Πέρασαν είκοσι χρόνια. Το 2004, ο Δημήτρης Πλατανιάς, ανυποψίαστος για όσα μαγικά θα ακολουθούσαν, αλλά το ίδιο βέβαιος με σήμερα ότι ο ζωτικός του χώρος είναι η σκηνή της όπερας, ετοιμαζόταν να κάνει το ντεμπούτο του σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Είχε έρθει στην Αθήνα από την Καλαμάτα όπου εργαζόταν ως δάσκαλος κιθάρας, είχε περάσει από την Αγγλική Φιλολογία και είχε καταλήξει στο λυρικό τραγούδι. Με τη δύναμη των νιάτων και τη γνώριμη αποφασιστικότητά του πρόβαρε για πρώτη φορά τον ρόλο του Άλφιο στην Καβαλλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι, χωρίς να καταλαβαίνει πως την ίδια στιγμή άνοιγε την πόρτα του οπερατικού πρωταθλητισμού αλλά και της ατελείωτης χαράς που θα του χάριζε η αποθέωση που θα ακολουθούσε.
Δύο δεκαετίες μετά, ο κορυφαίος πια Έλληνας βαρύτονος κάνει πρόβες στο ίδιο έργο. Έχει ξεμπερδέψει με τη νεανική ανασφάλεια, έχει χορτάσει επιτυχίες, χαρές και λαχτάρες, ξέρει σε ποιους ρόλους είναι πραγματικά καλός, αναγνωρίζει τι να αποφεύγει αλλά και πως να μας ψαλιδίζει τον ενθουσιασμό όταν του επισημαίνουμε τις διεθνείς του κατακτήσεις.
Η μουσική τους είναι σαν τρικυμία που σηκώνει μεγάλα κύματα. Κι εσύ θες να κάθεσαι στην παραλία να τα θαυμάζεις.
Με την Καβαλλερία Ρουστικάνα, λοιπόν, ο Δημήτρης Πλατανιάς γιορτάζει έναν μεγάλο οπερατικό κύκλο δύο δεκαετιών. Και πλάι του, σε αυτήν τη γιορτή, έχει εκείνον που ξέρει πώς να μεταβολίζει το απλό συναίσθημα και να το κάνει υψηλή τέχνη, τον Νίκο Καραθάνο. Αφήνοντας στη άκρη τις θεατρικές του βεβαιότητες, ο σκηνοθέτης κάνει το ντεμπούτο του στα μεγάλα έργα του οπερατικού ρεπερτορίου, επιχειρώντας μια νέα ανάγνωση στις δύο κορυφαίες όπερες του βερισμού.
«Μουσική δεν ξέρω, αλλά από πιτσιρίκος τα κουνούσα τα χέρια μου σαν να τους ορίζω όλους. Ποιος δεν έχει ονειρευτεί ότι είναι μαέστρος που τα διευθύνει όλα; Τα αγαπούσα από πάντα αυτά τα έργα. Η μουσική τους είναι σαν τρικυμία που σηκώνει μεγάλα κύματα. Κι εσύ θες να κάθεσαι στην παραλία να τα θαυμάζεις. Είναι αδύνατο να μην τα ευχαριστηθείς. Είναι συνέχεια σε έναν παλμό, σε ένα δράμα. Θυμάσαι, όταν ήμασταν μικροί, όταν έπιανε η άνοιξη και βγαίναμε πλυμένοι και καθαροί, με τη χωρίστρα στη μέση, να πάρουμε το απόγευμα τα μηχανάκια; Θυμάσαι που όταν κάτι καλό συνέβαινε, όλο το απόγευμα κυλούσε αλλιώς; Εγώ, λοιπόν, φανταζόμουν ότι άκουγα το Vesti la giubba όταν μάρσαρα. Κανείς άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ ν’ αντισταθεί στην ιδέα ότι τραγουδάει αυτή τη μουσική. Η όπερα, έτσι κι αλλιώς, έχει μια μοναδική υπερβολή, κάτι που δεν αντέχεται. Άρα, συνώνυμό της είναι μόνο τα νιάτα».
