Το νέο έσκασε σαν βόμβα στον μεταλόκοσμο: οι SepticFlesh, μετά από 30 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, και με μια συναυλιακή πορεία που καλύπτει τη μισή υφήλιο, εμφανίζονται στο Ηρώδειο συνοδεία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Ήταν όμως τέτοια η ηχώ της είδησης, που άρχισε σύντομα να εμφανίζεται σε όλα τα ενημερωτικά σάιτ, λες και ξαφνικά ζούσαμε στη Σουηδία όπου το celebrity status που απολαμβάνουν οι metal μουσικοί είναι σταθερά υψηλό.
Εδώ όμως είναι Ελλάδα, και μια συναυλία σαν κι αυτή δεν είναι απλή υπόθεση. Μετά το «άνοιγμα» του χώρου στους Foo Fighters, πάμε ένα βήμα παραπέρα, δηλαδή στους κορυφαίους εκπροσώπους ενός ρεύματος που συνδυάζει εδώ και δεκαετίες την κλασική με το death metal – οι οποίοι τυγχάνει να είναι και Έλληνες.
Προερχόμενοι από τις ζυμώσεις μιας σκηνής που άρχισε να αναπτύσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι SepticFlesh συνέβαλαν δραστικά στη διαμόρφωση του ελληνικού ακραίου ήχου, όπως σήμερα τον αντιλαμβάνεται η διεθνής μουσική metal κοινότητα: οι κιθαριστικές αρμονίες τους διέθεταν ένα μεσογειακό χρώμα που δύσκολα θα μπορούσε να προκύψει από έναν Σουηδό και το μυστηριακό image τους τούς τοποθετούσε στην ίδια «οικογένεια» με μπάντες του black metal όπως οι Rotting Christ, οι Necromantia και οι Varathron.
«Στη σύγχρονη μουσική δεν υπάρχει άλλο είδος που να αντλεί τόση έμπνευση από τη μυθολογία, από κουλτούρες αρχαίων πολιτισμών, όσο το metal – ακριβώς όπως και η κλασική μουσική στην εποχή της».
Και όπως αυτές οι μπάντες (μαζί, για να είμαστε ακριβείς, με τους Nightfall – ακραίοι κι αυτοί, αλλά με λιγότερο occult και πιο street/rock’n’roll attitude), οι SepticFlesh ξεκίνησαν με λίγες μουσικές γνώσεις, μαζί με μπόλικο θράσος και αρκετή επιμονή.
SepticFlesh- «Neuromancer»
Όμως το metal πια, και δη το ακραίο, μοιάζει να μην είναι πλέον αυτό το περιθωριοποιημένο μουσικό είδος των '90s και η εμφάνιση των Gojira στην τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού αντανακλά αυτήν τη μεταστροφή του μουσικόφιλου κοινού σε ένα μεγαλύτερο εύρος ακουσμάτων: ο πιο δημοφιλής μουσικοκριτικός στο YouTube αυτήν τη στιγμή, ο Antony Fantano, στο κανάλι του (The needle drop) κριτικάρει από hip-hop, pop και techno μέχρι ακραίο black metal, και είναι σε κάθε του κριτική σωστά διαβασμένος αναφορικά με τα «βαρίδια» που φέρει μαζί του κάθε μουσικό είδος. Ξαφνικά οι θιασώτες του σκληρού ήχου δεν είναι πια περιθωριακοί. Αντιθέτως, είναι «εκλεκτικοί».
Σε ένα κυριλέ στούντιο, κάπου στον Κεραμεικό, συναντώ τον Σπύρο Αντωνίου, μπασίστα και τραγουδιστή της εκλεκτικής μπάντας των SepticFlesh, αλλά και υπεύθυνο για τα artworks των δίσκων της, από το πρώτο άλμπουμ μέχρι σήμερα. Προσπαθούμε δύο βδομάδες να συναντηθούμε, αλλά ο frontman του γκρουπ είναι διαρκώς στο τρέξιμο. Μαζί μας και ο Κώστας Χρονόπουλος, διευθυντής του Metal Hammer, που έχει έρθει να τραβήξει την μπάντα μερικές φωτογραφίες για τα social του περιοδικού. Κυριαρχεί γενικότερα ένα ενθουσιώδες κλίμα στην παρέα. Με τον Σπύρο, δε, μας συνδέει κάτι παραπάνω από φιλία, καθώς έχω υπάρξει μέλος των SepticFlesh στο παρελθόν.
