Έζησε όπως και το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, σύντομα και συγκλονιστικά. Λατρεύτηκε από το κοινό, έζησε την άκρα μοναξιά, διεκδίκησε τα πάντα στον έρωτα, προκάλεσε πάθη και είπε γύρω στα 200 τραγούδια.
Γεννήθηκε πάνω σ' ένα καράβι, την "Ευαγγελίστρια", που πήγαινε στον Πειραιά, τη μέρα που καιγόταν η Σμύρνη. Ήταν 1922 κι αυτή έβγαινε στον κόσμο μελανιασμένη, ανάμεσα σε φωτιά και νερό. Τρόμαξε ο καπετάνιος, έτσι όπως του φάνηκε μισοπεθαμένη. Τη βάφτισε αμέσως, με το όνομα του πλοίου, Ευαγγελία, μην τυχόν πεθάνει αβάφτιστη. Της έβαζε το λάδι κι έτρεμαν τα χέρια του.
Μια μέρα πριν, είχαν σφάξει τον πατέρα της μπροστά στα μάτια της οικογένειάς του. Από τότε και μετά, -όπως έλεγε κι η ίδια- την κυνηγούσε η σφαγή. Και δεν σταμάτησε να την κυνηγάει μέχρι το τέλος. Κι όταν ήταν η μικρή Αρμένισα Ευαγγελία Αταμιάν κι όταν έγινε η μεγάλη ντίβα Μαρίκα Νίνου.
• • •
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΟΝΩ
«Ναι, το πιο αγαπημένο τραγούδι της θείας μου, ήταν το "Γεννήθηκα για να πονώ"», λέει η Γκιούλα Αταμιάν, η ανιψιά της. «Στο τραγούδι αυτό, έβλεπε τη ζωή και τα πάθη της, το έλεγε και συγκλονιζόταν ολόκληρη. Όπως και το "Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα"».
Όση ώρα μου διηγείται την ιστορία αυτού του θρυλικού τραγουδιού, στο σαλόνι του σπιτιού της στην οδό Αιτωλικού, στα Μανιάτικα του Πειραιά, κάνω εικόνα την Νίνου να ηχογραφεί στο στούντιο. Ο δημιουργός του τραγουδιού δεν ήταν εκεί μαζί της. Απλώς της το στέλνει να το πει. Εκείνη το βλέπει, καταλαβαίνει τι σημαίνει όλο αυτό, στέκεται μπροστά στο μικρόφωνο και το λέει μια κι έξω. Αυτή τη μία και μοναδική φορά που κρατήθηκε, αυτήν ακούμε μέχρι σήμερα.
Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα
Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα
Λένε πως το ηχογραφεί και κλαίει, τραγουδάει όμως. Τα δάκρυά της δεν έχουν ήχο, κανείς δεν την ακούει που ουρλιάζει μέσα της. Το βγάζει με την πρώτη.
Μπορεί και για τους δυο να 'ναι καλύτερα, να καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα.
«Έτσι με χώρισε ο Τσιτσάνης», φαντάζομαι πως θα είπε μετά, στη φίλη της τη Μαργαρώνη και στους δικούς της. «Μ' ένα τραγουδάκι με χώρισε. Το τραγούδαγα και τα λόγια του σαν μαχαιράκια γύριζαν στο μέσα μου και το κομμάτιαζαν. Τα έλεγα και νόμιζα πως έβγαινε φωτιά από το στόμα μου, νόμιζα πως θα καιγόταν το μικρόφωνο. Μπορεί να είχα και 40 πυρετό εκείνη την ώρα. Το έλεγα και καιγόταν το κεφάλι μου! Όλη η υπόλοιπη κρύωνα..»