Στις 25 Ιανουαρίου, λοιπόν, η Καβαλλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι και οι Παλιάτσοι του Λεονκαβάλλο ανεβαίνουν στη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ. Αγωνία, άραγε, πως ξανασυστήνεται σε έναν άλλο κόσμο; «Εγώ ντεμπούτο έκανα όταν με έφερε η μάνα μου στον κόσμο», λέει γελώντας. «Ντεμπούτο στην όπερα κάνω με την έννοια ότι είναι σαν να αγγίζω ένα κορμί για πρώτη φορά και δεν ξέρω από πού να το πιάσω, γιατί δεν έχω τα κλειδιά του».
Και η ορχήστρα; Ο Μασκάνι; Οι λυρικοί τραγουδιστές; Η θεία αυτή μουσική; «Αυτά μόνο ανακουφιστικά μπορεί να λειτουργήσουν γιατί με βγάζουν από την πρώτη γραμμή. Δεν πειράζει. Στην όπερα, σημασία έχει αυτό που βγαίνει από το στόμα και μπαίνει στην καρδιά. Όπως στο θέατρο, έτσι κι εδώ, γύρω από τους ανθρώπους είναι η φωτιά, όχι γύρω από τα κείμενα. Έχω παίξει για δύο θεατές και για 10.000 στην Επίδαυρο. Τι άλλο τρόμο να ζήσω;»
Άρα είναι σίγουρος για τον τρόπο που διαχειρίστηκε όλες αυτές τις δυνάμεις στην σκηνή; «Ξέρω να διαβάζω την εξίσωση που συμβαίνει: σε ένα συγκεκριμένο καθεστώς, με τον τάδε διευθυντή, μια συγκεκριμένη στιγμή, με τους συγκεκριμένους ανθρώπους βρεθήκαμε να τραγουδήσουμε αυτά τα δύο έργα. Υπάρχουν τόσες χημείες, τόσες αύρες, τόσα ταλέντα που όλα μαζί είναι ένα φαγητό που μαγειρεύεται. Εγώ μπορεί να ανακατεύω την κουτάλα, αλλά σημασία έχει, όταν σερβιριστεί η σούπα, να είναι νόστιμη».
Είναι όμως και καλά τα υλικά του: ο τενόρος Αρσέν Σογκομονιάν (Τουρίντου στην Καβαλλερία και Κάνιο στους Παλιάτσους), η σπουδαία Εκατερίνα Γκουμπάνοβα, που κάνει ντεμπούτο ως Σαντούτσα, η Τσέλια Κοστέα και ο Διονύσης Σούρμπης. Και, φυσικά, ο Δημήτρης Πλατανιάς στον ρόλο του Άλφιο (Καβαλλερία) και του Τόνιο (Παλιάτσοι). «Η όπερα είναι κατεξοχήν ο χώρος που μεγεθύνει τα πράγματα. Όμως, όπως έχω πει επανειλημμένως, απαιτεί ομαδική δουλειά. Εκατό μουσικοί από κάτω κι εκατό χορωδοί από πάνω, μερικοί δεκάδες συμπρωταγωνιστές, πρέπει όλοι να συντονιστούν με επιτυχία για να καταφέρει το κοινό να ξεχωρίσει αυτόν που του άρεσε. Αλίμονο στον σκηνοθέτη, στον τενόρο, στον μαέστρο που πιστεύει ότι μπορεί να τα καταφέρει μόνος του. Και για να έρθουμε ξανά στη σούπα: καλά υλικά μπορεί να έχουν όλοι. Αν τα πετάξεις ατάκτως σε μια κατσαρόλα δεν θα θέλει κανείς να φάει το φαγητό σου. Η ουσία είναι στο μαζί».
