ΕΝΑ 16ΧΡΟΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ μπορεί να είναι σοφό, αστείο, καλλιεργημένο και φιλόδοξο και πιθανώς να μπορεί να υποστηρίξει τις θέσεις του σε μια συζήτηση. Μπορεί σ’ αυτή την ηλικία να έχει φτάσει στο ενήλικο ύψος της και στο οριστικό νούμερο των παπουτσιών της. Μέχρι αυτό το σημείο της ζωής της, έχει πιθανώς διαβάσει βιβλία ή έχει ακούσει τραγούδια που θα τη σημαδέψουν για πάντα. Μπορεί να έχει κάνει σεξ ή να έχει ερωτευτεί. Μπορεί να είναι απόλυτα σοβαρή και να είναι αποφασισμένη να την παίρνουν κι άλλοι στα σοβαρά. Από πολλές απόψεις όμως, ένα 16χρονο κορίτσι είναι ακόμα παιδί.
Πριν από λίγες μέρες το Vanity Fair δημοσίευσε ένα αποκαλυπτικό προφίλ της Ογκόστα Μπριτ, της «μυστικής μούσας» του διάσημου συγγραφέα Κόρμακ Μακάρθι, ο οποίος πέθανε πέρυσι. Ο Μακάρθι ήταν 42 ετών όταν γνωρίστηκαν το 1976, ενώ εκείνη ήταν ένα κορίτσι 16 ετών που είχε δραπετεύσει από μια κακοποιητική παιδική ηλικία. Όπως αναφέρει η ίδια στο άρθρο, ο Μακάρθι την πέρασε από τα σύνορα στο Μεξικό, πλαστογράφησε το πιστοποιητικό γέννησής της και ξεκίνησε μια ερωτική σχέση μαζί της.
Η Μπριτ είναι ανένδοτη ότι η σχέση τους ήταν συναινετική: «Όλα φαίνονταν σωστά. Ένιωθα καλά... Τον αγαπούσα. Ήταν η ασφάλειά μου». Ισχυρίζεται όμως επίσης ότι ο Μακάρθι χρησιμοποίησε τις εμπειρίες της στα μυθιστορήματά του, δημιουργώντας και στη συνέχεια σκοτώνοντας χαρακτήρες που βασίζονταν σε εκείνη. «Με εξέπληξε το γεγονός ότι δεν ένιωσα καθόλου ρομαντικά να γράφει κάποιος για μένα», λέει σήμερα. «Ένιωσα με κάποιο τρόπο παραβιασμένη».
Παρ' όλη την οξεία, εκ των υστέρων, διορατικότητά της, το γράψιμο της Σερ για τη ζωή της ως έφηβης διαπνέεται από αυθεντικά εφηβικά συναισθήματα. Η αμηχανία και οι φόβοι της βρίσκονται στις σελίδες του βιβλίου μαζί με τις φωσφορίζουσες κορυφώσεις των πρώτων φλερτ και των πρώτων επιτυχιών.
Ανέκαθεν ο κόσμος ζητούσε από τα κορίτσια να μεγαλώσουν γρήγορα, όπως μας υπενθυμίζει ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων της Σερ που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες. Το βιβλίο την ακολουθεί από τη γέννησή της έως το 1980, και εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στην εξαιρετικά ασταθή και δύσκολη παιδική της ηλικία, η οποία σημαδεύτηκε από κακοποίηση, στέρηση και συχνές μετακινήσεις ανά την αμερικανική επικράτεια, και την αγωνιώδη πορεία της προς τη φήμη.
Στα 15 της, βρισκόταν ήδη στο Λος Άντζελες και συγχρωτιζόταν με αστέρες του κινηματογράφου, όπως ο Γουόρεν Μπίτι. Στα 16 της, όπως γράφει, γνώρισε τον 27χρονο Σόνι Μπόνο. Όταν έμεινε άστεγη, μετακόμισε μαζί του, αρχικά ως φίλη. «Μια μέρα, με φίλησε και αυτό ήταν όλο», γράφει. Τότε γεννήθηκε η οντότητα που έμεινε γνωστή ως Sonny & Cher. Εκείνος θα ήταν ο σύζυγος και ο συνεργάτης για την επόμενη δεκαετία, θα χώριζαν όμως πριν εκείνη κλείσει τα 30.
Το βιβλίο της Σερ είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για τη ζωή ενός νεαρού κοριτσιού που εισέρχεται στον κόσμο των ενηλίκων. Η σημερινή της ματιά, στα 78 της χρόνια, επιτρέπει ειλικρινείς εκτιμήσεις δύσκολων καταστάσεων: Η γιαγιά της, η Λίντα, γέννησε τη μητέρα της, Τζάκι Τζιν, στα 13 της. Η Τζάκι Τζιν παντρεύτηκε τον πατέρα της Σερ, τον Τζόνι, στα 19 της και το μετάνιωσε αμέσως. Η κόρη της δεν βρίσκει κανένα ρομαντισμό στην ένωσή τους.