«Αδερφούλη μου διάβασα τα γραφόμενά σου και σ' ευχαριστό για το ενδιαφέρον σου... εάν φυλάω τα λεφτά μου νε ή όχι μη στεναχοριέσαι και όταν θα έρθω με το καλό θα τα πούμε καλύτερα εάν θέλει ο θεός θα πάρο ένα μικρό αφτοκίνητο και θα σε παίρνο και θα πειγένουμε περίπατο σοφέρ θα είμαι εγώ εσύ Πασά μου φάε και πιές και κοίτα την υγειά σου» ― Από γράμμα της Νίνου στον αδελφό της
Κι ύστερα μπορεί και να σκεφτόταν ότι τελικά να ήταν καλύτερα έτσι. Κι ότι οι λέξεις-κλειδιά ήταν "αρχύτερα" και "καλύτερα"». Μα σίγουρα ήταν.
Στο δρόμο αυτόν κι οι δυο θα δυστυχήσουμε, κι αν περιμένουμε, τι θα κερδίσουμε.
Είπε ένα τραγούδι σαν ολόκληρο θεατρικό έργο, μια αρχαία τραγωδία τριών λεπτών. Κι έτσι δε χρειάστηκαν εξηγήσεις, πρόσωπο με πρόσωπο.
Η ΕΥΤΥΧΙΑ, Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΙ Ο ΜΑΝΟΣ
«Όταν ήμουν μικρή», διηγείται η Γκιούλα, «ερχόταν στο σπίτι μας συχνά, μια γριά με μαύρα, που δε γελούσε ποτέ. Ύστερα έμαθα πως ήταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Μιλούσαν για τραγούδια για μουσικές, για φαγητά, για τα οικογενειακά τους. Ήταν πολύ φίλη της. Έχω έντονη στη μνήμη μου, μια εικόνα τους σ' ένα τραπέζι που είχε πάνω αραδιασμένα τραπουλόχαρτα. Η Ευτυχία της έλεγε τα χαρτιά. Τη θεία την ένοιαζε το μέλλον και τι μπορεί να σκέφτονται οι άνθρωποι γι' αυτήν. Και κυρίως κάποιος συγκεκριμένος.»
— Ποιοι την επισκέπτονταν όταν ήταν στα κάτω της;
Στο σπίτι ερχόταν κι ο Καζαντζίδης με τη Γκρέυ. Εκείνη την περίοδο, αναρωτιόταν η θεία μου πώς και τη θυμόταν ο Στέλιος, όταν όλοι την είχαν ξεχάσει. Της το θύμισε ο ίδιος. «Όταν δούλευα σε οικοδομές στην Ομόνοια και δεν είχα να φάω, όπως κι οι υπόλοιποι εργάτες, εσύ τα ξημερώματα που σχόλαγες, μετά από το μπαράκι του Μάριου, που πήγαινες με τους μουσικούς, ερχόσουν μετά στο γιαπί και μας έφερνες τυρόπιτες και μπουγάτσες».
Αυτή η γελαστή, όμορφη γυναίκα, κόρη του αδελφού της Νίνου, που φυλάει μ' ευλάβεια, ό,τι έχει απομείνει από εκείνην, παρασύρεται σε απίστευτες λεπτομέρειες όταν μιλάει για την Μαρίκα, δείχνοντάς μου ταυτόχρονα παλιά γράμματά της από την Αμερική, (τότε που τα έξοδα του ταξιδιού της εκεί και της νοσηλείας της καλύφθηκαν από έρανο συναδέλφων της), φωτογραφίες φυλαγμένες σ' ένα κουτί και το καλό της μαύρο φόρεμα.
