα δουλέψουμε και πάνω σε μια περφόρμανς με live μουσική και installations που θα παρουσιάσουμε στην πορεία.
Είστε ικανοποιημένοι απ' την αποδοχή του τελευταίου δίσκου σας («Am I Vertical?», 2013) σε παραγωγή του Jim Sclavunos; Έχετε κάποιο άλλο σχέδιο, αμιγώς μουσικό, στα σκαριά;
Ναι, είμαστε πολύ ικανοποιημένοι. Πήραμε εξαιρετικές κριτικές από σπουδαία έντυπα και sites, όπως το «Mojo», το Brooklyn Vegan, το Noisey, κάναμε πολλά live στην Eυρώπη και ανοίξαμε για τους Brian Jonestown Massacre σ' ένα πολύ γνωστό φεστιβάλ της Γαλλίας, στη Νάντη. Μόλις βγήκαμε από το στούντιο, όπου γράψαμε τον νέο μας δίσκο, πάλι σε παραγωγή του Jim Sclavunos. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει από την Inner Ear και είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι από τη δουλειά που κάναμε μαζί με τη Χρυσάνθη (κιθάρα/φωνή) και τη Μαριλένα (τύμπανα). Στις 4 Απριλίου θα παίξουμε με τον Lee Ranaldo στο Ρομάντσο, στις 25 Απριλίου με τον Thurston Moore στο Fuzz και τον Σεπτέμβριο θα εμφανιστούμε στο σπουδαίο Liverpool International Festival of Psychedelia. Το πιο άμεσο live μας είναι την Πέμπτη 25 Μαρτίου στο ΤΙΚΙ bar, όπου και θα παίξουμε και κάποια νέα τραγούδια μας.
Έχετε παίξει σε εκκλησίες, μουσεία και γκαλερί, σε διαμερίσματα και τουαλέτες. Πιστεύετε ότι η μουσική σας διαμορφώνεται ανάλογα με τον χώρο, ότι η επίδρασή της τροποποιείται; Επίσης, έχετε παίξει και σε πολλές χώρες. Είναι διαφορετική η αντίδραση του κοινού στη Νέα Υόρκη απ' ό,τι στο Μπράιτον, για παράδειγμα;
Ναι, σίγουρα. Κάθε χώρος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και ανάγκες. Πάντα προσπαθούμε να βρίσκουμε αφορμές για να ενθουσιαζόμαστε, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες μιας συναυλίας. Είτε παίζουμε στο Λονδίνο, όπου πάντα το κοινό είναι δύσκολο, είτε στη Γερμανία, όπου πάντα υπάρχει πολύ fun, είτε στο πιο «art» κοινό της Νέας Υόρκης, όπου μπορεί να παρακολουθεί τη δουλειά μας ένα ζευγάρι φανερά ερεθισμένο δίπλα σε μια 80χρονη κυρία, η οποία φοράει μια πανέμορφη ροζ γούνα.
Tο Velvet Room μετακομίζει τον Απρίλιο στο Ρομάντσο για μια σειρά εκδηλώσεων με αφορμή τον εορτασμό 10 χρόνων Velvet (2005-2015). Το πρώτο event είναι το Σάββατο 4 Απριλίου, η συναυλία με τους Sight Unseen - Lee Ranaldo & Leah Singer. Guest performance: The Callas featuring The Callasettes live. Ώρα προσέλευσης: 9.00 μ.μ., είσοδος: €12
Ρομάντσο, Αναξαγόρα 3-5, Ομόνοια
Τηλ.: 216 7003325
[email protected]
Τι άλλο καλό κυκλοφορεί;
C.W. Stoneking
Gon' Boogaloo