«Εύπιστη και παγιδευμένη, η μητέρα μου ζούσε σε μια εποχή που οι γυναίκες είχαν ελάχιστη ή καθόλου υποστήριξη από την κοινωνία, οπότε, μη βλέποντας άλλη διέξοδο, επέστρεφε στον Τζόνι, παρόλο που ισχυριζόταν ότι ποτέ δεν τον αγάπησε ή δεν τον εμπιστεύτηκε», γράφει η Σερ (ο Τζόνι αργότερα θα έφευγε νύχτα χωρίς να πει λέξη). Αργότερα, ένας σύντροφος της μητέρας της εκδήλωσε την αγάπη του για τη μικρή Σερ. «Ήταν μια σοκαριστικά ανάρμοστη δήλωση σε κάθε επίπεδο», γράφει η ίδια, «ειδικά όμως από τη στιγμή που ήμουν μόλις δεκατεσσάρων ετών».
Παρ' όλη την οξεία, εκ των υστέρων, διορατικότητά της, το γράψιμο της Σερ για τη ζωή της ως έφηβης διαπνέεται από αυθεντικά εφηβικά συναισθήματα. Η αμηχανία και οι φόβοι της βρίσκονται στις σελίδες του βιβλίου μαζί με τις φωσφορίζουσες κορυφώσεις των πρώτων φλερτ και των πρώτων επιτυχιών. Όταν μετακόμισαν μαζί, γράφει, «ο Σόνι και εγώ γίναμε περισσότερο σαν αδελφός και αδελφή, ή πιο σωστά ίσως, σαν πατέρας και κόρη, γιατί εγώ ήμουν το γεμάτο φοβίες, ανασφαλές παιδί, η έφηβη που δεν της άρεσε η σιωπή και δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αν δεν ήταν ανοιχτή η τηλεόραση». Όταν η μητέρα της ανακάλυψε ότι ζούσε με τον Μπόνο και απαίτησε να επιστρέψει στο σπίτι, η Σερ ήταν «σίγουρη ότι θα ήμουν τιμωρημένη στο δωμάτιό μου μέχρι τα πενήντα μου και ότι δεν θα ξαναέβλεπα ποτέ τον Σόνι».
Αυτά τα αποσπάσματα κάνουν τον αναγνώστη να αισθάνεται κοντά στην έφηβη Σερ. Τονίζουν επίσης πόσο νέα ήταν, παρά το ταλέντο και την εξυπνάδα που ήδη τη διέκριναν, και με πόσες αντιξοότητες είχε να αναμετρηθεί. Σαν να μας υπενθυμίζει ότι για τους περισσότερους ανθρώπους –και οπωσδήποτε για τις περισσότερες γυναίκες– μόνο παιχνιδάκι δεν ήταν ο 20ός αιώνας.
Ακόμα και όταν παραδέχεται ότι τον αγαπούσε πραγματικά, δεν παραλείπει να περιγράψει λεπτομερώς τις σκληρότητές του Μπόνο, ο οποίος την κακομεταχειριζόταν όχι μόνο «οικιακά» αλλά και επαγγελματικά (άφησε να συσσωρευτούν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια καθυστερούμενων φόρων, ενώ του ανήκε το 95% της εταιρείας «Cher Enterprises», το υπόλοιπο 5% το πήρε ο δικηγόρος του).
Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το μεγάλο χρονικό διάστημα που χωρίζει τα αποκορύφωμα της καριέρας της Σερ από τα εφηβικά της χρόνια – και η μοναδική προοπτική που της προσφέρει αυτή η απόσταση. Τα γεγονότα που ανακαλεί τώρα στη μνήμη της συνέβησαν πριν από μια ολόκληρη ζωή. Το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας της τελειώνει πριν κερδίσει το Όσκαρ για την ερμηνεία της στο Moonstruck («Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού»), πριν κυκλοφορήσει το If I Could Turn Back Time, πριν από την ταράστια επιτυχία του Believe και πολύ πριν από την φετινή ένταξή της στο Rock & Roll Hall of Fame.
Κοιτάζοντας πίσω, η Σερ αντιλαμβάνεται σοφά ότι ο 16χρονος εαυτός της, όταν συνάντησε για πρώτη φορά τον Σόνι Μπόνο, είχε ακόμα τόση ζωή μπροστά της – τόσες πολλές διακρίσεις, σχέσεις, τόσα πολλά εμπόδια και ορόσημα που δεν είχαν έρθει ακόμα. Το ίδιο ισχύει για κάθε 16χρονο κορίτσι.
Με στοιχεία από The Atlantic