Από τις χορωδίες Καλαμάτας στο ωδείο της πόλης. Από την ήσυχη επαρχιακή ζωή στην εξωτική Αθήνα. Από τα μαθήματα κιθάρας στην Aγγλική Φιλολογία. Από τα ιδιαίτερα φωνητικής με δασκάλα τη Μαρία Μαρκέτου στην υποτροφία Τριάντη. Και από τα μικρά περιφερειακά θέατρα της Ιταλίας πρωταγωνιστής σε μερικές από τις κορυφαίες όπερες του κόσμου.
Με μικρά βήματα ή άλματα ο κορυφαίος Έλληνας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς έκανε τα όνειρά του πραγματικότητα, τραγούδησε τους ρόλους που τον ιντρίγκαραν, ταξίδεψε, γεύτηκε αμέτρητες επιτυχίες, είπε τα γενναία «όχι». Με το γνώριμο αποστασιοποιημένο coolness του (αυτό που σε βεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να θυσιάσει τίποτε απ' όσα που τον γεμίζουν χαρά στον βωμό καμίας δόξα) συνεχίζει να συλλέγει συγκινήσεις.
Τα πρωινά κάνει σκληρές πρόβες στην Εθνική Λυρική Σκηνή, καθώς πρωταγωνιστεί στη νέα φιλόδοξη παραγωγή της κωμικής όπερας «Φάλσταφ», που κάνει πρεμιέρα στις 26 Ιανουαρίου σε μουσική διεύθυνση Πιερ-Τζόρτζιο Μοράντι και σκηνοθεσία Στίβεν Λάνγκριτζ.
Τα βράδια, πάλι, ίσως τον συναντήσετε στη νέα του αγάπη, το Pharaoh, το εστιατόριο που δημιούργησαν μαζί με τον Φώτη Βαλλάτο, τον Perry Παναγιωτακόπουλο και τον Μανώλη Παπουτσάκη και για το οποίο κουβεντιάζει όλη η Αθήνα. «Mπα, μη νομίζεις! Τέσσερις-πέντε φορές έχω έρθει. Δεν μου βρίσκουν τραπέζι, είναι συνεχώς γεμάτο», λέει γελώντας, ενώ με ξεναγεί σε αυτό με καμάρι.
Δεν είμαι διατεθειμένος να θυσιάσω τα πάντα για το τραγούδι. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτούς τους μύθους τους έχουν πλάσει οι τραγουδιστές ή οι πέριξ αυτών. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, έχει περάσει η εποχή που είχαμε ανάγκη τέτοια μυθοπλασία.
Ξυλόφουρνοι και σπιτικό φαγητό, vintage μωσαϊκά και βινύλια, βιομηχανική ατμόσφαιρα και αρχαιοελληνικά σύμβολα, αιγυπτιακές φιγούρες, κάβα γενναιόδωρη. Μα είναι αυτό σκηνικό για να μιλήσεις με έναν βαρύτονο; «Γιατί όχι; Και στον Φάλσταφ αρέσει πολύ το κρασί», λέει κι αρχίζουμε την κουβέντα για το κύκνειο άσμα του Τζουζέπε Βέρντι, που βασίζεται στην κωμωδία του Σαίξπηρ «Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ».
Εκεί ο Πλατανιάς ερμηνεύει τον ομώνυμο ρόλο, έναν ξεπεσμένο ιππότη (τον σερ Τζον Φάλσταφ) που πότε κατακρίνει τον άδικο κόσμο και παραδίδει μαθήματα ηθικής, πότε εμφανίζεται ως μέγας καρδιοκατακτητής και πότε καταλήγει περίγελος της τοπικής κοινωνίας.
«Κι όμως, τον αγαπάμε γιατί είναι πεντακάθαρη απεικόνιση ενός μπαγαπόντη που χαίρεται τη ζωή μέχρι τελευταίας σταγόνας και έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, όπως οι περισσότεροι από μας. Αναγνωρίζουμε σε εκείνον κάτι πολύ δικό μας, ακόμα κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Είναι ο τελευταίος και πιο ανθρώπινος από τους οπερατικούς ήρωες του Βέρντι».
— Και έχει και μια παράδοξη σιγουριά.