— Σπύρο, θυμάσαι πόσων χρονών ήσουν όταν φτιάχνατε τους SepticFlesh;
Πολύ μικρός, ρε! Δεκαπέντε-δεκάξι, εκεί. Δεν είχαμε ντραμς στην αρχή, παίζαμε με κουζινικά, με κατσαρόλια. Ο αδερφός μου, ο Χρήστος (σ.σ. κιθαρίστας και υπεύθυνος για όλες τις συμφωνικές ενορχηστρώσεις), ήταν τότε ο ντράμερ κι εγώ έπαιζα κιθάρα. Σιγά σιγά στήθηκε η μπάντα. Θυμάμαι πως όταν ήταν να πάρουμε τον Σωτήρη (σ.σ. Βαγενάς, κιθαρίστας και αποκλειστικός στιχουργός), ήρθε κι έπαιξε στην κιθάρα το «Immortal Rites» από Morbid Angel. Δεν είχαμε ακούσει άνθρωπο να το παίζει τόσο καλά. Τώρα, μιλάμε για μια εποχή που ο λεγόμενος «ελληνικός ήχος» δεν είχε διαμορφωθεί ακόμα – η χώρα δεν φημίζεται για το metal της.
— Σε πιάνει καθόλου νοσταλγία για εκείνη την εποχή;
Όχι και τόσο. Γιατί, εσένα σε πιάνει; (μικρή παύση) Ναι, εντάξει. Θα μου πεις, είναι και η νεότητα. Αλλά να σου πω κάτι; Κάποια στιγμή βαριέσαι να ξεκινάς διαρκώς από το μηδέν! Και ασχέτως του πόσοι πιστεύουν σ' εσένα, το ζήτημα είναι πώς αντιμετωπίζεις εσύ τον εαυτό σου. Μου σκάει μια ιστορία τώρα: θυμάσαι όταν ηχογραφούσαμε το «Revolution DNA» στη Σουηδία το 1999;
Είχε περάσει από το στούντιο ο τραγουδιστής των In Flames και είχαμε πιάσει μια κουβέντα για την εύνοια που έχει εκεί ένας metal μουσικός σε σχέση με την Ελλάδα, τις επιδοτήσεις, τη στήριξη. Κάποια στιγμή με ρώτησε κάπως περιπαικτικά: «Εσείς έχετε μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση;» κι εγώ πείσμωσα και του απάντησα: «Εμείς μπήκαμε πριν από εσάς». Τώρα είμαστε η πρώτη metal μπάντα που ανεβαίνει στο Ηρώδειο, κάτι που εκείνα τα χρόνια μόνο ως ανέκδοτο θα ακουγόταν και στους δυο μας. Προτιμώ αυτή την εποχή που ζω τώρα λοιπόν. Κάτι γίνεται, καταλαβαίνεις;
— Ένα από τα αστεία που συνηθίζαμε να κάνουμε στην μπάντα είχε να κάνει με το πόσο ασήμαντη ήταν η φάση μας για τους ιθύνοντες του πολιτισμού, ειδικά σε σχέση με τα προνόμια που απολαμβάνουν οι μπάντες πιο βόρειων χωρών, μια και το ανέφερες. Είκοσι πέντε χρόνια πίσω όλο αυτό. Τι συμβαίνει τώρα, πώς το διαχειρίζεστε;
Κοίτα, σίγουρα δεν νιώθουμε πως άλλαξαν τα πράγματα από τη μια μέρα στην άλλη, πως ξαφνικά έγινε κάτι μαγικό και μας ανακάλυψαν. Εμείς τουλάχιστον δεν το νιώσαμε καθόλου έτσι, γιατί δουλέψαμε πολύ όλα αυτά τα χρόνια για να γίνει αυτό, δεν ήρθε από μόνο του. Οπότε τελικά ίσως να δουλεύτηκε κάπως το πράγμα και από τις δύο κατευθύνσεις για να φτάσουμε εδώ σήμερα. Τώρα είναι σαν να ανοίγει μια πόρτα, σαν να μας δόθηκε ένα διαβατήριο. Όσο για μένα, με ξέρεις χρόνια, ήμουν αποφασισμένος να ζήσω από την τέχνη μου, είχα δώσει αυτή την υπόσχεση στον εαυτό μου. Οπότε, η συναυλία του Σαββάτου μού φέρνει μια φοβερή αίσθηση πληρότητας.
