Μας έχεις δει live;» Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που λέει ο Διονύσης, ο οποίος κάνει τα φωνητικά στους Bonnie Nettles, όταν τους συναντώ ένα βράδυ σε γνωστό μπαρ στου Ψυρρή. Είναι κάπως περασμένη η ώρα για συνέντευξη, αλλά τα παιδιά δουλεύουν το πρωί. O Διονύσης δουλεύει σερβιτόρος και ο Ανέστης, που παίζει κιθάρα στο γκρουπ, δουλεύει σε ένα e-shop. Αποφάσισαν να φτιάξουν την μπάντα πριν από δύο χρόνια, μετά από συζητήσεις που έκαναν στο περίπτερο όπου δούλευε ο Διονύσης και ήταν δίπλα στο σπίτι του Ανέστη. Γνωριζόντουσαν από παλιά, όταν πήγαιναν στο ίδιο φροντιστήριο.
Οι Bonnie Nettles είναι ένα πενταμελές συγκρότημα από την Αθήνα. Ξεκίνησαν να κάνουν συναυλίες μόλις πέρσι και ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι γύρω στα 25. Ξεπήδησαν από τη νεο-ψυχεδελική σκηνή της πόλης – αν μπορείς, φυσικά, να μιλήσεις για σκηνή. Οι ίδιοι δεν πιστεύουν ότι ισχύει κάτι τέτοιο. «Πενήντα μαλάκες είμαστε παντού. Μόνο θέσεις αλλάζουμε, πάνω ή κάτω από τη σκηνή» μου λέει αφοπλιστικά ο Διονύσης.
Φαίνεται να παραπονιούνται, αλλά έχουν την πολυτέλεια να είναι από εκείνες τις ιδιαίτερες ροκ περιπτώσεις που έχουν αποκτήσει ένα αρκετά μεγάλο και σταθερό κοινό, το οποίο τους ακολουθεί στις συναυλίες τους, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Είναι κάπως σπάνιο αυτό που συμβαίνει στην περίπτωσή τους για τα ελληνικά δεδομένα. Ειδικά από τη στιγμή που δεν έχουν κυκλοφορήσει τίποτα επίσημα, παρά μόνο ένα ντέμο με τρία τραγούδια στο SoundCloud. Τους ζητάω να μου μιλήσουν γι' αυτό το φαινόμενο.
«Τι Μανώλης Αγγελόπουλος, τι Liam Gallagher! Ίδια αλητεία, αλλά δεν εμπνεόμαστε από αυτά, όπως γινόταν στο ρεμπέτικο. Δεν τα ζήσαμε. Ο κόσμος τότε πείναγε κι έβγαζε αυτά που έβγαζε. Εμείς τι να ζήσουμε με το iΡhone; Τι να τραγουδάμε, ότι πονέσαμε;»
«Ψάρωσε ο κόσμος μάλλον με τη σκηνική μας παρουσία. Αν περάσει λίγος χρόνος, νομίζω θα μας βαρεθούν, επειδή έτσι είναι στην Ελλάδα το κοινό. Πού είναι π.χ. αυτοί που έπαιζαν stoner πέρσι; Σήμερα δεν υπάρχουν ούτε οι μισοί. Στην Ελλάδα, πριν από δύο χρόνια, έλεγες stoner και ήταν σαν να έλεγες Πλούταρχος» τονίζει ο Ανέστης.
Η μουσική τους είναι μια μείξη της ψυχεδέλειας των Brian Jonestown Massacre και τoυ baggy acid house των Happy Mondays. Ο Ανέστης δείχνει μια επιφυλακτικότητα σε σχέση με τα όσα γράφονται γι' αυτούς. Αντιδρούν λίγο καχύποπτα όταν τους το αναφέρω. Οι συγκρίσεις, όμως, είναι αναπόφευκτες από τη στιγμή που έχουν έναν τύπο που παίζει ντέφι πάνω στη σκηνή. Και οι δύο μπάντες έχουν μείνει στην Ιστορία για τα μέλη που έπαιζαν ντέφι και μαράκα στις συναυλίες τους. Με τους BJΜ τους συνδέει κάπως και το όνομα, που έχει να κάνει με αμερικανικές αιρέσεις. Οι Nettles το έχουν δανειστεί από τον ιδρυτή της Heaven's Gate που πίστευε στα UFO, τα μέλη της οποίας στο τέλος αυτοκτόνησαν.