«Η Μαρίκα δεν είχε ούτε πολλά ρούχα, ούτε πολλά λεφτά. Ζούσαμε τόσα άτομα από τη δουλειά της. Όσα έβγαζε τάφερνε στο σπίτι για να ζήσουμε εμείς. Δεν της έμενε σχεδόν τίποτε. Να σκεφθείς, είχε μόνο ένα παλτό, που μάλιστα το φορούσε εναλλάξ με τη μαμά μου. Μια μέρα πάει στο μανάβικο να ψωνίσει και λίγο μετά γυρίζει σπίτι χωρίς το παλτό. Όταν ρωτήθηκε τι συνέβη, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι το χάρισε σε μια παλιά τραγουδίστρια που είχε βρεθεί στον άσσο κι υπέφερε. Νοιαζόταν αληθινά για όλους μας κι όταν βρισκόταν στην Αμερική, μας έστελνε συνέχεια γράμματα και μας βοηθούσε σε ό,τι είχαμε ανάγκη.»
— Την είδατε ποτέ, πολύ χαρούμενη;
Είχε νιώσει μεγάλη χαρά και περηφάνεια, τότε που την επέλεξε ο Χατζιδάκις να πει το "Αγάπη πού'γινες". Πέταγε στους ουρανούς! Και γιατί ήταν κάτι πολύ διαφορετικό απ' αυτά που είχε πει μέχρι τότε και γιατί ήξερε πως θα το πει καλά και θα τον δικαιώσει. Πιστεύω ωστόσο, πως ποτέ της δεν κατάλαβε πόσο συγκλονιστική φωνή είχε και πόσο μεγάλη τραγουδίστρια ήταν. Πάντως όταν το τραγούδησε στο στούντιο, ξέρω πως το είπε νιώθοντας φρικτούς πόνους κι ίσως γι' αυτό και η εκτέλεσή της είναι η πιο συγκινητική. Δε νιώθεις να σου σκίζει την καρδιά, όταν την ακούς;
Μελετώντας την ιστορία της Νίνου και άλλων μοιραίων προσώπων της τέχνης, σκέφτομαι πόσο τρομακτικό είναι, κάποιοι άνθρωποι να πρέπει να γίνουν παρανάλωμα, να κομματιαστούν, για να μείνει στους αιώνες ένα τραγούδι, ένας πίνακας, μια παράσταση, ένα ποίημα...
Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι
«Δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής», είπε γι' αυτήν ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο 95χρονος Ασσαντούρ Εμπεγιάν οικογενειακός φίλος, των Αταμιάν, που ζει σήμερα στην Καστέλα, μου λέει: «Από μικρή είχε εντυπωσιάσει με τη φωνή της τον δάσκαλό της, στο σχολείο. Άρχισε να τη φροντίζει και να της μαθαίνει μουσική. Την προόριζε για κλασική τραγουδίστρια. Μικρό κορίτσι έψελνε στην αρμένικη εκκλησία, έπαιζε και ωραίο μαντολίνο, που της είχε μάθει εκείνος.
Κάθε Μ. Πέμπτη έψελνε το τροπάριο κι ανατριχιάζαμε όλοι, όταν έλεγε στα αρμένικα για τον Χριστό που αναζητάει τη μάνα του. Η εκκλησία γέμιζε, όχι μόνο από Αρμένιους, αλλά κι από Έλληνες που έρχονταν από όλες τις γειτονιές για να την ακούσουν. Ήταν σπαρακτική. Ένας άγγελος!»
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Την είπαν Μαρίκα, για να θυμίζει την Κοτοπούλη.
Με το τραγούδι "Θα σου πω το μυστικό μου" του Χιώτη, έκανε την παρθενική εμφάνισή της στη δισκογραφία το 1948.
Το "Σαν άστρο εβασίλεψα" ήταν το τελευταίο τραγούδι που σιγοψιθύρισε πριν φύγει.
Ρωτώ την Γκιούλα Αταμιάν, ποια είναι η τελευταία εικόνα που έχει στο μυαλό της, από τη θεία της.
