ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 2023 στο Ευγενίδειο Πλανητάριο, πενήντα επτά χρόνια από την επίσημη έναρξη της λειτουργίας του, θα ακούσουμε την τελευταία, ακυκλοφόρητη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου (Vangelis), ένα μουσικό έργο-αφιέρωμα στο σύμπαν και την εξερεύνησή του. Το σύμπαν τον γοήτευε από τα παιδικά του χρόνια, τα μεγάλα άγνωστα μυστήρια που κρύβει καθορίζουν τη δημιουργία του μοναδικού ήχου που ακούμε σήμερα στα έργα του. Δεν είναι λίγοι αυτοί που τον αποκάλεσαν «μελωδό του σύμπαντος», ενώ από το 1995 ο αστεροειδής 6354 φέρει το όνομά του: Vangelis.
Η μουσική του αποτελεί οργανικό μέρος της ταινίας με τίτλο «Είμαστε αστρόσκονη» και υπότιτλο «Αφιέρωμα στη μουσική και στο σύμπαν του Vangelis», της οποίας το σενάριο, τη σκηνοθεσία και την αφήγηση έκανε ο επίτιμος διευθυντής του Πλανηταρίου, κορυφαίος Έλληνας αστροφυσικός Διονύσης Σιμόπουλος, ένας επιστήμονας που πίστευε βαθιά και συνέβαλε όσο κανένας άλλος στη διάδοση της επιστημονικής γνώσης για το σύμπαν, επιχειρώντας επί δεκαετίες να δώσει απαντήσεις σε έναν αινιγματικό και άγνωστο, όπως είχε δηλώσει, κατά το 95% κόσμο.
Η θέληση για ζωή που είχε ο πατέρας μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ολοκλήρωση αυτού του έργου. Γι’ αυτό και αυτή η δουλειά συμβολίζει τόσο πολλά πράγματα για όλους μας, κυρίως το πάθος και την αγάπη δυο ανθρώπων για το μυστήριο του σύμπαντος, αυτόν τον γοητευτικό, άγνωστο κόσμο.
Ένα κύκνειο άσμα που σφραγίζει μια μακρά φιλία
Το έργο αυτό, κύκνειο άσμα και των δυο ανδρών, έρχεται σήμερα να επισφραγίσει τη μακρά φιλία τους, που χρονολογείται στις αρχές του 2000. Ο Παπαθανασίου έβλεπε στο Ευγενίδειο Πλανητάριο την ελληνική εκδοχή των μεγάλων ερευνητικών κέντρων που ασχολούνται με το άγνωστο το οποίο μας περιβάλλει. Η εξωστρέφεια του Σιμόπουλου τους έφερε κοντά και συζητούσαν για πολλά χρόνια τη δημιουργία μιας παράστασης από κοινού, κάτι που άρχισαν να υλοποιούν πιο συστηματικά από τα τέλη του 2019.
Ο γεννημένος το 1943 Βαγγέλης Παπαθανασίου έφυγε από τη ζωή στις 17 Μαΐου 2022, στο Παρίσι, σε ηλικία 79 ετών. Τρεις μήνες αργότερα, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, πεθαίνει στην Αθήνα ο Διονύσης Σιμόπουλος, ο οποίος μέχρι μία μέρα πριν από τον θάνατό του δούλευε την ταινία, έχοντας καταφέρει να ολοκληρώσει ακόμα και το τελικό μοντάζ.
Λίγο μετά τον θάνατο του Βαγγέλη Παπαθανασίου, ο Ευάγγελος Καλαφάτης, δικηγόρος, νομικός σύμβουλος και στενός φίλος του, καθώς και διαχειριστής των πνευματικών δικαιωμάτων της μουσικής του, ενημέρωσε το ίδρυμα ότι η μουσική για την ταινία υπάρχει και βάσει της διαθήκης του συνθέτη θα κληροδοτηθεί σε αυτό, προκειμένου να ολοκληρωθεί η ταινία που σχεδίαζαν με τον Διονύση Σιμόπουλο.
