Όλο το καλοκαίρι του '80 πέρασε με διαδηλώσεις και καταλήψεις των πανεπιστημίων καθώς οι φοιτητές αντιστέκονταν στο νόμο 815 που ήθελε να εκσυγχρονίσει τις σπουδές. Στην κατάληψη της Νομικής αντηχεί η φωνή του Σαββόπουλου που μιλά για τον Δεκέμβρη του '44 μέσα από τις στροφές της «Ρεζέρβας», ενώ στις γειτονιές οι εργάτες στηρίζουν τις ελπίδες τους στην "αλλαγή" που υπόσχεται μια νέα και γρήγορα ανερχόμενη πολιτική παράταξη. Το φθινόπωρο προστίθεται στο εύφλεκτο κλίμα των ημερών η κατάληψη ενός διώροφου νεοκλασικού στην οδό Βαλτετσίου. Είναι ένα γεγονός που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ενώ έχει διαδοθεί αρκετά στο Παρίσι και στο Βερολίνο όπου οι κοινοβιακές καταλήψεις ανθούν με αμφίβολο όμως αποτέλεσμα ως προς την ουσία της δράσης τους καθώς μετατρέπονται σε χώρους φτηνών εκτονώσεων.
Μια εποχή μακρινή σαν πρωτόγονος μύθος με αβέβαιες τις εικόνες της καθώς η ψηφιακή παραίσθηση που μεσολάβησε ύψωσε ένα φράχτη ανάμεσα στο τότε και στο τώρα ώστε να μη μπορεί να βρει κανείς ακόμα και τον ελάχιστο αρμό μεταξύ τους. ''Ήμουν εγώ ή κάποιος άλλος;'' αναρωτιέται ο Ταρνανάς. ''Τα έζησα αυτά ή τα φαντάστηκα;''
Διάφοροι παραδοξολόγοι βγαίνουν κάθε τόσο στο μπαλκόνι και απευθύνουν ακατανόητα διαγγέλματα προς τους περαστικούς, ενώ οι λιγότερο ρητορικοί κάνουν τις πρακτικές δουλειές στη είσοδο. «Ρε μπαγάσα περνάς καλά εκεί πάνω» λέει ο Ανδρέας Ταρνανάς σ' ένα φίλο που αγορεύει πάνω από το κεφάλι τους. «Κάνε πάσα και μια ματιά εδώ χάμω» συμπληρώνει αστραπιαία ο Άσιμος, κάτι που ο Ανδρέας δεν ξέρει αν το είχε ήδη γραμμένο ή το επινόησε εκείνη την ώρα απαντώντας στην παρατήρηση του, σαν τους παλιούς κομφερανσιέ. Στη διάρκεια των επιδιορθώσεων του ερειπωμένου κτιρίου αρχίζει να κυκλοφορεί το σύνθημα «Ράγκα μπαράγκα» που χαρακτηρίζει απόλυτα τη διάθεση όλων που έχουν ενδυθεί ένα προσωπείο πρόσφυγα πολυτελείας, εμπενευσμένο από τον τίτλο ενός ποιήματος του Εμπειρίκου. Αντίστοιχη έλξη προκαλεί και ο Σκαρίμπας καθώς οι πάντες είχαν μελοποιήσει το «Ουλαλούμ», ο Ανδρέας σε βαλς καθώς θεωρούσε ότι ταίριαζε στο κλίμα των Αρλεκίνων και των Πιερότων που χρησιμοποιεί συχνά - ένα ύφος που δεν άρεσε στον Άσιμο, ο οποίος πήρε την κιθάρα και το απόδωσε με τον ρετσιτατίβο τρόπο που το έχει στις συλλογές του.
