Όταν οι Μέντα μπαίνουν στην σκηνή του κινηματογράφου «Τριανόν» το visual πίσω τους παίζει αποσπάσματα από την ομιλία ενός γκουρού. Μιλάει στους μαθητές του για την σύνθλιψη του Εγώ. Η σκοτεινή electronica της μπάντας απλώνεται πάνω από τα λόγια του σαν ηλεκτρική κουβέρτα.
Το περσινό άλμπουμ τους Téléphérique είναι γυμνό από ελληνικούς στίχους και ποπ μελωδίες όπως μας είχαν συνηθίσει μέχρι σήμερα. Τώρα, εξερευνούν φωτεινά ηλεκτρονικά τοπία, επενδύουν μουσικά μια σκοτεινή σκηνή από ταινία του Λάνθιμου ή του Χάνεκε που δεν έχει ακόμα γυριστεί , αποκαλύπτουν όλο αυτό που μας έκρυβαν αυτά τα χρόνια κάτω από το σελοφάν της Pop.
Τα κομμάτια του Téléphérique μοιάζουν με εξομολόγηση που ήθελαν αν κάνουν εδώ και χρόνια. Την ακούμε καθώς πίσω της πέφτουν τα ορμητικά νερά ενός καταρράκτη, σχήματα ανατινάζονται, μια αθλήτρια του πατινάζ στροβιλίζεται, λευκοί κύκλοι απλώνονται μέσα στο σκοτάδι. Κάτι μεγαλύτερο από σένα συμβαίνει και για να το απολαύσεις πρέπει να ξεχάσεις ποιος είσαι, να αναγκάσεις το Εγώ σου για αυτή την ώρα να συρρικνωθεί μπροστά στο μεγαλείο της ηλεκτρονικής μουσικής. Ένα είδος μουσικής που μπορεί να σε κάνει να ιδρώσεις ακόμα και αν είσαι καρφωμένος στο κάθισμα ενός σινεμά.
Οι Μέντα φαίνονται να ήταν προορισμένοι για αυτό όλα αυτά τα χρόνια και απορείς πως δεν το είχαν καταλάβει. Σε μια συνέντευξη που έδωσαν πέρσι το Μάρτιο στο ΓΚΡΕΚΑ είχαν μιλήσει για την στροφή που έκαναν στον ήχο τους. «Έπαιξαν ρόλο τα βιώματα που έχουμε από την καθημερινότητα, τα πράγματα που βλέπεις όταν κυκλοφορείς έξω δεν μπορούν να σε αφήσουν ανεπηρέαστο. Απογοήτευση, θυμός, πικρία, υπάρχουν όλα μέσα στον δίσκο.» είχαν πει.
Και ευτυχώς όλο αυτό δεν ήταν μια παρένθεση. Το «Sequencer», το νέο τους εκπληκτικό κομμάτι που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες παίζεται για πρώτη φορά live. Συνεχίζουν στον δρόμο που άνοιξαν με το Téléphérique σαν γνήσια εγγόνια του Brian Eno. Μοιάζουν να έχουν «λιώσει» στις ακροάσεις το «Nerve Net» από τα μακρινά 90s, να έχουν δανειστεί με προσοχή ότι ήθελαν από τα έπη του Βαγγέλη Παπαθανασίου, δημιουργώντας στο τέλος ένα μυστήριο όμοιο με τα κομμάτια που σου αφήνουν οι ακροάσεις των δουλειών του Max Richter. Ο ήχος του πιάνου μοιάζει με αποχαιρετισμό σε ένα φίλο.
Μιάμιση ώρα περίπου μετά, η ορχηστρική μουσική τους έχει πετύχει να σε βάλει στην θέση σου. Να αφήσεις το Εγώ σου στην άκρη αυτό το Σαββατόβραδο όπως παρότρυνε ο γκουρού στην αρχή της συναυλίας, για να απολαύσεις κάτι πολύ μεγαλύτερο: Την ομορφιά και την απεραντοσύνη της μουσικής που μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή του σύμπαντος.
Μεσάνυχτα. Τέλος. Επιστροφή στην πραγματικότητα. Στα ανυπόφορα μερικές φορές Εγώ μας.