— Έχεις συνειδητοποιήσει τι θα γίνει αυτό το Σάββατο;
Δεν είμαι σίγουρος. Σου λέω όλα αυτά τώρα, αλλά είναι στιγμές που τσιμπιέμαι, που ρωτάω τον εαυτό μου «τι γίνεται;». Εννοείται πως κανείς από εμάς δεν πίστευε στ' αυτιά του όταν μας ενέκριναν. Με τα δεδομένα της Ελλάδας που φανταζόμασταν, περιμέναμε φοβερά εμπόδια. Αλλά βοήθησε σίγουρα το ότι είμαστε δοκιμασμένοι σε αυτό, δηλαδή το ότι έχουμε εμφανιστεί σε διοργανώσεις μεγάλου κύρους με συμφωνική ορχήστρα.
SepticFlesh - «Portrait of a headless man»
— Ξέρεις, πάντα πίστευα πως πίσω από τη σύζευξη κλασικής μουσικής και heavy metal υπάρχει η επιθυμία του metal κοινού για μια πιο σοβαρή αντιμετώπιση της μουσικής του, ενδεχομένως από έναν κόσμο που, αν και μουσικόφιλος, το αποφεύγει.
Λοιπόν, έχει πλάκα αυτό που λες γιατί σκεφτόμουν πως υπάρχει κι ένας κόσμος που παρακολουθεί όλες τις εκδηλώσεις του Ηρωδείου, και σίγουρα δεν θα είναι προετοιμασμένος γι’ αυτό που θα δει. Θέλω πραγματικά να δω πώς θα το εκτιμήσουν όλο αυτό, να δω τις εκφράσεις τους όταν αρχίσουμε τα blastbeat. Καταλαβαίνω αυτό που λες και θα συμφωνήσω πως, όντως, υπάρχουν περιπτώσεις που η ένωση αυτή γίνεται αυτοσκοπός – και εκεί το τελικό αποτέλεσμα είναι συχνά κακόγουστο και κιτς.
— Υπάρχει όμως ένας κοινός τόπος που να τα ενώνει;
Πώς δεν υπάρχει; Όχι απλώς τόπος αλλά ένας ολόκληρος κόσμος, ο φανταστικός κόσμος, η μυθολογία. Και στη σύγχρονη μουσική δεν υπάρχει άλλο είδος που να αντλεί τόση έμπνευση από τη μυθολογία, από κουλτούρες αρχαίων πολιτισμών, όσο το metal – ακριβώς όπως και η κλασική μουσική στην εποχή της. Στην pop φόρμουλα δεν προκύπτουν τέτοιες ανησυχίες, πολύ σπάνια δηλαδή.
