Τρίτη βράδυ
Saske στο Θέατρο Λυκαβηττού. Ένα από τα πιο iconic venues στην Ελλάδα φιλοξενούσε έναν από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες. Δεν γινόταν να μην πάω. Έφτιαξα τη βαλίτσα μου, έπεισα έναν φίλο μου να με φιλοξενήσει (s/o), πήρα το τρένο και ήρθα να απολαύσω το σόου.
Περπατώντας την επίπονη ανηφόρα προς το θέατρο, σκεφτόμουν τις μεταβλητές που έχει μια συναυλία τέτοιου βεληνεκούς. Ο Saske είναι καλλιτέχνης με πολλές μουσικές προσεγγίσεις, οι οποίες ελκύουν διαφορετικό κοινό, και όταν κάνεις συναυλία για την οποία έχεις πει ότι είναι η μεγαλύτερη και μία από τις πιο σημαντικές της καριέρας σου, περιμένεις από τον casual ακροατή μέχρι τον πιο «σκληρό» fan που σε ακολουθεί από την πρώτη μέρα.
Ο Saske ήταν εξωπραγματικός. Τα φωνητικά του με τη χρήση autotune, η σκηνική του παρουσία και η αλληλεπίδραση με το κοινό είναι μια τριπλέτα την οποία ίσως κανένας στην Ελλάδα να μην μπορεί να συνδυάσει τόσο καλά.
Έχεις λοιπόν να ικανοποιήσεις τον τύπο που σε ξέρει από το «Mediterranean», τον τύπο που σε ξέρει από το «Ξέρω Μάνα» και τον τύπο που σε ξέρει από το «Νυχτερινό Κολύμπι». Για να ευχαριστηθούν όλοι αυτοί οι τύποι ακροατών δεν αρκεί να προσέξεις ποια κομμάτια και με ποια σειρά θα τα πεις. Μετράει, μεταξύ άλλων, η μουσική προσέγγιση, η σκηνική παρουσία, το creative direction και το crowd control. Θα κατάφερνε λοιπόν ο Saske να αντεπεξέλθει σε αυτή την πρόκληση;
Φτάνει η στιγμή που βγαίνει ο Saske στη σκηνή. Φωνάζει, χοροπηδάει, φοράει ένα outfit που το βλέπαμε και ήταν σαν να μας έλεγε «ξέρεις τι, σήμερα εγώ είμαι ο main character». Πρώτο κομμάτι το τρομερό «BABAR» και ο Saske το δίνει λες και είναι το τελευταίο κομμάτι που θα πει στη ζωή του. Παρ’ όλα αυτά, κάτι λείπει. Το κοινό ήταν εκεί, αλλά μόνο σωματικά. Οι χιλιάδες που πήγαν να τον δουν δεν έδειχναν πάθος.
Καθιστός κόσμος που απλώς περνούσε καλά, λες και άκουγε σπίτι του κάποιο κομμάτι που του αρέσει στο αγαπημένο του playlist. Πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη ότι δεν θα περάσω τόσο καλά όσο περίμενα. Αυτό μέχρι να έρθει η στιγμή που άλλαξε όλη τη συναυλία, η στιγμή που για μένα αποτελεί το απόλυτο highlight και την πιο iconic στιγμή της.
«Μάγκες, τώρα θέλω να σηκωθείτε». Αυτό χρειάστηκε να πει. Και το κοινό απλώς υπάκουσε. Κανένας πια δεν καθόταν. Χιλιάδες άτομα σηκώθηκαν την ίδια στιγμή και ο Saske πλέον είχε παρέα. Το κοινό κουνιόταν, φώναζε, χειροκροτούσε, αποθέωνε το εκπληκτικό performance του Saske, της μπάντας και των καλεσμένων και πλέον δεν υπήρχε άτομο με τη σκέψη να καθίσει.
Την αποθέωση αυτή μπορώ να πω με σιγουριά ότι την άξιζαν όλοι. Ο Saske ήταν εξωπραγματικός. Τα φωνητικά του με τη χρήση autotune, η σκηνική του παρουσία και η αλληλεπίδραση με το κοινό είναι μια τριπλέτα την οποία ίσως κανένας στην Ελλάδα να μην μπορεί να συνδυάσει τόσο καλά. Αξιοσημείωτο θεωρώ ότι έδωσε πιο πολύ χρόνο στη «μη γνωστή» (όπως την αποκάλεσε ο ίδιος) μουσική και ακούσαμε πολλά κομμάτια όπως το «Κατάρα», το «Mafia» και το «Ό,τι γουστάρω».