Οι δύο όπερες αποτελούν τυπικό δείγμα όπερας που απηχεί το κίνημα που έμεινε γνωστό ως «βερισμός» (από την ιταλική λέξη «vero» που σημαίνει αληθινός) και εκφράζει τον ρεαλισμό στην ιταλική όπερα. Οι μεν Παλιάτσοι διαδραματίζονται Δεκαπενταύγουστο σε ένα χωριό της Καλαβρίας, όπου οι κάτοικοι έχουν βγει στους δρόμους για να καλωσορίσουν τους θεατρίνους ενός πλανόδιου θιάσου, αλλά κάποιες αδέξιες ερωτικές κινήσεις προκαλούν αισθήματα εκδίκησης που αργότερα θα καταλήξουν σε φονικό. Η δε Καβαλλερία, που την έχουμε δει κι ακούσει μέχρι και στον Νονό, όπου γίνεται το φυσικό σκηνικό ενός ακόμα ξεκαθαρίσματος, είναι τοποθετημένη στο επαρχιώτικο και θρησκόληπτο περιβάλλον της καθολικής Σικελίας του 19ου αιώνα. Εκεί, ανήμερα της γιορτής του Πάσχα, όπου και εξελίσσεται ένα ερωτικό δράμα, χαρακτηριστικό των ηθών και του κώδικα συμπεριφοράς της εποχής.
«Α, εγώ το Πάσχα το αγαπώ. Είμαι παραδοσιακός», λέει ο Δημήτρης Πλατανιάς. «Μου αρέσουν περισσότερο από τα Χριστούγεννα γιατί είναι η εποχή που είμαι πάντα στην Καλαμάτα, ενώ τα Χριστούγεννα σχεδόν πάντα είμαι στις μεγάλες πόλεις. Μην κοιτάς την παγκοσμιοποίηση που μας έχει κάνει να γιορτάζουμε γενέθλια και Χριστούγεννα. Εμάς δεν μας γιόρταζαν ποτέ στα γενέθλια, στην ονομαστική μας γιορτή άνοιγε το σπίτι. Δεν έχει να κάνει με το πόσο θρησκευόμενος είναι κανείς, αλλά τα γενέθλια ήταν ήσσονος σημασίας».
«Κι εγώ προτιμώ το Πάσχα γιατί ήμουν παπαδάκι στον Άγιο Ελευθέριο στο Μαρούσι και περίμενα με ανυπομονησία αυτό το θέαμα. Εκεί “έπαιξα” το πρώτο μου θέατρο: τσακωνόμασταν για το ποιος θα πάρει το εξαπτέρυγο, ποιος θα προηγηθεί, παίρναμε καρφίτσες και τσιμπούσαμε τον παπά την ώρα που λειτουργούσε. Δεν περίμενα τίποτα μικρός. Μου συνέβαιναν όλα. Και μάλιστα χωρίς να τα καταλαβαίνω. Γιατί νηστεύαμε; Γιατί τρώγαμε στις 12 τη νύχτα; Τι γιορτάζουμε; Αντιθέτως, τα Χριστούγεννά μου ήταν κάπως αμήχανα. Λυπητερά. Έπρεπε να παίξουμε κάποιο χαρτί στο σπίτι και να λυπηθούμε που χάσαμε», προσθέτει ο Καραθάνος.
Όπως το εκκλησιαστικό ημερολόγιο, που όριζε κάποτε το πρόγραμμα της ζωής μας, όπως παραδέχτηκαν και οι δύο, έτσι και το βασικό σύμβολο της όπερας, η εκκλησία (ως φόντο), σχετίζεται άμεσα με τον ιδεολογικό πυρήνα του έργου. «Παιδιά, εδώ θα γίνει φόνος. Και όταν αυτό συμβαίνει Χριστούγεννα ή Πάσχα, αποκτά άλλες διαστάσεις. Είναι πιο βαρύς», λέει ο Καραθάνος.
Ερωτικά μπλεξίματα και μονομαχίες, θρησκευτικές προσταγές και αυστηρότητα, αμαρτίες και αφορισμοί. Είναι στόχος η ενίσχυση της αληθοφάνειας σε έργα που πραγματεύονται μεν συναισθήματα διαχρονικά πλην όμως οι καταστάσεις που περιγράφουν είναι κάπως ξεπερασμένες;
«Όταν κάποιος φτάνει να χτυπήσει κάποιον, πόσο μάλλον να τον σκοτώσει, τον νοιάζει ο πόνος ή η προσβολή που θα προκαλέσει εκείνη τη στιγμή. Δεν έχει σημασία αν θα τον σκοτώσει με τα χέρια ή με μια σφαίρα. Ανεξαρτήτως μέσου, τα συναισθήματα δεν θα αλλάξουν ποτέ. Γι’ αυτό και κερδισμένοι θα βγαίνουν πάντα όσοι ξέρουν πώς να τα προκαλούν», λέει ο Δημήτρης Πλατανιάς.
