Το νέο άλμπουμ των Victim of Society ξεκινάει με ένα μανιασμένο ροκ εν ρολ, με κιθάρες να ανταγωνίζονται με λύσσα τον ρυθμό των ντραμς, ο ήχος είναι περισσότερο ηλεκτρικός, αλλά λιγότερο ηλεκτρονικός, το drum machine έχει σχεδόν εξαφανιστεί και ακούγονται πια σαν μεγάλη μπάντα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. «Λίγο μετά την κυκλοφορία του προηγούμενου δίσκου υπήρξε ένας κορεσμός εσωτερικός» λένε. «Tον έχεις ετοιμάσει, τον έχεις ηχογραφήσει, είσαι σε μια φάση που θέλεις να κάνεις κάτι διαφορετικό». Έτσι, από ντουέτο έγιναν τρίο, στη σύνθεση της μπάντας προστέθηκε ο Παντελής στα ντραμς, «ο οποίος έφερε νέες δυναμικές, το verse και το chorus, νέα στοιχεία που επηρεάζουν τα κομμάτια ασυναίσθητα, χωρίς να είναι προμελετημένα ή προαποφασισμένα. Περισσότερο στη σύνθεση και στη δομή. Ήταν πολύ ζωτικό που μπήκε ένα παραπάνω άτομο στο σχήμα κι έδωσε νέο ήχο. Πλέον τα κομμάτια τα φτιάχνουμε εντελώς διαφορετικά. Καταρχάς, τα δουλεύουμε ως συγκρότημα, είναι σαν να παίζουμε live μουσική. Πριν δεν ήμασταν συγκρότημα, ήμασταν ντουέτο» λένε γελώντας. Τα τραγούδια του «Freaktown» έχουν πάρει τη μορφή τους μέσα στο στούντιο, ενώ πριν κάθε κομμάτι έπαιρνε μορφή στο σπίτι».
Η συνέχεια του δίσκου είναι ακόμα πιο δυναμική. Η ένταση που ξεδιπλώνεται στα 8 κομμάτια είναι εντυπωσιακή. «Μεγαλώσαμε λίγο, με την καλή έννοια (σ.σ. ο Βαγγέλης και ο Φώτης είναι 28), και ο Παντελής, επειδή είναι πιο μικρός, έχει φέρει φρεσκάδα – περισσότερο στη διάθεση να παίξουμε μουσική, να μπούμε στο στούντιο, να κάνουμε πρόβες και live. Έχουμε πολύ περισσότερο κέφι να παίξουμε μουσική».
Το "Freaktown" είναι αυτό που ζούμε τον τελευταίο καιρό, η Αθήνα είναι freak town. Στα αγγλικά μπορεί να μην έχει την ίδια λογική, αλλά στα ελληνικά είναι freak. Εδώ έχουμε μεγαλώσει και το βλέπουμε. Βλέπεις πράγματα πολύ ετερόκλητα και πολύ ακραία, που μπορούν ακόμα να σοκάρουν έναν Ευρωπαίο.