Το χρονικό της δημιουργίας της ταινίας
Συναντώ τον σκηνοθέτη, παραγωγό και συνεργάτη του Ιδρύματος Ευγενίδου Παναγιώτη Σιμόπουλο, που δέχεται να μου μιλήσει για το χρονικό της δημιουργίας της ταινίας και της φιλίας του πατέρα του με τον Παπαθανασίου.
«Η συνεργασία και η φιλία τους χρονολογείται από το 2006», λέει, «όταν το ίδρυμα τίμησε τον κ. Παπαθανασίου και είχαμε κάνει διάφορες εκδηλώσεις. Είναι σε πολλούς γνωστό ότι υπάρχει και ένα επτάλεπτο βίντεο με ήδη δημοσιευμένη μουσική του Βαγγέλη για τα πενήντα χρόνια του ιδρύματος.
Ο πατέρας μου και ο Βαγγέλης έγιναν πολύ φίλοι και υπήρχε η σκέψη να κάνουν μαζί μια συνεργασία, μια ταινία με το θέμα που γοήτευε και τους δυο. Το 2020 αυτή η ιδέα ενεργοποιήθηκε και άρχισαν να συζητούν, ανταλλάσσοντας σε πολύωρα τηλεφωνήματα ιδέες για το πρότζεκτ που σχεδίαζαν, ενώ ο καθένας από τη μεριά του δούλευε τα κομμάτια του, ο ένας της μουσικής και ο άλλος του σεναρίου, της εικόνας και της αφήγησης.
Αυτό χτιζόταν∙ ο πατέρας μου ήταν ήδη άρρωστος τότε, αλλά δούλευε συστηματικά και εντατικά, θέλοντας αυτό να είναι αυτό το τελευταίο έργο που θα παρέδιδε, μια ανασκόπηση της δουλειάς του».
— Εσείς είχατε γνωρίσει τον Βαγγέλη Παπαθανασίου;
Φυσικά, ήταν ένας εκπληκτικός άνθρωπος, πολύ απλός. Μια φορά μάς είχε καλέσει στο σπίτι του, μαγείρευε, θυμάμαι, καταπληκτικά. Ένιωθα δέος γιατί είχα έναν άνθρωπο αυτού του μεγέθους μπροστά μου και ήταν τόσο λιτός ‒ ακόμα και το Όσκαρ το είχε ανάμεσα σε βιβλία, σε μια κρυφή βιβλιοθήκη. Μια άλλη φορά, ήμουν εκεί και το χάζευα και έλεγε γελώντας «είδες το άγαλμα;». Ήταν ένας μεγάλος δημιουργός που δεν τον ένοιαζαν αυτού του είδους οι επιδείξεις, τον ενδιέφερε μόνο η τέχνη του.
Το Μάιο του 2022, εντελώς ξαφνικά, πέθανε. Όταν πήρε ο πατέρας μου τον κ. Καλαφάτη για να συλλυπηθεί, εκείνος του είπε ότι υπήρχε η μουσική, τα μουσικά θέματα για την ταινία, και ότι ο Βαγγέλης περίμενε να τους τα παρουσιάσει όταν ο πατέρας μου θα παρουσίαζε όλη την εικόνα που εμείς δουλεύαμε εν τω μεταξύ εδώ. Δεν πρόλαβε.
— Είναι μια δύσκολη ερώτηση που θέλω να σας κάνω, αν μου επιτρέπετε. Σε τι φάση ήταν η υγεία του πατέρα σας τότε;
Ήταν άσχημα. Ήταν δύσκολα και το γνωρίζαμε, είχε λίγους μήνες ζωής μπροστά του. Ωστόσο αυτό το έργο, η ολοκλήρωσή του, του έδωσε μια δεύτερη πνοή, δύναμη… Ξέρετε, το μεγαλείο της ψυχής του πατέρα μου δεν περιγράφεται. Η θέλησή του για ζωή μάς ξεπέρασε όλους. Αυτή ήταν άλλωστε η ιστορία του και το έργο αυτό είναι η παρακαταθήκη του.
