Το Μουσικό Φεστιβάλ Χίου (Chios Music Festival) θα ήταν μια ακόμα σειρά εκδηλώσεων από αυτές που αφθονούν στα νησιά, αν πίσω του δεν κρύβονταν δυο άνθρωποι: η Όλγα Holdorff Μυριαγκού και ο Λευτέρης Βενιάδης. Τρέφοντας βαθιά αγάπη και όραμα για τον τόπο τους, έχουν καταφέρει να ενσωματώσουν στο φεστιβάλ το ανθρώπινο δυναμικό της Χίου, που το έχει αγκαλιάσει όλα αυτά τα χρόνια, αξιοποιώντας ταυτόχρονα κάθε σημείο του νησιού: από το Μουσείο Μαστίχας Χίου, που δεσπόζει πάνω από τα μαστιχοχώρια και τα περήφανα δέντρα που ενσαρκώνουν την αισθητική του νησιού αλλά και τα ανοιχτά, συμβολικά του τραύματα, έως τα Οθωμανικά Λουτρά με τη δική τους υποβλητική ατμόσφαιρα και τη θρησκευτική ιστορία στην καρδιά του Κάστρου, από τον αύλειο χώρο του Ι.Ν. Άγιου Γεωργίου Συκούση με το γραφικό μοναστήρι, τα ωραία σοκάκια και τα ευωδιαστά τριαντάφυλλα έως τις γραφικές Οινούσσες.
Σε κάθε γωνιά της Χίου ακούστηκαν, κατά τη διάρκεια του 7ου Μουσικού Φεστιβάλ Χίου, ήχοι του Μπαχ, της τζαζ των Βαλκανίων αλλά και τα φρικτά γεγονότα του ‘22, όπως καταγράφηκαν στη μουσικοθεατρική παράσταση «Λουκής Λάρας» του Δημήτριου Βικέλα − μια ιδέα του Λευτέρη Βενιάδη, για τη σφαγή που μάτωσε για πάντα τις σελίδες της χιώτικης ιστορίας. Όλα αυτά μεταμορφώθηκαν δημουργικά σε καλλιτεχνικές εμπειρίες που έφεραν κοντά τους επισκέπτες, τους κατοίκους και όλους όσοι έχουν συμβάλει στο εγχείρημα, από τα νεαρά παιδιά που συμμετείχαν ασμένως ως εθελοντές έως τους πρόσφυγες από τα camps, που συνέβαλαν στις παραστάσεις.
Για πρώτη φορά φέτος τα προσφυγόπουλα από το ετήσιο εκπαιδευτικό μουσικό πρόγραμμα έδωσαν τη δική τους συναυλία, θυμίζοντας ότι το νησί είναι έτσι και αλλιώς μια ατελείωτη ιστορία μετατόπισης, μετανάστευσης, ξεριζωμού, ανησυχίας και στοχασμού.
Το Μουσικό Φεστιβάλ Χίου, που ολοκληρώνει τον 7ο πλέον χρόνο λειτουργίας του, έχει γίνει θεσμός και έχει αποδείξει ότι ήρθε για να ενσωματωθεί δημιουργικά στο νησί όχι μόνο με παραστάσεις αλλά και με μια σειρά από δράσεις που πραγματοποιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Αρκεί, άλλωστε, ένα πέρασμα από τις βιβλιοθήκες, όπως η Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής», όπου ακούστηκαν τα ποιήματα του Ελληνοαυστριακού Μιχάλη Pichler (κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα), τα οποία είδαμε να αποτυπώνονται μουσικά και σκηνικά από την τοπική καλλιτεχνική κοινότητα Χίου, για να αντιληφθεί κανείς όλους τους παράλληλους δρόμους του φεστιβάλ. Αν τα ποιήματα του Καβάφη έδειξαν σε εκείνη την εκδήλωση να μεταμορφώνονται μέσα από μια άλλη, νέα τέχνη δημιουργίας βιβλίων, αντίστοιχα φαίνεται να αλλάζει και να μετατοπίζεται κάθε αίσθηση για το πώς μπορεί να αφουγκραστείς την τέχνη σε ένα νησί με τέτοια ιστορική βαρύτητα, ακριβώς στα σύνορα.