«Ήταν χαρούμενος άνθρωπος, απαντά βουρκωμένη. Προσπαθούσε να μην μεταδίδει τη στενοχώρια της στους άλλους. Ακόμη και την τελευταία φορά που την είδα, στο σπίτι της στο Αιγάλεω, σ' εκείνο το σπίτι που έχτισε με αίμα και που δεν είχε ακόμη έπιπλα, μόνο ένα κρεβάτι, δυο τρεις καρέκλες κι ένα μπαούλο, αν και απίστευτα καταβεβλημένη, προσπαθούσε να είναι χαμογελαστή και ευδιάθετη, μας αγκάλιαζε και μας φιλούσε, διαβεβαιώνοντάς μας πως όλα θα πάνε καλά. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έχω από τη θεία Μαρίκα. Γελαστή και αισιόδοξη, αλλά σίγουρα ψεύτικη, για να μη μας στενοχωρήσει».
Ο κ. Εμπεγιάν θυμάται: «Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1957 κι η Μαρίκα έπρεπε να τραγουδήσει στου ''Τζίμη του Χονδρού'', γιατί είχε υπογράψει κάτι γραμμάτια και θεωρούσε υποχρέωσή της να ξεπληρώσει το χρέος της. Εκείνο το βράδυ κατέρρευσε. Είπε όσο άντεχε από το "Γεννήθηκα για να πονώ" και λύγισε».
Μετά από εκείνη τη νύχτα, πήγε στο νοσοκομείο και στο τέλος σπίτι. Για να φύγει 23 Φεβρουαρίου μέσα στην αγκαλιά της οικογένειάς της. Τέσσερα χρόνια μετά, ο Τσιτσάνης τη θρηνεί, μ' ένα τραγούδι, που ερμηνεύει η Γκρέυ:
Κυριακή σε γνώρισα, Κυριακή σε χάνω. Θέλω να είναι Κυριακή κι αυτή που θα πεθάνω...
Ακούγοντας και ξανακούγοντας ένα τραγούδι του, που λέει η Νίνου μαζί με τον Τσαουσάκη, σιγουρεύομαι πως θα μπορούσε να ήταν μέρος των «Αποσπασμάτων Ερωτικού Λόγου», του Μπαρτ.
Σε τούτο το παλιόσπιτο σε τούτο το ρημάδι, θάψαμε την αγάπη μας ένα Σάββατο βράδι
Είμαι βέβαιη πως αυτός θα καταλάβαινε ότι επρόκειτο για ένα ημερολόγιο πένθους...
Μέσα στην έρημη αυλή κάτω απ' τα παραθύρια οι μάγισσες και οι γύφτισσες να στήσουνε τσαντίρια. Στο παλιόσπιτο ετούτο που χωρίσαμε και με δάκρυα ποτάμια το ποτίσαμε
Κι ύστερα σκέφτομαι τα λόγια του:
η μοιραία ταυτότητα του ερωτευμένου είναι να είναι αυτός που περιμένει.
Ε, βέβαια, αυτό είναι το διαχρονικό προνόμιο κάθε εξουσίας, να σε κάνει να περιμένεις. Κι εκείνη περίμενε πολύ...
Ώσπου κάποια στιγμή, στην Αμερική το 1953, τότε που δεν ήταν και πολύ στα καλά της, ηχογραφεί ένα τραγούδι του Χιώτη, που από κάποιους θεωρείται και μήνυμα προς τον Τσιτσάνη.
Πες μου αν με βαρέθηκες κι αν σου 'χω γίνει βάρος.
Θέλω λοιπόν να μου το πεις, χωρίς καθόλου να ντραπείς, με όλο σου το θάρρος.
Κι αν δεν με θέλεις να 'μαι κοντά σου, εγώ θα φύγω, θα φύγω μακριά σου
Η "Παράξενη κοπέλα" έφυγε με το παράπονο που δεν πήρε απάντηση σ' εκείνο που ρωτούσε συνέχεια: Γιατί έπρεπε να πεθάνει τόσο νωρίς, χωρίς να έχει γεράσει και γιατί να έχει πέσει τόση λίγη αγάπη στο μερτικό της.
Παράξενη Κοπέλα, Χιώτης - Νίνου - Βούλγαρης
σχόλια