«Μιλάνε τα έργα για μονομαχίες και νιώθουμε ότι δεν είναι σημερινά. Και μετά ακούμε για μία ακόμα γυναικοκτονία που μια γυναίκα χάνει τη ζωή της, πονάει και υποφέρει με τον άντρα της, γιατί τη χτυπάει και το κρατά κρυφό. Η ρίζα της βίας υπάρχει διαχρονικά. Και κάπου στα έργα υπάρχουμε όλοι μας», προσθέτει ο Νίκος Καραθάνος. «Άλλωστε τα έργα δεν τα ανεβάζεις, τα γιορτάζεις. Θέλω να δείξω αυτήν τη χαρά που μου προκαλούν, και να βρω τον τρόπο να χαθώ μέσα στο μεγάλο νόημα του άλλου και των πραγμάτων, έτσι που λίγο μετά να με ξεχάσεις εμένα. Τι να πω εγώ στον Πλατάνια που έχει τραγουδήσει Καβαλλερία σε όλον τον κόσμο; Θέλω μόνο να γιορτάσω μαζί του. Θα τον ντύσω όπως θέλει, θα κινηθεί όπως θέλει και θα του ζητήσω να κάνει ταραχή στη σκηνή, να σηκωθεί ο κόσμος όρθιος».
Υποθέτω πως δεν είχε πολλούς σκηνοθέτες ο Πλατανιάς στην καριέρα του που να του ζήτησαν να κάνει σαματά. «Η αλήθεια είναι πως δεν ένιωσα ποτέ να στριμώχνομαι από τις προσδοκίες ή τις απαιτήσεις των σκηνοθετών», λέει γελώντας. «Δεν είχα πρόβλημα μαζί τους ούτε στα νιάτα μου, ούτε στα πιο μεγάλα λυρικά θέατρα, ούτε με τους πιο απαιτητικούς ή διεκπεραιωτικούς. Δεν λέω ότι το αποτέλεσμα ήταν πάντα τέλειο ούτε ότι είμαι το πιο εύκολο σώμα στα χέρια ενός σκηνοθέτη. Με καλή διάθεση όλα λύνονται. Αλλά και όταν δεν λύνονται, απλώς ξέρεις και αποφεύγεις μια επόμενη συνεργασία».
Ανησύχησε, άραγε, ο Νίκος Καραθάνος πως θα ερχόταν σε αντιπαράθεση με τους λυρικούς τραγουδιστές; «Όχι, καθόλου, διότι πάνω από το καλός τραγουδιστής και το καλός ηθοποιός υπάρχει κάτι σπουδαιότερο: να είσαι μια προσωπικότητα, να είσαι αυτό που γεννήθηκες. Εγώ αυτό ψάχνω. Εδώ ο άνθρωπος είναι μια πυρκαγιά, ένας πλανήτης ολόκληρος. Η ενασχόλησή μας με την τέχνη μας είναι ένας τρόπος να υπάρχουμε, δεν είναι επάγγελμα. Γι’ αυτό μαζί μας θέλουμε εκείνους που κάτι παραπάνω έχουν καταλάβει από τη ζωή. Τα καλά εργαλεία είναι αυτά που τα έχεις χρησιμοποιήσει. Το καλό πιρούνι είναι αυτό που έχει σημάδια από τη χρήση, το μαχαίρι έχει αξία όταν έχει κόψει. Αν δεν χαρακωθείς, πώς θα αποκτήσεις χαρακτήρα;»