Η απάντηση σε αυτό είναι η ενιαία γραμμή που φέρνει κοντά τους ευαίσθητους στη μουσική κατοίκους της Χίου με κορυφαίους καλλιτέχνες από τη Γερμανία, την Ελβετία, τα Βαλκάνια και φυσικά την Ελλάδα, οι οποίοι έδειξαν ότι η τέχνη όντως σώζει, αν συνοδεύεται από ενσυναίσθηση, γνώση και ευαισθησία. Το Μουσικό Φεστιβάλ Χίου, που ολοκληρώνει τον 7ο πλέον χρόνο λειτουργίας του, έχει γίνει θεσμός και έχει αποδείξει ότι ήρθε για να ενσωματωθεί δημιουργικά στο νησί όχι μόνο με παραστάσεις αλλά και με μια σειρά από δράσεις που πραγματοποιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Επειδή, όμως, κύριο ζητούμενο είναι το υψηλό επίπεδο των εκδηλώσεων, το κριτήριο της επιλογής των καλλιτεχνών που συμμετέχουν είναι ιδιαίτερα αυστηρό, καθώς τόσο η δεξιοτέχνις του βιολιού και διακεκριμένη μουσικός Olga Holdorff-Μυριαγκού, με ρίζες στη Χίο, όσο και ο έτερος καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Λευτέρης Βενιάδης, ένας πολύπλευρος δημιουργός με σπουδές σύνθεσης στην Ανώτατη Ακαδημία της Δρέσδης και με πλούσιο σκηνοθετικό έργο, εγγυώνται από μόνοι τους την υψηλή ποιότητα του φεστιβάλ, την οποία έχουν πλέον διαπιστώσει οι κάτοικοι που φροντίζουν να αγκαλιάζουν κάθε χρόνο με θέρμη τον θεσμό.
Είναι ωραίο, για παράδειγμα, να ακούς διεθνούς φήμης σολίστ με βάση την Ελβετία, όπως τα μέλη των EnsembLesAlpes, να παίζουν για πρώτη φορά έργα ανεξερεύνητων ρομαντικών κλασικών στο κτήμα Σπύρου Στεφάνου στον πανέμορφο Κάμπο της Χίου, με το αυγουστιατικό φεγγάρι να φωτίζει τις πορτοκαλιές και με τις μυρωδιές από τα περιβόλια να διαπερνούν τους ήχους. Κυρίαρχο ρόλο, ωστόσο, από όλες τις αισθήσεις έχει το βλέμμα, που μοιάζει σαν να ζωντανεύει στην καρδιά της Χίου λυρικές περιγραφές του Τόμας Μαν, ο οποίος ενδεχομένως να έβρισκε σε αυτά τα απέραντα περιβόλια, αν όχι την ξεχασμένη Ελβετία, έναν άλλο ρομαντικό τρόπο πρόσληψης της στιγμής που διαφεύγει και γίνεται ολοκληρωμένος κόσμος.
Αυτό νιώσαμε όταν η Όλγα μάς μιλούσε, ένα βράδυ με τσίπουρα στην Ιχθυόσκαλα της Χίου, για το όραμά της να δημιουργήσει μαζί με τον Λευτέρη, τον οποίο γνωρίζει από τα χρόνια της συνύπαρξής τους στο Βερολίνο, ένα μουσικό φεστιβάλ στην πατρίδα τους, τη Χίο, φέρνοντας κορυφαίους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο σε μέρη με τα οποία οι ίδιοι, ως Χιώτες, είχαν συνδεθεί και αγαπήσει. Με καταγωγή από το νησί και μεγαλωμένη στη Γερμανία, η Όλγα απέκτησε εμπειρία από τα διεθνή φεστιβάλ, στα οποία συμμετείχε ως βιολονίστα αλλά και ως δασκάλα μουσικής σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου.