Θέλοντας να δώσουν στην κατάληψη ένα χαρακτήρα προβολής της ανεξάρτητης τέχνης αποφασίζουν να ηχογραφήσουν δικά τους τραγούδια για να παίζονται από τα μεγάφωνα που έχουν στερεωθεί στην πρόσοψη του κτιρίου. Η ηχογράφηση ξεκινά στο υπόγειο του Άσιμου στην οδό Αραχόβης. Μαζεύονται διάφοροι. Μουσικοί, ποιητές, ηθοποιοί, θαυματοποιοί, γυρολόγοι, θεολόγοι, αθεϊστές, υπαρξιστές και ανύπαρκτοι. Σε λίγο συνθέτουν μια αυτοσχέδια όπερα όπου καθένας παίζει ότι ρυθμό μπορεί και λέει ότι του κατέβει, διάρκειας μιας ώρας, γιατί τόσο χρόνο διέθετε η κασέτα που έγραψαν. Έργο που δεν το άκουσε ποτέ κάποιος ολόκληρο γιατί έφερνε απελπισία από τα πρώτα λεπτά με τη χαοτική του σύσταση και φυσικά δε διανοήθηκαν να το παίξουν στα μεγάφωνα της κατάληψης.
Το σχέδιο της μουσικής αυτάρκειας φάνηκε να ναυαγεί. Την άλλη μέρα όμως εισέβαλε η Γώγου κρατώντας ένα μαγνητόφωνο Nagra που το χρησιμοποιούσαν τότε πολύ στον κινηματογράφο και τους υποχρέωσε να πούνε ο καθένας τα ολοκληρωμένα τραγούδια του κάνοντας μάλιστα καθοριστικές παρεμβάσεις στους στίχους τους. Αυτά του Ανδρέα Ταρνανά είχαν μελωδία αλλά όχι οργανική συνοδεία καθώς το αρμόνιο του ήταν δύσκολο να μεταφερθεί. Το ρόλο του συνοδού ανέλαβε ο Παύλος Σιδηρόπουλος! Άγνωστο πως είχε βρεθεί εκεί αφού δεν τον γοήτευαν ιδιαίτερα τα Εξάρχεια, πιάνοντας στη στιγμή τα ακόρντα τους με μια ξένη κιθάρα. Δεν τον ξαναείδε από τότε. Εκείνος ωστόσο τον κουβάλησε μαζί του καθώς αρκετά χρόνια αργότερα πληροφόρησαν τον Ανδρέα ότι ο Παύλος έπαιζε συχνά στις ζωντανές εμφανίσεις του το «Μπλουζ στις χορδές των νεύρων», ένα από τα τραγούδια τούτης της παράξενης αλλά σπάνιας καταγραφής.
Μια εποχή μακρινή σαν πρωτόγονος μύθος με αβέβαιες τις εικόνες της καθώς η ψηφιακή παραίσθηση που μεσολάβησε ύψωσε ένα φράχτη ανάμεσα στο τότε και στο τώρα ώστε να μη μπορεί να βρει κανείς ακόμα και τον ελάχιστο αρμό μεταξύ τους. ''Ήμουν εγώ ή κάποιος άλλος;'' αναρωτιέται ο Ταρνανάς. ''Τα έζησα αυτά ή τα φαντάστηκα;'' Δύσκολο ν' απαντήσεις με τον τεχνητό ορθολογισμό που επιβάλει η παρερμηνεία της ενηλικίωσης που τη συνταυτίζει με την παραίτηση από κάθε υποστασιακό σχεδιασμό. Ευτυχώς το ένστικτο αναπτύσσει πότε- πότε μια παράλογη επιμονή προσάρτησης σε ότι θεωρεί άχρηστο το κοινό μέτρο. Όλα αλλάζουν εκτός από τις μνήμες και τα συναισθήματα, συνθήκη που δηλώνει την εξέλιξη ως ψευδαίσθηση και την ουσία της ζωής ως ακινησία.
Υπάρχουν ορισμένα πρόσωπα που ενώ δεν πήγαν σε βάθος κάποια πλευρά του πολιτισμού άφησαν έντονα το στίγμα τους με την ιδιόμορφή τους παρουσία. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της κατηγορίας είναι ο Νικόλας Άσιμος, που αποτελούσε για χρόνια το έμβλημα της πλατείας Εξαρχείων και ήταν αδύνατο να μη τον συναντήσεις κάθε φορά που έμπαινες στα όριά της και ακόμα πιο αδύνατο να μην προσέξεις την ισχνή ασκητική φυσιογνωμία του.
Η διασπορά του ανάμεσα σε τόσα ετερόκλητα είδη, όπως το ρεμπέτικο, το λαϊκό, το παραδοσιακό, το δυτικότροπο, το ροκ, δηλώνει ότι δεν είχε σταθερή μουσική θέση και αφομοίωνε τα περιρρέοντα ακούσματα.