Όσο προβοκατόρικος κι αν είναι ο τρόπος που οι δυο τους περιγράφουν τη συνεργασία τους, οι δύο αυτές όπερες, παίρνοντας αποστάσεις από τα πάθη και τα υψηλόφρονα ιδανικά των λυρικών έργων του ρομαντισμού, πράγματι εξιστορούν τα πάθη ταπεινών, λαϊκών ανθρώπων του ιταλικού Νότου. Η μουσική τους είναι γεμάτη από τα πάθη και το δράμα των ηρώων. Δεν υπάρχουν μεσοβέζικες λύσεις: μόνο τρομερά έντονες συγκινήσεις, ακρότητες και βαθιά, σφοδρά συναισθήματα που όχι μόνο τους χάρισαν την αθανασία αλλά τα κατατάσσουν σταθερά πρώτα στον πυρήνα των λυρικών θεάτρων όλου του κόσμου. Αφήστε που η άρια «Γέλα, παλιάτσο» από του Παλιάτσους έγινε παγκοσμίως διάσημη χάρη στον θρυλικό Ιταλό τενόρο Ενρίκο Καρούζο και μέχρι σήμερα παραμένει μεγάλο «σουξέ» της λυρικής τέχνης. Όπως προστάζουν οι συνθέτες, των ανθρώπων τα πάθη θα ορίσουν τη μοίρα. Η προδοσία, η απόγνωση και η ταπείνωση θα οπλίσουν τα χέρια των πρωταγωνιστών. Το ήρεμο πασχαλιάτικο πρωινό ή η αυγουστιάτικη γλύκα θα διακοπεί βίαια και θα καταλήξει σε τραγωδία.
«Επειδή τα γνωρίζω και τα έχω κάνει πολλές φορές αυτά τα έργα, μπορώ να γίνω χαμαιλέοντας. Ίσως γι’ αυτό κατάλαβα αμέσως τι θέλει να κάνει ο Νίκος και τι κρύβεται πίσω από ένα ανέβασμα που μπορεί να διαφέρει απ’ όσα έχουμε συνηθίσει. Καμιά φορά δεν έχει σημασία να βλέπεις την εκκλησία, υπάρχει ως σκιά. Μπορεί να φοράμε φαντεζί ρούχα και να μην έχουμε το κλασικό σκηνικό με τα παραδοσιακά σικελικά χωριά, όμως στην όπερα υπάρχει η μουσική που είναι πέρα και πάνω απ’ όλα τα σκηνικά και τα πουκάμισα», σχολίασε ο Πλατανιάς. Και κάπως έτσι μάθαμε τουλάχιστον ότι το σκηνικό που θα μας περιμένει σε λίγες μέρες στην κεντρική αίθουσα της Λυρικής δεν θα μοιάζει με ό,τι είχαμε δει ως τώρα...
Καβαλλερία ρουστικάνα – Παλιάτσοι
Πιέτρο Μασκάνι & Ρουτζέρο Λεονκαβάλλο
25, 28 Ιανουαρίου 2024
1, 4, 8, 11 Φεβρουαρίου 2024
Ώρα έναρξης: 19:30 (Κυριακή: 18:30)
Μουσική διεύθυνση: Αντονέλλο Αλλεμάντι
Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Μουσική δραματουργία: Άγγελος Τριανταφύλλου
Σκηνικά, κοστούμια: Λέσλι Τράβερς
Xορογραφία: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Μπεν Πίκερσγκιλ
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου
Διανομή
Καβαλλερία ρουστικάνα
Εκατερίνα Γκουμπάνοβα, Διαμάντη Κριτσωτάκη, Αρσέν Σογκομονιάν, Δημήτρης Πλατανιάς, Τζούλια Σουγλάκου, Πέννυ Ρίζου
Παλιάτσοι
Τσέλια Κοστέα, Αρσέν Σογκομονιάν, Δημήτρης Πλατανιάς, Γιάννης Καλύβας, Διονύσης Σούρμπης, Θεόδωρος Αϊβαλιώτης, Φίλιππος Δελλατόλας
Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία και την Παιδική Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής
Η φωτογράφιση έγινε στο εστιατόριο Pharaoh, Σολωμού 54, Αθήνα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.