Ακούγοντας το «Gon' Boogaloo», καταλήγεις σε λάθος συμπεράσματα για τον δημιουργό του: τον φαντάζεσαι Αμερικανό, μαύρο, ογδοντάρη εγγονό του Cab Calloway. Εντούτοις, ο Charlie Stoneking είναι ένας σαραντάρης λευκός Αυστραλός και αναβιωτής των jump blues, με φάτσα Βρετανού διανοούμενου. Το «Gon' Boogaloo» είναι ο τρίτος δίσκος του, ηχογραφημένος με τις τεχνικές της δεκαετίας του '40: μία ηλεκτρική κιθάρα με τη συνοδεία πρωτόγονων κρουστών κι ενός όρθιου μπάσου, γυναικεία φωνητικά διάσπαρτα στον χώρο, δύο μικρόφωνα όλα κι όλα. Αυτή η επιστροφή στις απαρχές της δισκογραφικής τεχνολογίας φαντάζει παράδοξο φαινόμενο για τις γενιές του mp3 και συνδέεται σε κάποιον βαθμό με την επιστροφή του βινυλίου στην καθημερινότητα των μουσικόφιλων. Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό το φαινόμενο: είναι μια επιστροφή σε μια «πιο αγνή» εποχή μουσικής έκφρασης; Οφείλεται στις πολιτικο-οικονομικές συγκυρίες που ανακαλούν την αισθητική του μεγάλου Κραχ του '29; Ή, μήπως, θα αναρωτηθούν οι πιο κυνικοί, η neo-blues τάση οφείλεται στην εξάντληση των προηγούμενων δεκαετιών ως υλικού αναβίωσης; Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι μια «γάτα» σαν τον Jack White χρηματοδοτεί ανάλογα σχέδια πρωτόγονων ηχογραφήσεων, όπως το «A letter home» του Neil Young. Ωστόσο, ο Stoneking δεν αναπαράγει τα θλιμμένα blues του Mεσοπολέμου αλλά επιλέγει τα jump blues της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου (από τα οποία προήλθε το κεφάτο και χορευτικό rock'n'roll). Επίσης, είναι ολοφάνερο ότι ο Αυστραλός αγαπάει το calypso και τις χορευτικές μουσικές της Καραϊβικής. Το ελληνικό κοινό θα έχει τη χαρά να τον (ξανά)απολαύσει στις 21/5 στο Fix Factory of Sound, στη Θεσσαλονίκη, και την επόμενη μέρα στο Fuzz Club, στην Αθήνα.
Seasick Steve
Sonic soul surfer
Ο Steven Gene Wold είναι τελείως άλλη περίπτωση λευκού μπλούζμαν. Έχοντας ζήσει μια ζωή βγαλμένη από τα βιβλία του Στάινμπεκ (αλητεία, ταξίδια χωρίς εισιτήριο σε εμπορικά τρένα, ένα διάστημα διετέλεσε πλανόδιος μουσικός στο Παρίσι), κι αφού εργάστηκε για μια δεκαετία πίσω από την κονσόλα του ηχολήπτη και παραγωγού (με τον Modest Mouse), όταν πάτησε για τα καλά τα 60 του χρόνια έβγαλε τον πρώτο του δίσκο. Ο Seasick Steve, όπως είναι το παρατσούκλι του, ασχολείται με μιαν άλλη πλευρά της μπλουζ παράδοσης, τα country εξηλεκτρισμένα μπλουζ που προσπαθούσαν να μιμηθούν οι νεαροί Bρετανοί μπλουζίστες αρχές των '60s. Και παρότι γνωρίζει και χρησιμοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία των ηχογραφήσεων, παίζει με χειροποίητες ή παλιές επιδιορθωμένες κιθάρες, ηλεκτρικές κι ακουστικές. Το ερμηνευτικό του ύφος θυμίζει τους country-rockers των '60s (Barracuda '68), αλλά αντίθετα με πολλούς εξ αυτών, ο Seasick Steve δεν υποδύεται κάτι που δεν είναι. Μιλάει για τις ιστορίες της αλητείας και της αέναης περιπλάνησης με ρεαλιστικό και συγχρόνως διασκεδαστικό τρόπο, προσθέτοντας μια χιουμοριστική νότα με μια jew's harp (εκείνο το περίεργο μικρό πνευστό που ακούγεται στα σάουντρακ των γουέστερν). «Σερφάρει» από την εσωστρεφή μπλουζ μπαλάντα ως τη ρoκ εξωστρέφεια με φωνή που άλλοτε ακούγεται ραγισμένη κι άλλοτε καθαρή και νεανική, κοφτερά διαυγής για εβδομηντάρη μπλούζμαν. Και φέρνει την ηλιόλουστη καλοκαιρία με τραγούδια όπως το «Sonic Soul Boogie» και το «Summertime Boy».
σχόλια