Aπό τον Μ.Hulot
Ο πρώτος δίσκος των Rita Mosss (με τρία s) είχε τίτλο «Ass» και είχε κυκλοφορήσει την τελευταία μέρα του καλοκαιριού πριν από δύο καλοκαίρια. Ήταν ένα άλμπουμ πανκ αισθητικής, με την αρμόζουσα φασαρία και δεκατρείς ιστορίες για μία «πρώην πόρνη με χαλαρό κώλο». Οι Rita Mosss έχουν χιούμορ και αυτοσαρκάζονται διαρκώς, ακόμα κι όταν μιλάς μαζί τους για τα πιο σοβαρά πράγματα. Η κουβέντα μας ήταν απολαυστική και από τις πιο «ουσιαστικές» που έχω κάνει με μουσικούς αυτής της σκηνής, που κουβαλούν όλο το βάρος μιας νοοτροπίας που τους κάνει αυτιστικούς κι εσωστρεφείς. Οι Rita Mosss είναι ακομπλεξάριστοι. Εντελώς. Όταν τους βλέπεις πάνω στη σκηνή είναι εντυπωσιακοί, βγάζουν μια ένταση που τους κάνει απόμακρους και λίγο τρομακτικούς, αλλά όταν δεν παίζουν, δεν έχουν καμία σχέση με την εικόνα που βγάζουν στα live τους. Μεταξύ καφέ και ανθρακούχου νερού σχολιάζουμε τα καλοκαιρινά φεστιβάλ που έχουν γίνει των άκρων: ή για mainstream κοινό ή για πολύ ψαγμένους – που είναι ένας πολύ συγκεκριμένος αριθμός ανθρώπων. Δεν υπάρχει κανένα πια που θα μπορούσε να μαζέψει όλο το κοινό, όπως παλιότερα.
«Στην Αθήνα όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, είμαστε ελάχιστοι» λένε. «Βασικά εξαρτάται και από το τι παίζεις, αυτό είναι το πιο σημαντικό απ' όλα. Όταν παίζεις έναν σκληρό ήχο που δεν είναι metal –γιατί το metal έχει κοινό–, αναγκαστικά έχεις πολύ μικρό κοινό και δεν απευθύνεσαι σε όλους. Το πανκ προέρχεται από την αστική τάξη, γι' αυτό και έχει μια πιο καλλιτεχνική υπόσταση, ενώ οι οπαδοί του metal είναι μια "αδελφότητα". Το metal προέρχεται από λαϊκά στρώματα, γι' αυτό κιόλας δημιουργούνται ομάδες, θεωρείται διασκέδαση. Το κοινό της πιο "ψαγμένης" μουσικής είναι αδηφάγο, δηλαδή θέλει πάντα κάτι καινούργιο και μετά από λίγο το απορρίπτει και ψάχνει για κάτι άλλο. Πάλι καινούργιο. Μπορεί να υπάρχει το Ιnternet και η παγκοσμιοποίηση, αλλά δεν παύει να υπάρχει και ο μικρόκοσμος του καθενός. Τα 100-150 άτομα που παρακολουθούν μια συναυλία είναι ο μικρόκοσμος του κάθε γκρουπ, με αυτούς θα μιλήσει. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα ελάττωμα γενικότερα με τις ανθρώπινες σχέσεις, ότι αρχίζεις να λογοδοτείς στον περίγυρό σου. Επειδή έχουν όλοι άποψη, αρχίζεις και σκέφτεσαι "αν κάνω αυτό, τι θα πουν;'" Εκτός των άλλων, υπάρχει και αυτό το πρόβλημα. Κάποιες φορές αυτό δεν λειτουργεί μόνο ανασταλτικά, μπορεί να έχει και τα καλά του. Επίσης, έχουν και μικρή μνήμη, δηλαδή τώρα μπορεί να σε αποθεώνουν, μετά να σε γειώσουν και μετά πάλι να σε αποθεώσουν. Είναι τόσο απότομη η αντίδραση σε μια πράξη σου που λες "θα με φάνε" και μετά περνάει και είναι σαν να μη συμβαίνει τίποτα».