Ας πάμε, ωστόσο, στα γεγονότα. Μου είπε «πάμε δυνατά, να το τελειώσουμε προτού πεθάνω» και αρχίσαμε να το υλοποιούμε και οπτικά, ώστε να στείλουμε την εικόνα στους στενούς συνεργάτες του Βαγγέλη, Philippe Colonna και Frederick Rousseau, οι οποίοι ανέλαβαν την παραγωγή και τη μείξη της μουσικής, καθώς ο ίδιος ο Vangelis είχε ολοκληρώσει ήδη τη σύνθεση, την ενορχήστρωση και την εκτέλεσή της.
— Έχω μάθει ότι ο πατέρας σας δούλευε και μέσα στο νοσοκομείο…
Έλεγε διαρκώς «έχω δουλειά να κάνω», ήμασταν δίπλα-δίπλα σε εικοσιτετράωρη βάση, είχαμε συνδέσει σε μια οθόνη το λάπτοπ και έβλεπε κάθε μοντάζ που του έφερνα, ενώ κρατούσε σημειώσεις. Ο πατέρας μου πέθανε την Κυριακή 7 Αυγούστου. Την Παρασκευή 5 Αυγούστου μού είπε «νομίζω, είμαστε έτοιμοι».
Κάποτε, ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Ευγενίδου, Λεωνίδας Δημητριάδης-Ευγενίδης, είχε πει στον πατέρα μου «έχεις κάνει μια ταινία πριν από είκοσι χρόνια που ποτέ δεν την ξεπέρασα. Θέλω να μου φτιάξεις την “Κοσμική Οδύσσεια 2”». Αυτός ήταν ο τίτλος εργασίας με τον οποίο δούλεψαν με τον Βαγγέλη. Κάποια στιγμή είπα στον πατέρα μου «πρέπει να βγάλουμε έναν τίτλο γι’ αυτό το έργο». Ένας τίτλος που μου άρεσε πάντα είναι το «Είμαστε αστρόσκονη» και συμφώνησε, γιατί αυτό είναι έργο που συμπυκνώνει όλη τη δουλειά του πατέρα μου.
— Στην ταινία ακούγεται η φωνή του πατέρα σας, έτσι δεν είναι;
Επέμενα να κάνει και το σπικάζ, αν και ο ίδιος δίσταζε, δεν του άρεσε πολύ η φωνή του. Τυχαία, εκείνη την περίοδο, ο Τάσος Κατσάρης, μόνιμος εξωτερικός συνεργάτης του Πλανηταρίου, που στη συγκεκριμένη ταινία έχει αναλάβει τον σχεδιασμό και τη μείξη του ήχου, μου είχε δώσει κάποιες ηχογραφήσεις του πατέρα μου, σαν πρωτόλεια podcasts, μια σειρά που λεγόταν «Στα μονοπάτια των άστρων», παραγωγής του Ευγενίδειου, που παιζόταν σαν ένθετο καθημερινό πεντάλεπτο στο ραδιόφωνο. Ήταν 180 θέματα με καθαρή τη φωνή του. Και πάνω στο σενάριο που έγραψε ο πατέρας μου και την εικόνα που είχαμε ήδη στείλει στη Γαλλία για επεξεργασία από τους συνεργάτες του Βαγγέλη βάλαμε και τα αντίστοιχα κομμάτια της φωνής του, σαν λεζάντες ‒ δεν θέλαμε να κάνουμε ένα σπικάζ σαν να πρόκειται για εκπαιδευτική ταινία. Η φωνή του, αν και ο ίδιος είχε αντιρρήσεις, λειτούργησε περίφημα, γιατί κανένας δεν μπορεί να πει τα κείμενα καλύτερα από τον συγγραφέα. Εδώ πρόκειται και για επιστήμη, αυτός που μιλά εννοεί όσα λέει, ξέρει τι θέλει να πει και με ποιον τρόπο.