Εκτός από τη Θερινή Ακαδημία Παξών, έχει βρεθεί να διδάσκει σε περιοχές στις οποίες δύσκολα φτάνουν οι απλοί ταξιδιώτες: μου αφηγείται συγκινημένη ιστορίες από τις μέρες που μάθαινε μουσική σε παιδιά στις φαβέλες της Βενεζουέλας, «σε αίθουσες με πεσμένους τοίχους και με τις κατσαρίδες να τρέχουν κάτω από τα πόδια μας», συμμετέχοντας ενεργά στο El Sistema, που έγινε παγκοσμίως γνωστό χάρη στον Ντουνταμέλ, αλλά και στις πιο επικίνδυνες περιοχές της Παλαιστίνης, στη Ναμπλούς και τη Ραμάλα, με το Barenboim-Said-Foundation.
Πολλοί μαθητές τύγχανε να έχουν χάσει τον κολλητό τους την περασμένη μέρα, οπότε να έχουν μόνο τον ήχο του βιολιού ως παρηγοριά ή να ξέρουν πως το ευματάβλητο της ύπαρξης αντισταθμίζεται μόνο από τη δυνατότητα της μουσικής − και αυτό είναι κάτι που η ίδια λέει ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ. Αυτό αναφαίνεται, προφανώς με άλλο τρόπο, μέσα από τα αντιηρωικά και συγκλονιστικά λόγια του Δημήτριου Βικέλα που ακούστηκαν κυριολεκτικά σε όλο τον Κάμπο, στο Μουσείο Μαστίχας, το οποίο επέλεξε για να ανεβάσει τη δική του μουσικοθεατρική εκδοχή του «Λουκή Λάρα» ο Λευτέρης Βενιάδης, ο οποίος στο παρελθόν μάς έχει χαρίσει μια σειρά από πολύ σημαντικές μουσικές παραστάσεις. Ως Χιώτης δεν μπορεί, όπως είπε, να μη νιώθει «το βάθος και το περιεχόμενο του γραπτού αυτού λόγου» και να μην αντιλαμβάνεται ότι «το ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής τέμνεται με κάποιον τρόπο με τη σημερινή πραγματικότητα».
Πρόκειται για μια διαπίστωση που μοιράζονται οι δυο καλλιτεχνικοί διευθυντές, οι οποίοι εκτός από εξαίσιους μουσικούς επέλεξαν τα προσφυγόπουλα για να αναπαραστήσουν τη δική τους εκδοχή, με τραγούδια από όλο τον κόσμο, στον συμβολικό τόπο των Οθωμανικών Λουτρών στο Κάστρο της Χίου. Ήταν μια υπέροχη μουσική γιορτή, όπως μου είπαν, και μεγάλη χαρά να βλέπεις όλα αυτά τα πιτσιρίκια από διαφορετικά μέρη του κόσμου, με τα γιουκαλίλια και άλλα όργανα, να δείχνουν ότι η μουσική ενώνει παρά χωρίζει.
Πρόκειται για μια συναυλία που γίνεται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά και ουσιαστικά συνιστά το δημιουργικό αποτέλεσμα της σύμπραξης του Μουσικού Φεστιβάλ Χίου με τον οργανισμό ΔΗΩ, με συμμετέχοντες τους πρόσφυγες που έλαβαν μέρος στο ετήσιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε διδασκαλία της Ανδριάννας Νεαμονίτη, η οποία έχει καταθέσει σπουδαίο έργο στον τομέα αυτό.