— Λες να υπάρχουν μελετητές της κλασικής μουσικής που παρακολουθούν τους SepticFlesh;
Και να υπάρχουν, δεν ξέρω κανέναν (γέλια)! Κάναμε όμως δυο συναυλίες στο Μεξικό συνοδεία ορχήστρας, όπου αρκετοί από τους μουσικούς ήταν μεταλάδες, και μάλιστα φανατικοί. Ξέρεις, έβγαζαν selfies μαζί μας μετά το live, αν και η αλήθεια είναι πως η μπάντα έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τους οπαδούς της στο Μεξικό. Εννοείται, πάντως, πως δεν μπαίνουμε στο Ηρώδειο με τους όρους και τα δεδομένα μιας αμιγώς metal μπάντας, ξέρουμε δηλαδή πως η ορχήστρα έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στο να εγκριθεί αυτή η εμφάνιση, δεν νομίζω να μας άφηναν να ανέβουμε μονάχα με τις κιθάρες μας στη σκηνή, σωστά; Αλλά κι αυτό είναι κατανοητό – στο Ηρώδειο πας.
— Πώς ανεβαίνεις όμως; Ως καλλιτέχνης που παρουσιάζει τη δουλειά του ή ως ένας οπαδός αυτής της μουσικής που, ας πούμε, κάνει ένα statement υπερασπιζόμενος ένα «παρακατιανό» είδος;
Στο κεφάλι μου όλα αυτά που μου λες μοιάζουν με γεύσεις παγωτού. Προσπαθώ να φτιάξω ένα μπολάκι με τις ιδανικές αναλογίες, αλλά αυτό είναι αδύνατο. Από τη μια όλο αυτό είναι για μένα και μια νίκη της ελληνικής σκηνής.
— Γιατί όχι μόνο των SepticFlesh;
Γιατί κι εμείς είμαστε φορείς ενός ρεύματος που έσκασε εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τότε που ήμασταν όλοι αποφασισμένοι να κερδίσουμε τη θέση μας στην παγκόσμια σκηνή, σε συνθήκες άθλιες, με φτηνά όργανα και στούντιο εντελώς απαίδευτα στον σκληρό ήχο. Και μη σκέφτεσαι μόνο τη metal σκηνή, δες πώς το πέτυχαν και οι Night Stalker, που άνοιξαν την ίδια ακριβώς περίοδο μια πόρτα στο stoner, για να περάσουν από εκεί και να ανδρωθούν σχήματα σαν τους Planet of Zeus και τους VIC. Κάτι συνέβη τότε, έβγαλε «σχολές» αυτή η δεκαετία, και αυτές οι σχολές κρατάνε ακόμα. Στα '70s η χούντα δεν βοήθησε να αναπτυχθούν διεθνείς σχολές και τάσεις, κι ας ξεπήδησαν από κει οι Socrates και λίγο πριν οι Aphrodite’s Child· έβγαλαν όμως σχολές τα '90s. Αργήσαμε είκοσι χρόνια θα μου πεις, αλλά τότε συνέβη στ’ αλήθεια, και τώρα αυτό αναγνωρίζεται. Έτσι το νιώθω.
— Την άλλη γεύση παγωτού δεν μου είπες.
Η άλλη γεύση είναι η Ακρόπολη. Ξέρεις πως τη βλέπεις πεντακάθαρα από τη σκηνή, έτσι;
— Όλοι οι καλλιτέχνες που έχουν ανέβει σε αυτήν τη σκηνή έχουν δηλώσει πως το δέος τούς ξεπερνά, έστω και στιγμιαία.
Άκη μου, έχουμε παίξει σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ αυτής της μουσικής, στο Wacken, στο Helfest, σε όλα. Τι μπορεί να συγκριθεί με αυτό που μας περιμένει αυτό το Σάββατο; Ό,τι κι αν σου λέω, λοιπόν, όπως κι αν το ’χω εγώ στο κεφάλι μου πως θα ανέβω εκεί πάνω, το μόνο σίγουρο είναι πως όταν κοιτάξω απέναντι και δω την Ακρόπολη, θα πέσει συγκίνηση. Και ξέρεις κάτι; Κάθε φορά παρακολουθώ κάποιον ξένο καλλιτέχνη στο Ηρώδειο, πάντα δείχνει μαγεμένος.
SepticFlesh - «Hierophant»