Στο υψηλότατο στάνταρ που έθεσε o Saske αντεπεξήλθαν όλοι οι καλεσμένοι. Απολαύσαμε εξαιρετικές εμφανίσεις από τους Hawk, Sigma, Sidarta, Kareem, Νέγρο του Μοριά και Danae, με ανάλογες επιλογές κομματιών. Ακόμη ένα highlight ήταν η μπάντα. Οι παραγωγές ήταν πολύ βελτιωμένες και έδειχναν τη συναυλιακή εμπειρία που απαιτούσε η βραδιά. Μακάρι αυτές τις εκτελέσεις να τις δούμε στις πλατφόρμες.
Μεγάλο respect αξίζει να δώσουμε ξανά στον Saske για το κοινό που έχει χτίσει. Μου φάνηκε απίστευτο ότι χιλιάδες άτομα στην κερκίδα φώναζαν με την ίδια μανία το «Deal, πάνω απ’ το deal, πάνω απ’ το deal, έγινα boss, στα αρχίδια μου ο Φερεντίνος, ο τραπεζίτης είναι αδελφός» και το «Δεν θα σε ξαναδούν, σαν να σε πήραν στη NASA». Είχα βαρεθεί να πηγαίνω σε συναυλίες και αντίστοιχα κομμάτια να τα φωνάζω μόνο εγώ και να με κοιτάνε περίεργα.
Γενικά είχα ενδοιασμούς για τη βραδιά της Τρίτης, αλλά στις προκλήσεις αντεπεξήλθε όλη η ομάδα του event και με το παραπάνω. Πέρασα απίστευτα, και σίγουρα την ίδια άποψη θα έχουν όλοι όσοι βρέθηκαν στις κερκίδες εκείνη τη μέρα. Πήρα την κατηφόρα για το σπίτι χωρίς κανένα παράπονο, με ανυπομονησία για το επόμενο απόγευμα, και πήρα τηλέφωνο φίλους μου που βαρέθηκαν να κατέβουν Αθήνα να τους περιγράψω τι έχασαν. Η συναυλία της Τρίτης ανέβασε ψηλά τον πήχη και αναμένω παρόμοια προσπάθεια και προσέγγιση και από άλλους καλλιτέχνες της σκηνής.
— Νικόλας Καρακάσης
Τετάρτη βράδυ
Το Saskepticism Festival ήταν η μεγάλη, διήμερη γιορτή για τον Saske, και γιορτή χωρίς καλεσμένους δεν υφίσταται. Έτσι, το line up της δεύτερης ημέρας ήταν γεμάτο από τους guests που πλαισίωσαν με τις μπάρες και την ενέργειά τους το μεγάλο αθηναϊκό πάρτι στην κορυφή του λόφου του Λυκαβηττού.
Ο κόσμος ανταποκρίθηκε έντονα και τις δύο μέρες, και την ευθύνη για το ζέσταμά του την είχαν οι δύο DJ που ανέλαβαν να κηρύξουν την έναρξη της βραδιάς. Την αρχή έκανε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ανερχόμενους καλλιτέχνες αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα, ο Palatranx, του οποίου το ευρύτατο φάσμα επιρροών είναι φανερό στα sets του, που έχουν πάντοτε το στοιχείο της έκπληξης, καθώς μπορεί να μιξάρει εντέχνως τα πάντα.
Συνολικά, το Saskepticism, εκτός από φεστιβάλ, είναι μια αντανάκλαση όσων έχει καταφέρει ο Saske – και τα αξίζει μέχρι τελευταίας ρανίδας. Το φεστιβάλ ήταν αντάξιο του επαγγελματισμού που τον διέπει.
Τη σκυτάλη πήρε ο βετεράνος Black Athena, που ήταν και ο host του event, και κατάφερε να θέσει τον τόνο για το τι θα ακολουθήσει μέσα από το –όπως κάθε φορά– καλοδουλεμένο set του. Ο κόσμος πλέον ήταν έτοιμος και ανυπομονούσε να αρχίσει το show. Η διοργάνωση ήταν αψεγάδιαστη, χωρίς εκπτώσεις στον ήχο, με το μεγάλο stage σε στυλ catwalk και την οθόνη με τα άρτια visuals να επιτρέπουν στους καλλιτέχνες να ξεδιπλώσουν την τέχνη τους ανενόχλητοι, αλλά και να μαγνητίζουν την προσοχή του κοινού.
Το πρώτο live act που κατέλαβε τη σκηνή ήταν η παρέα της Wake ‘n’ Bake. Όποιος θεωρούσε πως θα είναι απλά ένα opening έπεσε εντελώς έξω. Οι νεαροί ράπερ έχουν καταφέρει να χτίσουν το δικό τους wave και κοινό, τόσο στα στενά του διαδικτύου όσο και στο ίδιο το underground, με την ενέργεια και τη χαρισματικότητα που τους διέπει. Θα έλεγα πως ένα μεγάλο, breakthrough hit τούς χωρίζει από την πανελλήνια αναγνώριση, με τον Gxhan ειδικά να αποδεικνύει κάθε δευτερόλεπτο επάνω στη σκηνή πως είναι φτιαγμένος από rockstar material.
Το αμφιθέατρο ήταν πλέον κατάμεστο, οι WnB είχαν καταφέρει να ξεσηκώσουν τον κόσμο και τον άφησαν σε έναν ράπερ που έχει κατορθώσει να γίνει μια από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές της πρωτεύουσας, τον Κάτοχο. Από τις πρώτες του κυκλοφορίες κατέστησε σαφές πως δεν είναι ένας bystander της ραπ κουλτούρας, δεν είναι ένας τυχαίος που είδε φως και μπήκε, αλλά ένας θιασώτης της, ένας παθιασμένος ακροατής με ταλέντο στο μικρόφωνο.
Αυτό το γνωρίζει και ο ίδιος και το επικοινωνεί όχι ως έπαρση, αλλά ως αυτοπεποίθηση, ως το αναγκαίο ή μάλλον επιβεβλημένο ego που είναι ταυτόσημο με το ραπ, στο πλαίσιο της ευγενούς άμιλλας. Το stage του ανήκε, ενώ έχει αναπτύξει ιδιαίτερους δεσμούς με τον λαό της Αθήνας μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, και ειδικότερα με τους νεαρότερους, που δεν διστάζουν να του το δείχνουν σε κάθε ευκαιρία.
Για την επόμενη μία ώρα και κάτι η σκηνή και το vibe ήταν υπόθεση της Κυψέλης. Κάνοντας είσοδο με το «In Greece We Trap», οι Kareem Kalokoh & Moose επικύρωσαν τη δήλωση που έκανε ο δεύτερος μέσω του ντεμπούτου του, δείχνοντας και στους καλεσμένους από τη Βρετανία και την Αμερική ότι στην Ελλάδα όντως τραπάρουμε, ότι έχουμε ενεργότατη σκηνή και ταλαντούχους καλλιτέχνες, παρά το γλωσσικό barrier που αναπόφευκτα κάνει αυτήν τη σκηνή πιο εσωστρεφή. Όταν αυτό το barrier καταργείται λόγω του αγγλόφωνου στίχου, όμως, γίνονται σαφή σε όλους τα παραπάνω.
Ακολούθησε ο Νέγρος του Μοριά, ο οποίος όχι απλώς είναι απολαυστικός όσες φορές και να τον έχεις δει live, αλλά εξελίσσει τη σκηνική του παρουσία κάθε φορά. Είναι ένας από τους καλύτερους showmen της σκηνής μας και ένας τρομερά συνεπής καλλιτέχνης, γι’ αυτό άλλωστε και το hype του μένει όχι απλώς αναλλοίωτο τόσα χρόνια, αλλά αυξάνεται με κάθε του κυκλοφορία, κάτι που αποδείχθηκε και εκείνη τη μέρα, με τον κόσμο να ακολουθεί bar for bar κάθε του τραγούδι.
Η βραδιά είχε αρχίσει να κορυφώνεται και ο περισσότερος κόσμος στεκόταν όρθιος στα διαζώματα. Τότε στο μεγαλοπρεπές stage του φεστιβάλ ανέβηκε ένας εμβληματικός καλλιτέχνης, του οποίου το όνομα είναι ταυτόσημο με την εξέλιξη και την ανάδειξη του grime στην Αγγλία. Ο λόγος φυσικά για τον Ghetts, ο οποίος γιόρτασε μαζί μας τα γενέθλιά του, ερμηνεύοντας τα κομμάτια που έχει ξεχωρίσει το κοινό παγκοσμίως από τον φετινό του δίσκο, το «On Purpose, With Purpose», αλλά και αγαπημένα throwbacks.
Παρότι ήταν η πρώτη του φορά στην Ελλάδα και παρότι εκπροσωπεί ένα είδος που δεν εισήχθη ποτέ με μαζικούς όρους στη χώρα μας, το κοινό τον αγκάλιασε, με σημαντική μερίδα του κοινού μάλιστα όχι απλώς να ξέρει τα τραγούδια του, αλλά να τον ακολουθεί και ερμηνευτικά (όπως το παλικάρι που βρισκόταν ακριβώς από πίσω μου και ξελαρυγγιάστηκε να ραπάρει. Shoutout σε σένα, όποιος κι αν είσαι, σε λάτρεψα!), αφήνοντας μια ελπίδα πως, αν υπάρξει επόμενη επίσκεψή του, ίσως να είναι και ως headliner.
Άσχετα όμως με το ποιο act μπορεί να περίμενε ο καθένας, όπως είπα και στην αρχή, το event ήταν μια γιορτή όχι του Saske, αλλά για τον Saske. Ήταν ο πρωταγωνιστής, ο man of the hour, ο main character σε ένα πλουραλιστικό φεστιβάλ, και ο κόσμος του το έδειξε δεύτερη μέρα σερί. Όταν βλέπεις τον Saske στη σκηνή για πρώτη φορά, βλέπεις έναν άνθρωπο με άστρο, έναν καλλιτέχνη που δίνει κάθε του κύτταρο σε αυτό που κάνει και δεν το αντιμετωπίζει ως εισόδημα.
Είναι ένας άνθρωπος που δεν μπήκε στο ραπ ως εναλλακτική λύση, ούτε το έμαθε επειδή έχει γίνει μόδα, αλλά είναι ραπ και το εκπροσωπεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και με ευθύνη, από το πρώτο του κιόλας single, γιατί απλώς το αγαπά πολύ. Παρότι λίγο κουρασμένος από τη δεύτερη συνεχόμενη συναυλιακή ημέρα, δεν έκανε εκπτώσεις ούτε στο act του, ούτε στην ενέργειά του. Επέλεξε ένα medley των πιο αγαπημένων κομματιών του από όλη τη δισκογραφία του, από κάθε δημιουργική του περίοδο, ξεσηκώνοντας το αμφιθέατρο, σε βαθμό που νόμιζες πως θα καταρρεύσουν οι εξέδρες από το χοροπηδητό.
Η βραδιά είχε πάρει φωτιά και εκείνη τη στιγμή ο επίλογος από τον Rich The Kid φάνταζε ιδανικός. Ο Αμερικανός βετεράνος των mixtapes πρόσφερε ένα act κατάλληλο και για τις δύο μερίδες του κοινού του, όσους δηλαδή τον ξέρουν από τα μεγάλα hit του και όσους τον ακούγαμε για τα mixtape hit του. Ισορροπημένο και τόσο όσο setlist, ιδανικό για να μας ξεπροβοδίσει, χωρίς ωστόσο να μας διώξει.
Συνολικά, το Saskepticism, εκτός από φεστιβάλ, είναι μια αντανάκλαση όσων έχει καταφέρει ο Saske – και τα αξίζει μέχρι τελευταίας ρανίδας. Το φεστιβάλ ήταν αντάξιο του επαγγελματισμού που τον διέπει, όπως και το ίδιο το Plissken φυσικά ως διοργάνωση, ένα διήμερο που κάλυψε τις απαιτήσεις και του πιο αυστηρού ακροατή. Γι’ αυτό, άλλωστε, απ' ό,τι είπε και ο Black Athena, μάλλον μιλάμε για κάτι που πρόκειται να γίνει θεσμός.
Εις τα επόμενα!
— Χρήστος Ντάτσης