Ο Δημήτρης και ο Κώστας γνωρίζονται από το 2000, από τη Β' Λυκείου. Πρώτα αντάλλασσαν μεταξύ τους κασέτες και μετά αποφάσισαν να φτιάξουν μαζί μουσική. Τον Χάρη τον γνώρισαν στο δεύτερο live τους και από τότε έγινε το τρίτο μέλος που ανεβαίνει στη σκηνή και τα σπάνε. «Όποτε θέλει είναι μέλος του γκρουπ και όποτε θέλει δεν είναι. Έχει όλα τα δικαιώματα και καμία υποχρέωση», λένε και γελούν. Μιλούν για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα γκρουπ που τα μέλη του έχουν να βγάλουν πέρα όλες τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας και δεν τους φτάνει ο χρόνος. Και για το χρήμα. Όλο το κόστος για την παραγωγή του πρώτου δίσκου το κάλυψαν μόνοι τους, το ίδιο και του νέου δίσκου που έχουν σχεδόν έτοιμο και είναι σε αναζήτηση εταιρείας για να το κυκλοφορήσουν. Ο Δημήτρης δουλεύει στην οικογενειακή επιχείρηση που εμπορεύεται μαγιό και ο Κώστας είναι καθηγητής μουσικής. «Θέλουμε να βγει ο δίσκος και δεν κάνουμε μεγαλεπήβολα σχέδια» λένε. «Γενικά, είμαστε ευχαριστημένοι από τις ηχογραφήσεις, οπότε πιστεύουμε ότι θα βγει ωραίος. Σίγουρα θα θέλαμε να κάνουμε μια περιοδεία, να το δοκιμάζαμε και αυτό. Όλα τα έξοδα τα μοιραζόμαστε, ό,τι έχει σχέση με το γκρουπ τα πληρώνουμε εμείς – ίσως κάποια εταιρεία να μας βοηθούσε σε αυτό το πράγμα, να έφευγε από πάνω μας το οικονομικό περισσότερο. Είμαστε υπέρ του ρομαντισμού, αλλά κάποιες φορές είναι τόσο πολλά τα έξοδα, που στο τέλος η κατάσταση καταντάει μη βιώσιμη και φοβερά χρονοβόρα γιατί περιμένεις να μαζέψεις λεφτά για το επόμενο βήμα. Στην Ελλάδα έχουμε παίξει σε πολλά events και η φάση είναι ότι "σας κάνουμε και χάρη". Είμαστε ολιγαρκείς όσον αφορά την μπάντα, δεν μας ενδιαφέρει να βγάλουμε λεφτά, αλλά θέλεις ένα αντίτιμο για τη μουσική σου, την υπηρεσία αυτή που προσφέρεις. Ένα ωραίο ψυχολογικό δώρο, ας το πούμε έτσι. Δίνουμε πολύ χρόνο. Αναγκαζόμαστε πολλές φορές να ακυρώσουμε δουλειές για να παίξουμε σε live και στο τέλος όχι απλώς δεν παίρνεις τίποτα, αλλά δεν σου κερνάνε καν τα ποτά σου».
Η φάση της μουσικής έχει αλλάξει. Με την έλευση του Ιnternet όλα διαφοροποιούνται, ο οραματισμός έχει κοπεί. Πριν από 2-3 χρόνια έλεγα στον εαυτό μου ότι η μουσική φτάνει παντού, είναι πολύ θετικό όλοι να ακούνε μουσική, όλοι να έχουν πρόσβαση σε αυτή, αλλά άρχισε να χάνει από κάπου όλο αυτό. Η πιτσιρικαρία ξέρει περισσότερα είδη μουσικής, αλλά επιφανειακά, όχι σε βάθος – η πρόσβαση στην πληροφορία είναι μεγάλη παγίδα. Αυτό που με ενοχλεί είναι όταν ρωτάω "ποιον δίσκο έχεις ακούσει από αυτή την μπάντα" και μου λένε "άκουσα τρία τραγούδια". Το έχω κάνει κι εγώ – για να μην κατηγορώ τους άλλους. Έχω κάτσει κι έχω ακούσει ενάμιση λεπτό κι έχω πει "δεν μου αρέσει, το πετάω". Πόσους δίσκους τούς έχουμε ακούσει μία, δύο και τρεις φόρες και δεν μας αρέσουν και μετά μας τραβάνε και γουστάρουμε – αυτοί είναι και οι καλύτεροι. Παλιά είχαμε το πρόβλημα να βρούμε αυτό που ψάχναμε, χαλάγαμε άπειρο χρόνο. Τώρα το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν πολλά κι έτσι χρειάζεσαι πολύ χρόνο μέχρι να τα φιλτράρεις και να ξεχωρίσεις τα σκατά από αυτά που αξίζουν. Πάλι στα ίδια είμαστε.
Στα 30 σου έχεις υποχρεώσεις και μηδέν χρόνο. Πρέπει να είσαι ήδη καλός και φτασμένος για να μπορείς να ζήσεις από τη μουσική. Και πρέπει η μπάντα σου να φυσάει. Έξω έτσι γίνεται. Σε Λονδίνο, Αμερική, Αγγλία κάνουν μπάντες από τα 13 τους και στα 18-19 τους έχουνε φτάσει σε ένα καλό επίπεδο. Είναι η παράδοση, ρε παιδί μου. Και γίνεται η φάση. Ένας καλός φαύλος κύκλος. Τσουλάει και πάει αυτό το πράγμα. Είναι θέμα και της κοινωνίας. Άμα η κοινωνία είναι πλούσια κοινωνία, μπορεί να το στηρίξει αυτό. Διάβαζα π.χ. ότι στη Νορβηγία, αν κάνεις black metal, παίρνεις επιδότηση επειδή θεωρείται μέρος της κουλτούρας τους. Σε πληρώνουν για να φτιάξεις μπάντα. Σου δίνουν επιδότηση, τσάμπα στούντιο, τσάμπα εξοπλισμό και σε στηρίζουν οικονομικά και στις περιοδείες. Εδώ είναι αστείο να ονειρεύεσαι να ζήσεις από το συγκρότημα. Κι αν σε πληρώνουν γι' αυτό, όλοι θα κάνουν μπάντες».
http://ritamosss.bandcamp.com/
Οι Rita Moss συμμετέχουν στο Γκρέκα launch party στο Komma bar το Σάββατο 28/6
σχόλια