Όσον αφορά τους παραλληλισμούς με το Madchester, οι ίδιοι τους αποδίδουν στις «μουσικάρες» που βγάζει η εργατική τάξη, στην οποία πιστεύουν ότι ανήκουν. «Τι Μανώλης Αγγελόπουλος, τι Liam Gallagher! Ίδια αλητεία, αλλά δεν εμπνεόμαστε από αυτά, όπως γινόταν στο ρεμπέτικο. Δεν τα ζήσαμε. Ο κόσμος τότε πείναγε κι έβγαζε αυτά που έβγαζε. Εμείς τι να ζήσουμε με το iΡhone; Τι να τραγουδάμε, ότι πονέσαμε;» Μου σχολιάζουν επίσης ότι οι Έλληνες είναι κολλημένοι κυρίως με Καζαντζίδη, Χατζιδάκι και με τον Theodoreκαι ότι «δεν καταλαβαίνουν γενικά τι παίζουμε».
Δεν τους ενδιαφέρει καθόλου να μιλήσουν για τα πολιτικά. Περισσότερο ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, σαν βέροι Βαλκάνιοι. «Ξεκόλλα, τι είμαστε; Πώς θα χαρούμε διαφορετικά;»
Με ενδιαφέρει, όμως, να ακούσω την άποψή τους για τη μουσική τα χρόνια του Διαδικτύου. «Το πρώτο πράγμα στο Ίντερνετ είναι η λέζα. Εδώ στην Ελλάδα την τρώμε πάρα πολύ. Αλλά είτε γράφεις καλή μουσική είτε όχι, κυρίως λέζα θέλουν. Τώρα, τι σημαίνει αυτό στην πράξη, είναι μια άλλη ιστορία» λέει ο Ανέστης. Αυτό υποθέτω πως εξηγεί εν μέρει το γεγονός ότι ο Διονύσης εμφανίζεται τις περισσότερες φορές γυμνόστηθος πάνω στη σκηνή, ο Βαγγέλης με το ντέφι ή ότι καμιά φορά τους συνοδεύει και μια χορεύτρια.
Όταν συζητάμε πιο ουσιαστικά για τις επιρροές τους, δεν δίνουν την εντύπωση ότι αυτά που παίζουν είναι προϊόν αναβίωσης ή νοσταλγίας. «Στο γυμνάσιο δεν άκουγα Placebo, ΖΝ άκουγα. Δεν μου άρεσαν αυτοί που άκουγαν ροκ. Ήθελα να είμαι στη γωνία μαζί με αυτούς που καπνίζανε και φορούσαν φαρδιά ρούχα. Δεν ήθελα να είμαι με τα παιδάκια που έκαναν μπάντες» λέει ο Διονύσης. «Καλά, και πώς από τους ΖΝ αποφάσισες να το ρίξεις στο ροκ;» τον ρωτάω.
«Το ίδιο πράγμα είναι. Το μυστικό της επιτυχίας είναι στο attitude. Έχουμε χιπ-χοπ attitude και rave ήχο. Οι μόνοι που ζουν πραγματικό ροκ-σταριλίκι στην Αθήνα αυτήν τη στιγμή κάνουν χιπ-χοπ. Ο Υποχθόνιος πάει μόνο με το swag του στο μικρόφωνο, παίρνει χίλια ευρώ και φεύγει. Προσωπικά, δεν νομίζω ότι θα πάρω ποτέ χίλια ευρώ. Πιστεύουμε σε κάτι κι ας μη γίνει ποτέ» τονίζει πριν κλείσουμε τη συζήτηση. «Εμένα μου αρέσει να ζω μέσα στο ψέμα».
Είναι αλήθεια, πάντως, όσα λέγονται για τον χαμό που γίνεται στα live τους. Το διαπιστώνω και μόνη μου. Φτάνω γύρω στις 9 στον συναυλιακό χώρο που τυχαίνει να ανοίγουν για μια χιπ-στεροαμερικάνικη μπάντα και είναι τίγκα από κόσμο που δεν βλέπεις συχνά έξω. Η συναυλία είναι σχεδόν sold-out από νωρίς, πράγμα που σημαίνει ότι έχουν πάει εκεί για να μην τους χάσουν. Δεν έχω ξαναδεί κάτι ανάλογο. Αργότερα πετυχαίνω στα πεταχτά τον Διονύση, που μου κάνει όλο νόημα «σ' τα 'λεγα εγώ!».
Τhe Bonnie Nettles - Bonnie
Τhe Bonnie Nettles - Crawling in the Desert
Info:
Αυτή την περίοδο οι Bonnie Nettles βρίσκονται στο στούντιο και ετοιμάζουν τον πρώτο τους δίσκο.
www.facebook.com/thebonnienettles
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO