OTAN ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΕΙ το «Saskepticism Vol. 1» ο Saske ήταν δεκαεννιά χρονών. To Vol.1 ήταν ένα εξαιρετικό πρώτο άλμπουμ, καλοδουλεμένο, που έπασχε όμως από το άγχος του ντεμπούτου, την αγωνία «να χωρέσεις όσο περισσότερο υλικό γίνεται για να αποδείξεις ότι αξίζεις πιο πολλά από αυτά που προσδοκούν οι φαν σου».
Στο Vol.2, το οποίο κυκλοφορεί τώρα που ο Saske είναι είκοσι τριών, δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα. Είναι καταξιωμένος, έχει χιτ, έχει εκτίμηση όσο λίγοι εκτός χώρου, έχει δικό του στυλ – το μόνο που έμενε να δείξει ήταν ότι είναι ικανός να πάει ένα βήμα παραπέρα. Όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και το ελληνικό ραπ, που δυσκολεύεται να δημιουργήσει ταυτότητα που να μη βασίζεται στη μίμηση και στο «pay tribute στα είδωλά μου», ελληνικά και ξένα.
Όταν έλαβα το «Saskepticism Vol. 2» και το έβαλα να παίξει, απλώς δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Αρχικά, γιατί τα δείγματα που είχε δώσει, τα τρία singles που έχουν βγει μέχρι τώρα, τα «Δοκίμασέ τον», «Παντού» και «Chekcs», δεν σε προετοίμαζαν γι' αυτό που είναι το άλμπουμ, ένα σοκ – κανένα από τα τρία κομμάτια δεν είναι από τις δυνατές στιγμές του Vol.2.
Το άκουσα τόσο πολλές φορές συνεχόμενα τις τελευταίες μέρες που έπαθα κάτι σαν burn out και δεν μπορούσα να βρω λέξεις να το περιγράψω. Και επειδή είναι ένα άλμπουμ που αισθάνεσαι την ανάγκη να το μοιραστείς και να το σχολιάσεις, κάτι που είχε χρόνια να μου συμβεί, κάλεσα τον φίλο μου τον Μήτσο (Μαυράκη), έναν άνθρωπο που γνωρίζει το είδος και για μένα μετράει η γνώμη του, να το ακούσουμε και μαζί, βράδυ Μεγάλης Τετάρτης, την ώρα που αλλού ακούγονταν τα μεγαλοβδομαδιάτικα τροπάρια.
Βιωματικό, αληθινό, σημερινό, χορευτικό, σκληρό και τρυφερό, με τον Saske εραστή, κωλοπαιδαρά όσο πρέπει, επιθετικό αλλά και συνειδητοποιημένο, το «Saskepticism Vol. 2» είναι το άλμπουμ που έλειπε από την ελληνική ραπ σκηνή αυτήν τη στιγμή.
Το πόσο έχει εξελιχθεί ο Saske φαίνεται από το εξώφυλλο. Στη φωτογραφία του Ακίμ Γιάννη Τσατσούλη, ντυμένος στα λευκά και χωρίς τα ράστα, αγκαλιάζει με τρυφερότητα τρία παιδιά που είναι η επόμενη γενιά, το μέλλον και wanna be Saske. Είναι ο Saske μέντορας και όχι ο επιθετικός Saske του Vol. 1.
«Διαχρονικά το χιπ-χοπ είχε μια εμμονή με την αυθεντικότητα. Σαν τον CNN του δρόμου, έπρεπε να μιλάς μόνο γι' αυτά που γνώριζες και να είσαι αληθινός», λέει ο Μήτσος.
«Ακόμη και οι σπουδαιότεροι MCs δεν κατόρθωσαν ποτέ να βγουν από το comfort zone τους και να αρθρώσουν μια φωνή διαφορετική από το bread and butter τους. O Chuck D ήταν μεν ο σημαντικότερος ρήτορας της επανάστασης, αλλά όποτε πήγαινε να μιλήσει για γυναίκες, δεν μπορούσε να κρύψει τον καλοπροαίρετο σεξισμό του.
Ο Eminem είναι το πιο ιδιοφυές και ταλαντούχο white trash που έχει υπάρξει, μα κάθε φορά που προσπαθεί να βγάλει ένα εμβληματικό mainstream κομμάτι, καταλήγει πιο γεμάτο κλισέ και από φυσιοθεραπευτή που απαγγέλλει Κοέλιο στους θεραπευόμενους.
Ο Kendrick Lamar είναι η σημαντικότερη φωνή μιας γενιάς, μα πάντα θα είναι ο σοφός και διδακτικός έντεχνος ξάδελφος, ο Drake ανακάλυψε το humblebrag κι ακούγεται τόσο απειλητικός όσο μια αρσακειάδα που ξεχάστηκε στο seen.
Η Cardi B θα είναι μονίμως η κωλοπετσωμένη γειτόνισσα από το Μπρονξ και ο Young Thug, ό,τι και να πει, θα είναι πάντα ένας εξωγήινος. H Beyoncé έχει όντως εύρος και μπορεί να μετατραπεί από Ίσιδα σε Νεφερτίτη και Ταουρέτ, αλλά ποτέ κάτι διαφορετικό από μια θεότητα.
Όπως θα μπορέσετε να ανακαλύψετε αν περπατήσετε έξω από ένα σχολείο την ώρα του σχολάσματος, είτε αυτό είναι δημόσιο, είτε ΕΠΑΛ, είτε ιδιωτικό, το χιπ-χοπ (trap, drill, conscious rap, κινηματικό rap ή και r'n'b με autotune) είναι ο mainstream ήχος του σήμερα. Και του αύριο. Και όλοι οι ράπερ θέλουν να γίνουν mainstream, την ίδια στιγμή που το κρατάνε αληθινό. Να μιλάνε για τη γειτονιά, ενώ φλεξάρουν τα chains. Να σπρώχνουν στο παγκάκι και να τα τρώνε στα προάστια. Να κυνηγάνε το μεροκάματο και να τα καίνε αμέσως μετά.
Όλοι οι ράπερ είναι real g's, λαϊκά παιδιά, fashion icons, αδίστακτοι αλήτες, καλοί γιοι, καυτοί εραστές και ψυχροί επαγγελματίες. Γι' αυτό προσπαθούν να μιλήσουν για όλα αυτά στα κομμάτια τους. Και καταλήγουμε να ακούμε για βέρια που είναι σαν το "Narcos" να συναντάει το "Sharknado", ερωτικές σκηνές που θυμίζουν περιγραφή αγώνα muay thai, flex για την καλή ζωή από τύπους που προτιμούν περιπτερόμπιρα αντί για σαμπάνια και πολιτικό λόγο straight outta Δελφινάριο.
To "Saskepticism Vol. 2" δεν θα έπρεπε να λειτουργεί για κανένα, μα κανένα λόγο. Κανένα #2 δεν λειτουργεί. To "Vol. 2... Hard knock life" του Jay Z είχε μεν ένα ghetto anthem, άλλα, όπως και το "Culture II" των Migos, έπεφτε θύμα της φιλοδοξίας του και διαρκούσε πολύ περισσότερο απ' όσο έπρεπε.
Και πάει ο Saske και κυκλοφορεί άλμπουμ με 20 (ΕΙΚΟΣΙ!) κομμάτια δίχως ούτε μία βαρετή στιγμή. Καταφέρνει έναν θρίαμβο για τον οποίο παλεύουν μάταια άλλοι καλλιτέχνες σε ολόκληρη την καριέρα τους.
Το "Saskepticism" ξεκινάει με ένα αυθεντικό banger, "Το Συνηθίζω". Στο "Paranoia di notte" πιάνει το κλασικό πλέον trope του μελαγχολικού "traplord". To "Αλήθεια" είναι ερωτικό reggaeton, όπως σωστά μέχρι τώρα έχει κάνει μόνο ο FY στο "Superstar". Στο "Collect" με το sample από το "American Gangsta" έχει αύρα old school Jay Z εποχής "Blueprint".
Το "Different Drip" στέκεται στα ίσια με τα άλλα anthems του Kareem και των Ath Kids. Στο "Blocka" με την αγχώδη παραγωγή κάνει ένα πολιτικό τραγούδι-σύνοψη της τελευταίας διετίας που τολμά να γίνει χορευτικό, ενώ από πίσω ακούγονται αποσπάσματα από τα ρεπορτάζ για την Εύβοια.
Το "Kurt Cobain" είναι τραγούδι που θα έβγαζε ο Lil Peep αν ήταν ακόμη μαζί μας. To "On the regular" είναι το καλύτερο κομμάτι του Gucci Mane από τότε που βγήκε από τη φυλακή.
Το "Παντού" είναι ραδιοφωνικό χιτ που θα παίζει όλο το καλοκαίρι στην παραλιακή. Στο "Wassup Freestyle" κάνει ένα freestyle που πατάει κάτω για πλάκα το rap game. Στο κομμάτι λέει ότι πηγαίνει από τον Πειραιά, στο Μενίδι και μετά στους Θρακομακεδόνες και στην Πολιτεία. Και ο γαμημένος νιώθεις ότι στέκεται παντού. Ότι έχει βρεθεί και ανήκει σε κάθε μέρος που casually αναφέρει. Ότι είναι βίωμά του κάθε στιγμή που φλεξάρει. Γιατί "δεν είναι πρόβατο, δεν είναι βοσκός, είναι πολύπλευρος, απότομος και κυκλοθυμικός", όπως λέει στο "Fake Love", το τραγούδι που ανοίγει το δεύτερο μέρος του άλμπουμ και συνδυάζει την αστική παράνοια του ήχου που θυμίζει λίγο Burial με σοβαρούς εσωστρεφείς στίχους.
Στο "Smooth Living" δείχνει υπέροχο synergy με τον Sigma και στο "Glitch" φτιάχνει ένα από τα τραγούδια με ήχο που είναι όλος δικός του και flex που ακούγεται αληθινό. Το "Μαύρα Λεφτά" είναι έτοιμο να παίξει σε club νησιού. Στο "Checks" ο Hawk θυμίζει τις ωραιότερες στιγμές του Supernova και ο Saske ακούγεται σαν Μικρός Κλέφτης, όπως έκανε και στο "Wassup Freestyle".
Το "Death Row" το έβγαλε για να αρρωστήσουν με την πάρτη του όσοι ακούνε μόνο real hip hop και όχι αυτούς τους καινούργιους MCs. Μετά από αυτό έχει βγάλει ίσως το καλύτερο ερωτικό κομμάτι του άλμπουμ, το "X-Rated", και συνεχίζει να δείχνει το εύρος του επιδεικτικά, κάνοντας ένα κομμάτι BCC gang, το "Δοκίμασέ τον", για να κλείσει με το "11 Φορές", ένα οutro-γύρος θριάμβου, αντάξιο του "Compton" του K-Dot».
Μετά από αυτό το παραλήρημα (είναι πολύ δύσκολο να σταματήσεις τα κομμάτια για να σχολιάσεις) πρέπει να σταθώ στο απίστευτο, πρωτοφανές versatility του Saske στα κομμάτια του άλμπουμ, που παρουσιάζεται σχεδόν με διαφορετικό πρόσωπο και ύφος στο καθένα, αλλάζει flow, αλλάζει στίχους, αλλάζει attitude και βέβαια φαίνεται ότι έχει αγωνιστεί να κρατήσει ένα αξιοθαύμαστο επίπεδο στους στίχους (γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να μην παρασυρθείς σε χυδαιότητες και καφρίλες, είναι μέρος του rap game, όπου όλοι θέλουν να αποδείξουν ότι είναι real αρσενικά).
Να σταθώ επίσης στο επίπεδο της παραγωγής που, σαν σύνολο, είναι ίσως το πιο υψηλό που έχω ακούσει ποτέ σε ελληνικό άλμπουμ του είδους, από το σαρωτικό εισαγωγικό κομμάτι «Το Συνηθίζω», με τον Beyond να φτιάχνει ένα killer, ξεσηκωτικό χιτ και ένα από τα δυνατά τραγούδια του άλμπουμ, μέχρι το «παλιομοδίτικο» «Collect», όπου ο Esaw κάνει την πρώτη του εμφάνιση, γιατί στο άλμπουμ έχει έξι κομμάτια και μεγαλουργεί.
Πίστευα ότι η χημεία που είχε με τον Saske στο «Spaceman» δεν μπορούσε να ξεπεραστεί, αλλά στο «Beamers» φτιάχνουν ένα από τα πιο όμορφα r’n’b κομμάτια που έχουν γίνει ποτέ με ελληνικούς στίχους και το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, με την κιθάρα του Vincent να χτίζει το μοτίβο της μελωδίας.
Ένα τραγούδι που είναι αρκετό για να δείξει ο Saske την κλάση του και θα μπορούσε να είναι παγκόσμιο χιτ, όπως και αρκετά κομμάτια εδώ μέσα, π.χ. το «Smooth Living», όπου τραγουδάει με ένα ζιγκ ζαγκ με τον Sigma τόσο ταιριαστό που είναι δύσκολο να απομονώσεις τις φωνές πάνω σε μια «κρυστάλλινη» παραγωγή.
Κορυφαίες στιγμές επίσης είναι το «Glitch» με τον G-Sick στην παραγωγή και το industrial επιθετικό (με πολύ δυνατούς πολιτικούς στίχους) «Blocka». O Palatranx τον βοηθάει να φτιάξουν δικό τους ήχο, -και ναι, αυτό είναι απίθανο νέο ελληνικό ραπ. Τον βοηθούν επίσης ο Granbois, ο Gamecue σε ένα έντονα ερωτικό κομμάτι με βιογραφικά στοιχεία («Με πήρε τηλέφωνο η μάνα μου μου ’πε η ζωή γυρίζει / βλέπει τον τροχό της τύχης και με είχαν στις ερωτήσεις / σε τόσες συνεντεύξεις, φωνή σε διαφημίσεις / παρόλα αυτά, κανείς να ακούσει τη φωνή μου σε ώρες θλίψης / ξέρω λείπεις σε ταξίδι, αλλά σε χρειάζομαι σήμερα / το άγγιγμά σου μόνο κάνει τα θεριά μου ήμερα / μου λείπεις και είμαι έξω κάνω turn up για το τίποτα / όσο κάνω escape plans με σένα κάπου ήρεμα…»), o Th Mark... Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα, αλλά κοντεύει να ξημερώσει και σε λίγο θα ξεκινήσει να ψάλλεται το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου».
Βιωματικό, αληθινό, σημερινό, χορευτικό, σκληρό και τρυφερό, με τον Saske εραστή, κωλοπαιδαρά όσο πρέπει, επιθετικό αλλά και συνειδητοποιημένο, το «Saskepticism Vol. 2» είναι το άλμπουμ που έλειπε από την ελληνική ραπ σκηνή αυτήν τη στιγμή. Ακούγοντας το outro ("11 φορές") καταλαβαίνεις τι σημαίνει "έχω φύγει μπροστά απ' όλους".
Και όπως λέει και ο Μήτσος, «ένα άλμπουμ με 20 κομμάτια που να μην το βαριέσαι ούτε στιγμή, με τόσο μεγάλη ποικιλία και τέτοιο επίπεδο δεν το καταφέρνουν ούτε οι σούπερ σταρ. Και το έκανε αυτός. Έχω πάθει πλάκα».