Πράγματι, κυρίως γιατί πιστεύει ότι απολαμβάνει τη σιγουριά των ισχυρών. Αυτό δεν είναι κάτι πολύ οικείο στους περισσότερους; Όλοι σχεδόν δεν απολαμβάνουμε, αν όχι την προστασία, τη βεβαιότητα ότι οι ισχυροί φίλοι, οι γνωριμίες, οι άνθρωποί μας θα μας στηρίξουν όποτε χρειαστούμε; Ο καθένας, στο μέτρο που μπορεί, έχει κάποιον στον οποίο αναζητά παρηγοριά, εμπιστοσύνη, βοήθεια ψυχολογική ή και πρακτική.
— Η όπερα έχει ανάγκη από ανθρώπινους ήρωες ή δεν μπορεί χωρίς το μεγαλείο;
Έχει ανάγκη και τα δύο. Είναι χρήσιμο να φεύγει ο νους από τα γήινα και να ταξιδεύει στο πουθενά, αλλά, κακά τα ψέματα, η οικειότητα και η ταύτιση του θεατή με τον ήρωα είναι πιο δυνατές.
— Εσύ, πάντως, επέλεξες έναν χώρο με τον οποίο δεν είχες την παραμικρή σχέση.
Εγώ, η αλήθεια είναι, δεν γνώριζα ανθρώπους σχετικούς με την όπερα. Ήρθα από την Καλαμάτα, όπου εργαζόμουν ως δάσκαλος κιθάρας, στην Αθήνα γιατί πέρασα Αγγλική Φιλολογία και κατέληξα στο λυρικό τραγούδι.
Δεν μπορούσα να φανταστώ καν το ταξίδι, αλλά για κάποιον λόγο, ίσως και από άγνοια κινδύνου, είχα πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Το γεγονός αυτό ίσως με έκανε πιο δυνατό, καθώς στην όπερα, όσες πόρτες κι αν σου ανοίξουν, η σκηνή θα παραμένει ο τόπος όπου κρίνεσαι. Στην τέχνη, τη διάρκεια και την κορυφή δεν μπορεί να σου τις εξασφαλίσει καμία γνωριμία.
— Στη ζωή της Αθήνας ποιοι σε μύησαν;
Επειδή δεν πέρασα στο πανεπιστήμιο με την πρώτη, οι παρέες μου είχαν έρθει νωρίτερα από μένα στην πρωτεύουσα κι έτσι, όταν ανέβηκα, είχα όλη την πληροφορία στο πιάτο. Αρχικά έμενα στους Αμπελόκηπους, μετά την επιστροφή από την Ιταλία εγκαταστάθηκα στου Γκύζη.
Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω όσους δυσκολεύονται στη μετάβαση από την επαρχία στο μεγάλο μέγεθος της Αθήνας. Εγώ περνούσα καταπληκτικά τότε, ίσως μόνο οι αποστάσεις με βασάνισαν. Τίποτε άλλο.
— Έτσι ανέφελη ήταν και η είσοδος στο λυρικό τραγούδι;
Σχεδόν έτσι. Ειλικρινά, δεν έχω δραματικές ιστορίες και δυσκολίες να απαριθμήσω. Θυμάμαι μόνο ότι, όταν επέστρεψα από την Ιταλία, πιστεύοντας ότι είμαι τουλάχιστον ο Παβαρότι, προσγειώθηκα με κάποιες «αναταράξεις», διότι έπρεπε να ακολουθήσω την πορεία ενός πρωτοεμφανιζόμενου.
Ήμουν, βλέπετε, και 32 ετών όταν βρέθηκα στο παιδικό της Λυρικής, οπότε αναρωτιόμουν: «Μα, γιατί να περάσω από αυτό το στάδιο; Δεν γίνεται να το προσπεράσουμε;». Δύσκολη ήταν για μένα και η περίοδος Λαζαρίδη στη Λυρική, καθώς δεν τραγούδησα καθόλου κατά τη θητεία του.
— Ψυχολογικά σε επηρέασε πολύ;
Φυσικά. Μόλις είχα αρχίσει να παίρνω τους μεγάλους ρόλους και ξαφνικά βρέθηκα στο περιθώριο. Αν δεν ήταν η στήριξη της συζύγου μου, ίσως να τα είχα παρατήσει. Βεβαίως, αυτό το ζόρι και η εμπιστοσύνη που εισέπραξα από τη Χριστίνα ήταν το έναυσμα για να αναζητήσω την τύχη μου στο εξωτερικό.
Στην αρχή έκανα κάποιες αποτυχημένες ακροάσεις, έπειτα βρήκα την ατζέντισσα που έχω ακόμα και σήμερα, μου δόθηκε η ευκαιρία να τραγουδήσω σε κάποια μικρά θέατρα της Ιταλίας κι έπειτα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
— Σε αυτήν τη διαδρομή, πάντως, δεν έκανες ποτέ τίποτα για να συντηρήσεις τον μύθο του βαρύτονου που βιώνει φρικτές στερήσεις για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του επαγγέλματος.
