KAΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΕΔΩ δεν ασχολείται με το trap και το drill ή το χιπ-χοπ γενικότερα, αν ακούσει το «Dior» του Pop Smoke, λογικά δεν θα καταλάβει τίποτα. Το πιθανότερο είναι, αν δεν πρόκειται για πιτσιρικά που ακούει τέτοια μουσική, να το χλευάσει και να μπλέξουμε σε συζητήσεις για το νόημα του σύγχρονου χιπ-χοπ που δεν οδηγούν πουθενά, επειδή η μία πλευρά το έχει απορρίψει ήδη.
Υπάρχει τόσο μένος στα social media και καθόλου χιούμορ, που συχνά νομίζεις ότι συζητάς για πολιτική ή ποδόσφαιρό αντί για μουσική. Ακούγεται τοξικό και είναι άσχημο. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, αισθάνεσαι ότι ζεις υπό το κράτος μιας αόρατης δικτατορίας της ποιότητας που αστυνομεύει το γούστο σου και σου υποδεικνύει τι είναι καλό και τι όχι, τι πρέπει να ακούς και τι όχι. Ένας ανταγωνισμός του στυλ «η άποψή μου είναι καλύτερη από τη δική σου, γι' αυτό οφείλεις να την ακούσεις». Φυσικά, αυτό δεν είναι απαραίτητο.
Για τον Pop Smoke η επιτυχία είχε μοιραία κατάληξη. Λίγες μέρες πριν κλείσει τα 21, τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, έπεσε θύμα ληστείας στο σπίτι όπου διέμενε εκείνο το διάστημα και δολοφονήθηκε άγρια από τους δράστες. Ο θάνατός του ήταν ένα σοκ.
Σε πείσμα των καιρών και των φίλων της «ποιοτικής» μουσικής –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό–, φαίνεται ότι το συγκεκριμένο κομμάτι του μακαρίτη του Pop Smoke παίρνει την εκδίκησή του, και μάλιστα με επιδεικτικό τρόπο απέναντι σε όσους αμφισβητούν την αξία του trap, του drill και των παρόμοιων. Κυρίως έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι η εύκολη απόρριψη ή οι «απόψεις» δεν δείχνουν απαραίτητα γνώση του πώς λειτουργεί η μουσική σήμερα. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς το φαινόμενο ότι οι ηδονιστικοί στίχοι ενός drill κομματιού που υμνούν τον πλούτο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ενός μαύρου Αμερικανού άντρα αποκτούν χαρακτήρα διαμαρτυρίας απέναντι στην αστυνομική βία που μαστίζει την Αμερική αυτό το διάστημα;
Dior
Μια απλή απάντηση είναι ότι το αμερικανικό χιπ-χοπ σε κάθε του μορφή έχει να κάνει με τις εμπειρίες των μαύρων, οι οποίες αναπόφευκτα πάνε χέρι-χέρι με τον ρατσισμό και την κοινωνική αδικία μέχρι σήμερα. Δεν χρειάζεται να είναι αμιγώς πολιτικοποιημένη μουσική. Δηλαδή, δεν είναι όλα τα γκρουπ ή οι ράπερ σαν τον Chuck D και τoυς Public Enemy, όμως μπορεί να γίνουν, κι αυτό κάνει το χιπ-χοπ τόσο ιδιαίτερο είδος μουσικής. Κάτι ανάλογο συνέβη στην περίπτωση του Lil Baby που, μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, αποφάσισε να ριζοσπαστικοποιηθεί εν νυκτί και από trapper και να γίνει μία από τις φωνές της γενιάς του, κυκλοφορώντας ένα αρκετά πολιτικό άλμπουμ. Το κλίμα της κοινωνίας όπου μεγαλώνουν και ζουν το σηκώνει.
Πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται πολλές φορές αν το μουσικόφιλο κοινό στην Ελλάδα αντιλαμβάνεται αυτήν τη δυναμική του ραπ. Για παράδειγμα, έπρεπε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο της αμερικανικής ιστορίας για να υπάρξουν επιτέλους συνειδητοποιημένα άρθρα, από νέα παιδιά κυρίως, για τη σημασία του «This is America» του Childish Gambino, σχετικά με το ότι πρόκειται για μια φορτισμένη κριτική απέναντι στον ρατσισμό της Αμερικής παρά με το αν είναι καλό ή κακό τραγούδι, τραπ ή εξωγήινο κατασκεύασμα. Δύο χρόνια πριν, όταν έσκασε μύτη, κυκλοφορούσαν τόσες άκυρες, άνευ ουσίας αναλύσεις στο Facebook, που στο τέλος το μυαλό σου βραχυκύκλωνε.
Ας γυρίσουμε, όμως, στη μουσική καθαυτή. Είναι απολύτως λογικό να μπερδεύει κανείς το drill με το trap και να τα παρερμηνεύει. Ένας λόγος είναι ότι το πρώτο περιέχει στοιχεία από το δεύτερο, κυρίως στον ήχο του. Η ρίζα παραμένει η ίδια. Είναι το χιπ-χοπ, όπως το αντιλαμβάνονται σήμερα νεαροί μουσικοί από διαφορετικές Πολιτείες των ΗΠΑ. Στην Ατλάντα, για παράδειγμα, έχουμε το ορίντζιναλ τραπ. Από την άλλη, το drill γεννήθηκε στα γκέτο του Σικάγο στις αρχές των '10s και θεωρείται ένα ντόπιο υποείδος της τραπ. Υποείδος του υποείδους, θα έλεγε κανείς και όχι άδικα.
Εκεί που διαφέρουν αισθητά αυτά τα δύο είναι στη θεματική των στίχων τους. Το drill είναι πιο σκοτεινό, μηδενιστικό και βίαιο, πιο θυμωμένο. Δεν υπάρχει αυτή η ελαφρότητα που συναντάς στην Ατλάντα. Βρίσκεις, όμως, την ίδια διάθεση για επίδειξη πλούτου ως ένδειξη προσωπικής επιτυχίας και κοινωνικής αναρρίχησης.
Η πιο ακραία εκδοχή του drill, όμως, αναπτύχθηκε στο Λονδίνο, με μια ηχητική παρέκκλιση επειδή αντλούσε περισσότερο από τα κοφτερά beats του grime. Χρονικά, αυτό συνέβη αμέσως μετά την εμφάνισή του στο Σικάγο. Στο Λονδίνο η σκηνή ξέφυγε, με αποκορύφωμα τα γνωστά, προ διετίας περιστατικά με τα μαχαιρώματα που συνέβαιναν στους κόλπους της, των οποίων η συχνότητα τρομοκράτησε τη βρετανική κοινωνία. Το αποτέλεσμα ήταν η κυβέρνηση να το απαγορεύσει. Ο φόβος για ανάλογα περιστατικά πέρασε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Το πιο εντυπωσιακό σε όλα αυτά είναι πως ο ήχος ταξιδεύει από Πολιτεία σε Πολιτεία και από χώρα σε χώρα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Το UK drill μπορεί να έσκαψε τον λάκκο του, αλλά στα μέσα των '00s, πριν σβήσει, έδωσε το έναυσμα σε μια νέα γενιά ράπερ που γεωγραφικά τοποθετούνταν στο Μπρούκλιν να δώσουν τη δική τους εκδοχή στο είδος. Ο κύριος πρωταγωνιστής της νεοϋορκέζικης σκηνής ήταν ο Pop Smoke, ένας χαρισματικός ράπερ που σε διάστημα ενός χρόνου και χωρίς κανένα πουσάρισμα από τη μουσική βιομηχανία ξεκόλλησε το είδος από τον underground χαρακτήρα του και το έφερε στο mainstream με μια σειρά από εντυπωσιακά singles και mixtapes.
Δυστυχώς, δεν μπορείς να νιώσεις ποτέ ολοκληρωτικά τον παλμό μιας νέας μουσικής σκηνής, εκτός κι αν μένεις στον τόπο όπου αυτή αναπτύσσεται. Δεν υπάρχει, όμως, κανένας λόγος να αμφισβητείς αυτούς που γράφουν τις εμπειρίες τους από πρώτο χέρι.