Δεν ξέρουμε αν είναι λίγο ή πολύ αυτό που άφησε πίσω του ο Άσιμος, πάντως είναι κατώτερο των δυνατοτήτων του, αφού έκρυβε μέσα του έναν ποιητή ελκόμενο από τον τραχύ λόγο και την παράξενη ατμόσφαιρα.
Την εμφανή στιχουργική του δυνατότητα ο Άσιμος συχνά την κατανάλωνε σε επίδειξη τεχνικής παραδοξολογίας, σε συνδυασμό με μια έμμονη διάθεση ανατροπής, που δεν προέκυπταν πάντα από την προσωπική του ανάγκη και την παιδεία του αλλά ήταν σχηματικές πράξεις εκτοξευμένες από την οργή για τον κοινωνικό αποκλεισμό του, που την υποδαύλιζε η συνεχής χρήση αλκοόλ, κάνοντας τη συμπεριφορά του ανεξέλεγκτα παρορμητική και συχνά συγκρουόμενη με τις εσωτερικές του τάσεις.
Η δηλωμένη αντίθεση και η περιφρονητική στάση προς την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κοζάνη και το περιβάλλον της παιδικής του ηλικίας αναιρούνται ταυτόχρονα από κάποιες ασυναίσθητες ενέργειές του, που επισημαίνουν την κρυμμένη μέσα του έλξη προς τούτες τις αποκηρυγμένες αξίες. Τις ορχήστρες που κατά καιρούς τον πλαισίωναν τις ονόμαζε "φουρφούρια", όρος που χρησιμοποιείται στην Κοζάνη για τη χάρτινη φτερωτή που περιστρέφεται πάνω σ' ένα ξύλο, ενώ δεν παρέλειπε ποτέ να πει το δημοτικό του τόπου του "Ένα είν' τ' αηδόνι κι αυτό το Μαη λαλεί" διανθίζοντάς το βέβαια πάντα με στιχουργικές αυθαιρεσίας της στιγμής. Ο ακατανόητος νεολογισμός "κροκάνθρωπος" που χρησιμοποιεί στο βιβλίο του "Αναζητώντας κροκανθρώπους" είναι προφανέστατος για όσους τον γνώριζαν, καθώς αποτελεί συμβολισμό του ελεύθερου, δημιουργικού και περιπλανώμενου ανθρώπου, που δεν είναι μουντός σαν εκείνους που συγκροτούν την απρόσωπη μάζα αλλά λαμπερός σαν να έχει χρωματιστεί από το φυτό κρόκος που ευδοκιμεί μόνο στον τόπο του και αποτελεί ένα παραδοσιακό μέσο ανεξίτηλης βαφής.
Δεν ξέρουμε αν είναι λίγο ή πολύ αυτό που άφησε πίσω του ο Άσιμος, πάντως είναι κατώτερο των δυνατοτήτων του, αφού έκρυβε μέσα του έναν ποιητή ελκόμενο από τον τραχύ λόγο και την παράξενη ατμόσφαιρα. Ήταν βέβαια πιο έντιμος από πολλούς άλλους της εποχής του, που αφού εξάντλησαν τις επιφάσεις της άρνησης κατέληξαν ύστερα σε κάθε σύμβαση της κοινωνίας. Η εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση του περιώνυμου προοδευτισμού δικαιώνει τη χλεύη και την απόσυρση του Άσιμου από τους χώρους που εκδηλωνόταν και εξηγεί επίσης την τάση πολλών ανθρώπων με απλή γόνιμη σκέψη να καταφύγουν σε μια αντίληψη ζωής αντίστοιχη με των αρχαίων κυνικών.
Info:
''Ράγκα - Παράγκα (Τα τραγούδια της Πρώτης Κατάληψης)'' με τον Ανδρέα Ταρνανά απ' αυτή τη Δευτέρα 18/5 στο Θέατρο Λύχνος Τέχνης και Πολιτισμού (Χαλκιδικής 83, Γκάζι). Ώρα έναρξης: 21.00, είσοδος: 10 ευρώ
σχόλια