Αλλά, αν το παρελθόν δείχνει ότι η Χίος ξέρει τι σημαίνει σύνορο, πληγή, τραύμα, κατακτητής, ταξίδι, το παρόν οριοθετεί ένα άλλο άνοιγμα προς το μέλλον: καταξιωμένοι μουσικοί από όλα τα Βαλκάνια, μέλη του Balkan Spirit Ensemble, ένωσαν τις μουσικές του τόπου τους σε μια πανέμορφη βραδιά που είχε απ’ όλα: τζαζ ακούσματα, κέφι, αυτοσχεδιασμούς και έναν σπουδαίο μουσικό, που θεωρείται σολίστ του καβάλ, τον Nedyalko Nedyalkov, να αφήνει άφωνο το κοινό με την εμφάνισή του σε μια σκηνή ακριβώς δίπλα στη θάλασσα, πάνω στην άμμο, στην περιοχή του Καλφά.
Δύσκολα μπορούσες να πιστέψεις ότι άκουγες τόσο όμορφα βαλκανικά τζαζ ακούσματα με την αδαμάντινη φωνή της Katya Tasheva −η οποία μετέτρεψε σε τζαζ δικά μας γνωστά ρεμπέτικα!− πάνω στην ψάθα σου, πίνοντας μπίρες δίπλα στη θάλασσα − και με ελεύθερη είσοδο. Είναι από τις στιγμές που καταλαβαίνεις τι πραγματικά σημαίνει καλοκαίρι, τις οποίες τελικά μπορεί εκτός από τη θάλασσα να σου χαρίσει μόνο η μουσική. Μπορεί, επίσης, μιλώντας για μια άλλη βραδιά, να μην πρόλαβα να ακούσω τις αγαπημένες μου «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» του Μπαχ με τις βιολονίστες Όλγα Holdorff Μυριαγκού και Maria Jadziewicz και τον Αυστραλό βιολοντσελίστα Martin Smith, αλλά μπορώ να φανταστώ τι ένιωσε ο κόσμος που άκουσε αυτές τις θεϊκές μελωδίες, ό,τι πρέπει για το μοναστήρι της Παναγιάς στα Μεστά, μπροστά από την επιβλητική μεσαιωνική πέτρα, σε ένα περιβάλλον που απαιτεί από μόνο του Μπαχ.
Ένα τόσο διαφορετικό φεστιβάλ, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να κλείσει παρά με μια μεγάλη, sold out, συναυλία με έναν πολύ αγαπημένο στο κοινό καλλιτέχνη, όπως ο Αλκίνοος Ιωανίδης. Ανεβαίνοντας στη σκηνή, αφού ευχαρίστησε τους φίλους του Όλγα και Λευτέρη, επαινώντας τους για το φεστιβάλ, φρόντισε να χαρίσει στο κοινό της Χίου μια μοναδική βραδιά. Στο ανοιχτό θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης», με φόντο μια συστάδα από ψηλά δέντρα σε έναν χώρο γεμάτο περιβόλια, είπε τις δικές του ιστορίες για τις στιγμές που εμπνεύστηκε κάποιους από τους πλέον γνωστούς του στίχους, κάποια παλιότερα, άγρια βράδια από το αθηναϊκό του παρελθόν, ενώ ευχαρίστησε την υπόλοιπη παρέα των μουσικών −τον Σταύρο Λάντσια στα πλήκτρα, τον Μιλτιάδη Παπαστάμου στο ηλεκτρικό βιολί, τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο ηλεκτρικό μπάσο και τον Μιχάλη Καπηλίδη− με τους οποίους ξαναβρέθηκε, «σαν τα παλιά ζευγάρια», όπως είπε, μετά από τόσα χρόνια, σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Στο πλαίσιο του ποιητικού αναχωρητισμού που χαρακτηρίζει τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και τα τραγούδια του, δεν παρέλειψε να αποτίσει φόρο τιμής στον αγαπημένο του «ομοϊδεάτη» Σκαρίμπα, μιλώντας για αυτό το «φωσάκι» του, που ενέπνευσε, όπως είπε, τον στίχο «φωσάκι αγέννητο μες στην καρδιά του σκότους» στο τραγούδι του «Πάντα θα ξημερώνει».