Στην περίπτωση του Pop Smoke, η πορεία του προς την αναγνώριση έγινε από στόμα σε στόμα, όπως συνηθίζουμε να λέμε, και εδώ ισχύει 100%. Προσωπικά, τον γνώρισα από το χιτ του «Welcome to the party» και μέσα από το ανεπίσημο ρεμίξ που έκανε η Nicki Minaj, επειδή απλώς της άρεσε ως κομμάτι. Υπήρχε κάτι που σε τραβούσε από την αρχή κι αυτό ήταν η εξαιρετικά βαριά φωνή του, που δεν έμοιαζε με κανενός άλλου ράπερ της γενιάς του. H μόνη που μπορούσε να σταθεί επάξια δίπλα του ήταν αυτή του 50 Cent και αυτή η ομοιότητα έκανε τον διάσημο ράπερ να τον προσέξει και να τον πείσει να υπογράψει στην εταιρεία του.
Για τον Pop, όμως, η επιτυχία είχε μοιραία κατάληξη. Λίγες μέρες πριν κλείσει τα 21, τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, έπεσε θύμα ληστείας στο σπίτι όπου διέμενε εκείνο το διάστημα και δολοφονήθηκε άγρια από τους δράστες. Ο θάνατός του ήταν ένα σοκ.
Got it on me
Το καινούργιο άλμπουμ με τίτλο «Shoot for the stars, aim for the moon» που βγήκε την προηγούμενη εβδομάδα, θα ήταν η πρώτη του επίσημη κυκλοφορία. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι θα σαρώσει στα τσαρτ. Ήδη αναφέρουν ότι πρόκειται για το απόλυτο σάουντρακ του φετινού καλοκαιριού.
Είναι, όμως, ένα άλμπουμ που φαίνεται ότι έγινε βιαστικά, παραφορτωμένο στην παραγωγή και φτωχότερο σε σύγκριση με τα mixtapes του που προηγήθηκαν, τα «Welcome to the Woo 1 & 2», κάνοντας την απουσία του νεαρού αδικοχαμένου ράπερ ακόμη πιο τραγική.
Αλλά ο δίσκος δεν είναι ο μόνος λόγος που απασχολεί την επικαιρότητα τελευταία. Η αστυνομία κατάφερε να συλλάβει πέντε ύποπτους για τον φόνο του. Έπειτα είναι και το «Dior», που μπορεί να είναι περσινό κομμάτι, αλλά ακούγεται κατά κόρον σε κάθε διαδήλωση. Τουλάχιστον σε αυτές που γίνονται στη Νέα Υόρκη, που ήδη τον θεωρεί έναν από τους ήρωές της.
Γράφουν στο «Pitchfork» ότι «δεν προοριζόταν να γίνει το τραγούδι της εποχής, αλλά κάνει αυτό που κάνουν όλα τα σπουδαία κομμάτια διαμαρτυρίας: ενώνει και ενεργοποιεί. Στα βίντεο όπου το κομμάτι παίζει σε έναν δρόμο του Μπρούκλιν γεμάτο από κόσμο μπορείς να διακρίνεις την ευτυχία που η μουσική του Pop εμπνέει. Γιατί ακόμα και όταν η αστυνομία και η κυβέρνηση προσπαθούν να χωρίσουν, να αποθαρρύνουν και να μετατρέψουν τον φόβο σε όπλο, με στόχο να προστατέψουν τα συστήματα που οδηγούν στους φόνους του Tζορτζ Φλόιντ, της Μπριόνα Τέιλορ και πολλών ακόμη πριν από αυτούς, ο αγώνας παραμένει δυνατός».
Κλείνοντας, είναι σχετικά γνωστό ότι το ελληνικό τραπ ζει την drill στιγμή του. Δεν θα ήταν υπερβολή, επομένως, αν λέγαμε ότι αυτό συμβαίνει κατά πάσα πιθανότητα χάρη στον Pop Smoke. Η μουσική, εξάλλου, ταξιδεύει και, πάνω απ' όλα, αφομοιώνεται, οτιδήποτε κι αν γράφεις.
σχόλια