— Πώς συνεχίσατε την παραγωγή μετά τον θάνατο του πατέρα σας;
Η θέληση για ζωή που είχε ο πατέρας μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ολοκλήρωση αυτού του έργου. Γι’ αυτό και αυτή η δουλειά συμβολίζει τόσο πολλά πράγματα για όλους μας, κυρίως το πάθος και την αγάπη δυο ανθρώπων για το μυστήριο του σύμπαντος, αυτόν τον γοητευτικό, άγνωστο κόσμο. Ο πατέρας μου, όπως και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, άφησε πίσω του το έργο ολοκληρωμένο.
Ο κ. Καλαφάτης, όταν ήρθε στην κηδεία του πατέρα μου, με ενθάρρυνε και μου είπε «έχουμε δουλειά να κάνουμε» και με τις οδηγίες του Βαγγέλη Παπαθανασίου και του πατέρα μου, και με πολλές συναντήσεις διαδικτυακές με τους Γάλλους συνεργάτες του, «δώσαμε τα χέρια» και στρωθήκαμε στη δουλειά να ολοκληρώσουμε την ταινία και τεχνικά. Την διεύθυνση παραγωγής όλο αυτό το διάστημα έτρεχε ο Μάνος Κιτσώνας, διευθυντής του Νέου Ψηφιακού Πλανηταρίου. Οπότε συνδέθηκαν οι μουσικές ενότητες που είχε γράψει ο συνθέτης κι εμείς προσθέταμε τα σπικάζ, σε συνεργασία με τον Αλέξη Δεληβοριά, αστρονόμο του Πλανηταρίου, που στην ταινία έχει τον ρόλο του επιστημονικού συνεργάτη.
— Τι θα δούμε σε αυτή την ταινία;
Θα ήθελα να αναφέρω, αν μου επιτρέπετε, με δυο λόγια και τους συντελεστές της εικόνας της ταινίας που έχει δημιουργηθεί από τους συμπαραγωγούς συνεργάτες του Πλανηταρίου από το εξωτερικό, κυρίως από τις ΗΠΑ αλλά και από την Ευρώπη. Με τους συνεργάτες αυτούς το Πλανητάριο έχει ανοιχτή συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια κι έτσι καταφέρνει να έχει στην διάθεσή του τις πιο σύγχρονες και εντυπωσιακές ψηφιακές αναπαραστάσεις που κυκλοφορούν παγκοσμίως.
Η ταινία έχει διάρκεια 40 λεπτά και χωρίζεται σε δέκα ενότητες, δέκα κεφάλαια. Είναι μια παρακαταθήκη της ιστορίας και του έργου του Διονύση Σιμόπουλου και της μουσικής διαδρομής του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Οι τίτλοι των δέκα ενοτήτων έχουν αντληθεί κατά το πλείστον από παλιές παραστάσεις του Πλανηταρίου και τα κεφάλαια αφορούν την αστρονομία, τη διαστημική εξερεύνηση, τη σχέση του ανθρώπου με το σύμπαν, ζητήματα κοσμικής θεωρίας, ενώ το τελευταίο κεφάλαιο έχει δώσει και τον τίτλο στην ταινία, «Είμαστε Αστρόσκονη». Δεν είναι ένα μονοθεματικό έργο αλλά μια ταινία που αφορά τη γνωριμία μας με το σύμπαν, ένα πολύπτυχο, μια ολιστική θεώρηση της σχέσης μας με αυτόν τον μυστηριακό και άγνωστο κόσμο, επιστέγασμα μιας μακράς φιλίας δυο ανθρώπων που τους ένωσε η αγάπη για το σύμπαν και το Διάστημα και εργάστηκαν σε όλη τους τη ζωή για να μας εμφυσήσουν αυτό το ενδιαφέρον, που με το έργο τους έφτασε και τα δικά μας χέρια σήμερα.