Είναι αυτή η ελπίδα μέσα στην απελπισία, την οποία ήθελε να μεταφέρει μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, στον οποίο αφιέρωσε το τραγούδι. Και είναι σημαντικό ότι την υποβλητική ερμηνεία του την έκλεισε με σιωπή μετά το τέλος, παρά το πλήθος των χειροκροτημάτων που ακούστηκαν. Συγκινητικός, ξεσηκωτικός και όσο πρέπει ρομαντικός, δεν παρέλειψε να πει την επιτυχία «Στην Αγορά του Αλ Χαλίλι» που αγαπάει ο κόσμος, ενώ φυσικά αναφέρθηκε σε αγαπημένους του λογοτέχνες και ποιητές, όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε που αποτέλεσε πηγή έμπενυσης για το «Κοράκι».
Αυτό όμως που πραγματικά μας γονάτισε και έκανε ακόμα και τα τζιτζίκια να σιωπήσουν ήταν η α καπέλα ερμηνεία του στην «Πατρίδα», το τραγούδι που αντηχεί σκέψεις για κάθε λογής εισβολή με κύρια αναφορά σε αυτή στην πατρίδα του, την Κύπρο. Και δεν μπορούσες να μην ανατριχιάζεις ακούγοντάς τον με στεντόρεια φωνή να λέει «Είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή/ για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα/ Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη/ η πίστη μας, η καημένη/ Σολωμός με Αρμάνι και την καρδιά ανοιχτή/ Με τρομάζεις ακόμα, οπαδέ της ομάδας/ του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα/ διερμηνέα του Θεού/ ρασοφόρε γκουρού/ τσολιαδάκι φτιαγμένο/ προσκοπάκι χαμένο/ προσεύχεσαι και σκοτώνεις/ τραυλίζεις ύμνους οργής», ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα των τελευταίων ημερών.
Ωστόσο, σε αυτή την περιοχή με τα ανεπούλωτα τραύματα και με το ιδιαίτερο βάρος της ιστορίας, όλα ακούγονται ακόμα πιο έντονα: άλλωστε στη Χίο δεν θα δεις τίποτα ψεύτικο, ούτε την τουριστική αλλοτρίωση που έχει εξαλείψει ταυτότητες και συνειδήσεις σε άλλα νησιά. Έχοντας στο μυαλό μου όλα αυτά, βγαίνω από την τελευταία συναυλία του φεστιβάλ με την αίσθηση ότι κάποιοι πιστεύουν ακόμα ότι η τέχνη εξανθρωπίζει − και η απόδειξη είναι όλος αυτός ο κόσμος που φεύγει από το θέατρο σιγοτραγουδώντας τους στίχους του Αλκίνοου και κρατώντας στο χέρι σουμάδες και παγωμένα αμύγδαλα που πουλούσαν στην είσοδο οι μικροπωλητές (σε ποιο άλλο σημείο του κόσμου πουλάνε παγωμένα αμύγδαλα σε συναυλία;).
Εν ολίγοις, η στοχαστική περισυλλογή και αυτά τα άσματα της εσωτερικής περιπλάνησης σημαίνουν μια κατάσταση εναρμονισμένη με το περιβάλλον και περήφανη για τη δική της αυτονομία. Εδώ οι μουσικές δείχνουν τη δική τους νίκη, ειδικά σε αυτή την ωραία άκρη της Ελλάδας, κι ας μην είναι ξεκάθαρο με γυμνό μάτι. Στη Χίο ευτυχώς τα πράγματα γίνονται αλλιώς, ειδικά όσον αφορά τα φεστιβάλ της.