Δεν είμαι διατεθειμένος να θυσιάσω τα πάντα για το τραγούδι. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτούς τους μύθους τους έχουν πλάσει οι τραγουδιστές ή οι πέριξ αυτών. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, έχει περάσει η εποχή που είχαμε ανάγκη τέτοια μυθοπλασία.
Κάνω ζωή πρωταθλητή όταν είμαι σε διαδικασία προβών και πρόκειται να τραγουδήσω άμεσα, διότι δεν είναι δυνατό να μπαίνω σε πρόβα με ορχήστρα έχοντας μόλις έρθει από ξενύχτι. Ωστόσο, όταν έχω μεγάλα κενά και ξεκουράζομαι, δεν αισθάνομαι κανέναν περιορισμό και απολαμβάνω όσο τίποτα το φαγητό και το κρασί με φίλους, στο σπίτι και έξω. Ο καθένας μας ξέρει τον εαυτό του.
— Ήταν έτσι ανοιχτό και γεμάτο και το πατρικό στην Καλαμάτα;
Κυρίως τις γιορτές. Οι γονείς μου ήταν εκπαιδευτικοί και οι καθημερινές δεν προσφέρονταν. Αλλά στις γιορτές έχανα το μέτρημα. Η μητέρα μου ήταν σπουδαία μαγείρισσα και απολάμβανε να περιποιείται 30-40 άτομα. Ετοίμαζε πάντα τα τραπέζια της με τρομερή προσήλωση, μεθοδικότητα και χωρίς καμία βοήθεια.
— Το φαγητό στην οικογενειακή εστία τι ρόλο έπαιζε;
Το φαγητό φτιαχνόταν αποβραδίς και ήταν αυτό που έτρωγε μια τυπική οικογένεια σε επαρχιακή πόλη: απλό, ελληνικό, πεντανόστιμο. Ό,τι κι αν είχε ετοιμάσει η μαμά αλλά και ο μπαμπάς, που ήταν μετρ στα λαδερά, τρώγαμε όλοι μαζί, την ίδια ώρα, στο τραπέζι της κουζίνας. Όχι από ένα πιάτο ο καθένας και άντε να φάμε όπου να 'ναι.
Ακόμα και σήμερα, όταν μαζευόμαστε στην Καλαμάτα, τηρούμε το μεσημεριανό ραντεβού στο στρωμένο τραπέζι. Τις Κυριακές τρώμε πάντα όλοι μαζί.
— Τι δεν μαγειρεύει κανείς στον κόσμο σαν τη μαμά σου;
Τους αξεπέραστους κεφτέδες της. Είναι ο λόγος που δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτούς. Αυτή την απλότητα αναζητάμε κι εδώ στο Pharaoh: ένα μαγειρείο με αυτά που εμπνέεται ο Μανώλης Παπουτσάκης, με λίγα ψητά, με έξοχα, αλλά απλά υλικά.
— Η αδυναμία στο καλό κρασί πώς προέκυψε;
Κρασί πίναμε από μικρά, είτε αυτό που φτιάχναμε στα σπίτια είτε της ταβέρνας. Επίσης η μητέρα μου έχει καταγωγή από τη Νάουσα και για την οικογένεια ήταν σχεδόν ιεροτελεστία να επισκεπτόμαστε τον τόπο της. Ταξιδεύαμε ατελείωτες ώρες και διασχίζαμε ολόκληρη τη χώρα με το λεωφορείο για να φτάσουμε. Όταν, πάλι, δεν ανεβαίναμε εμείς, οι συγγενείς μάς έστελναν εμφιαλωμένο κρασί από τη Βόρεια Ελλάδα. Ήταν τρομερή πολυτέλεια τα εμφιαλωμένα ετικέτας και τα κρατούσαμε για τις γιορτές.
Τα τελευταία χρόνια, μέσω διαφόρων παρεών, αλλά και του Perry Παναγιωτακόπουλου μπήκα σε μια διαδικασία να μάθω περισσότερα. Όσο πιο πολλά και διαφορετικά κρασιά πίνεις, τόσο πιο πολύ μαθαίνεις το κρασί.
— Δεν είναι λίγο παράξενο να το λέει αυτό ένας βαρύτονος;
Η μια αγάπη δεν ενοχλεί την άλλη. Κοίταξε, εγώ στο Pharaoh δεν κάνω την πλάκα μου, ούτε είμαι εκατομμυριούχος για να σκορπάω χρήματα, ειδικά σε δύσκολες εποχές. Υπολογίζω τα χρήματα και τον κόπο που ξοδεύτηκε, τα χρήματα που θα δώσει ο κόσμος, και θέλω να φτιάξουμε κάτι καλό. Όχι από ψώνιο ή τρέλα αλλά ως ένα εγχείρημα που θέλω να μοιραστώ με περισσότερους.
— Εκτός από τις χαρές, θέλεις να μοιράζεσαι και τα λάθη με τους δικούς σου ανθρώπους;
Γενικά, προτιμώ να σκέφτομαι μόνος μου τα πράγματα. Καταρχάς, ξέρω πάντα τι φταίει, ακόμα και τη στιγμή που συμβαίνει το λάθος. Αυτό μου δίνει μια σιγουριά ότι μπορώ να το διορθώσω. Η ησυχία είναι πια το ζητούμενο στη ζωή μου. Όσο περνά ο καιρός την αποζητώ περισσότερο. Κυνηγάω τη μοναξιά και την ηρεμία. Δεν αντέχω την πολυκοσμία, απεχθάνομαι τον θόρυβο, στο σπίτι έχω κόψει τα τελευταία χρόνια και τη μουσική, διαβάζω όλο και λιγότερο.
— Δεν ακούς τον εαυτό σου;
Σπανίως το αντέχω, γιατί επικεντρώνομαι μόνο στα λάθη. Αλλά ούτε και άλλους τραγουδιστές θέλω να ακούω.
— Την έχεις προσέξει τη φωνή σου;
Νομίζω αρκετά, και με το ρεπερτόριο και με τον τρόπο ζωής. Όταν προκύπτει θέμα υγείας προτιμώ να μην τραγουδάω καθόλου απ' το να μετανιώνω για μια μέτρια ερμηνεία. Την έχω πατήσει μερικές φορές σε μεγάλα θέατρα που τραγούδησα άρρωστος και μου στοίχισε. Τις δύσκολες αποφάσεις που δεν παίρνουμε τις πληρώνουμε πάντα ετεροχρονισμένα και ακριβότερα. Άλλωστε περνά ο καιρός, περνούν τα χρόνια, δεν μας παίρνει να έχουμε τη φόρα της νεότητας.
— Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, θα έλεγε κανείς ότι χτυπήθηκαν οι δύο μεγάλες σου αγάπες: η συνεύρεση αλλά και η τέχνη. Πώς πέρασες αυτό το διάστημα;
Δεν πέρασα καλά στην πανδημία. Ξεθύμανε πολύ γρήγορα ο ενθουσιασμός του «μένω σπίτι και ησυχάζω». Από το τρίμηνο και μετά άρχισε το εσωτερικό φάγωμα, η προσωπική αγωνία και η επαγγελματική ανησυχία. Με τρέλαινε η σκέψη σε τι θα επιστρέψουμε μετά, πώς θα επανεκκινήσουμε.
— Στο πλαίσιο αυτής της επανεκκίνησης έρχεται και ο Φάλσταφ. Λίγος ακόμα Βέρντι, λοιπόν, στη ζωή σου.
Ο Βέρντι ειναι σίγουρα ο αγαπημένος μου συνθέτης, αλλά με τους ήρωες δυσκολεύομαι. Πώς να επιλέξω ανάμεσα στον Ναμπούκο, στον Οθέλο, στον Ριγκολέτο, στον Σιμόν Μποκανέγκρα; Ο Φάλσταφ σε αυτήν τη λίστα θα είναι μάλλον ο τελευταίος που μελέτησα κι έμαθα. Τους ρόλους που ήθελα να κάνω τους τραγούδησα όλους. Δεν έχω πια κουράγιο να μάθω άλλο...
— Μη μου πεις ότι βλέπεις το φινάλε αυτής της καριέρας.
Πολύ κοντά. Ή, για να είμαι ακριβής, δεν θα είναι πολύ μακριά. Φτάνει. Χόρτασα κι εγώ, χόρτασε κι ο κόσμος. Δεν χρειάζεται μελόδραμα, άλλωστε η απόφαση θα παρθεί σε ένα δευτερόλεπτο. Αλλά πρέπει σιγά σιγά να το δουλεύω μέσα μου.
Διαβάστε περισσότερα για τον «Φάλσταφ» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής εδώ.