Τους ρωτάω αν στα χρόνια που παίζουν έχει ανανεωθεί το κοινό τους και αν υπάρχει αρκετός κόσμος που να μπορεί να στηρίξει αυτό το είδος της μουσικής. «Έχουν αλλάξει τα πράγματα» λέει ο Φώτης. «Εγώ το βλέπω λίγο σαν Gilli Diet, πριν και μετά. Όταν ήμασταν ντουέτο με drum machine και την νταρκίλα των Suicide, ερχόταν πιο μεγάλος κόσμος, που γούσταρε πάρα πολύ και πέρναγε καλά στα live. Από τη στιγμή που γίναμε πιο "οργανικοί" και πιο interactive στα live –γιατί με τον καιρό αποκτήσαμε άλλη δυναμική πάνω στη σκηνή, πιο μεγάλη άνεση–, έχω αρχίσει να βλέπω και πιο νεαρό κόσμο να έρχεται». «Το κοινό ήταν ανέκαθεν λίγο» προσθέτει ο Παντελής. «Είναι πολύ μικρό το ποσοστό του κόσμου που ακούει μουσική σαν τη δική μας, όχι μόνο εδώ, γενικά. Αλλά είναι διαφορετικό να μιλάμε για μικρό ποσοστό σε μια χώρα δέκα εκατομμυρίων και διαφορετικό σε μια μεγάλη χώρα. Η αλήθεια είναι ότι απευθυνόμαστε εκτός Ελλάδας, δεν κοιτάμε εδώ, το ταβάνι εδώ πέρα κάπως το βλέπεις. Όταν έχεις κάνει αρκετά live, τελειώνουν οι χώροι, τελειώνει ο κόσμος. Δεν ξέρεις πού να παίξεις και πόσες φορές σε κάθε χώρο – πόσες φορές να πληρώσει ο κόσμος εισιτήριο; Γιατί δεν γίνεται να μη βάλεις εισιτήριο, είναι full time δουλειά. Ενάμιση χρόνο το δουλεύαμε αυτό το άλμπουμ, κάποια στιγμή πρέπει να πάρεις κάτι πίσω. Βέβαια, δεν μπορούμε να το περιμένουμε αυτό στην Ελλάδα, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που παίζουν τόσα χρόνια και ακόμα δεν το έχουν πάρει. Το "Freaktown" είναι αυτό που ζούμε τον τελευταίο καιρό, η Αθήνα είναι freak town. Στα αγγλικά μπορεί να μην έχει την ίδια λογική, αλλά στα ελληνικά είναι freak. Εδώ έχουμε μεγαλώσει και το βλέπουμε. Βλέπεις πράγματα πολύ ετερόκλητα και πολύ ακραία, που μπορούν ακόμα να σοκάρουν έναν Ευρωπαίο. Αν τον πας μια βόλτα στην Αθήνα, τη βλέπει σαν τσίρκο. Αν το δεις για λίγο, όλο αυτό είναι εντυπωσιακό, κι εμένα για λίγο μου αρέσει. Είναι σαν να βλέπεις ένα θρίλερ για μιάμιση ώρα και μετά "γεια σας". Για μία εβδομάδα περνάς καλά. Αν το βλέπεις για πολύ, αρχίζει να γίνεται πρόβλημα».
Ρωτάω τον Βαγγέλη πώς αποφάσισε να τραγουδήσει στα ελληνικά στο «Amnesia», ένα κομμάτι που σε ξενίζει όταν καταλαβαίνεις ότι δεν είναι στα αγγλικά. Του λέω ότι πέρασε το μισό κομμάτι για να καταλάβω σε τι γλώσσα τραγουδάει. «Είναι ωραίο που σε ξενίζει» λέει. «Δεν κόλλαγαν με τίποτα αγγλικοί στίχοι και είπα να δοκιμάσω ελληνικούς. Ο Νίκος Τριανταφύλλου μου το πρότεινε, σκάλωσα, του είπα "όχι", αλλά τελικά ταίριαζαν στον ρυθμό του, που είναι σχεδόν πανκ. Είναι ένα κομμάτι που μιλάει για μια κατάσταση στην οποία έχεις μπει μόνος σου, έχεις σκάψει μόνος σου τον ίδιο σου τον λάκκο και μετά δεν μπορείς να ξεφύγεις. Σε δένουν κάποια πράγματα που έχεις πει, που έχεις κάνει, και στο τέλος θέλεις απλώς να τα ξεχάσεις. Είναι ηθελημένη αμνησία: "Ηχηρά λουκέτα μας κλείσανε εδώ. Με ξένα ρούχα με ντύσαν και τώρα έτσι ζω./ Έχω πια ξεχάσει τι ήθελα να πω. Το ξερίζωσαν από ψυχή και μυαλό./ Άπειροι ψεύτες μ' αγριεμένες φωνές. Φίμωσαν τις σκέψεις, άφησαν πληγές ανοιχτές./ Σε γλυκά παραμύθια με πικρές τροφές σε χώσαν να κλαις, σε χώσαν και κλαις"».
«Και ποια είναι η Ναταλί στο "A painful heritage of beauty";» «Η Ναταλί είναι η ηρωίδα από ένα βιβλίο, από τα Μάτια γαλάζιου σκύλου του Μάρκες. Είναι για μια κοπέλα σε ένα δωμάτιο η οποία ήταν νεκρή, και δεν ήξερε ότι ήταν νεκρή. Το καταλαβαίνει στο τέλος, όταν συμβαίνει κάτι που δεν θέλω να αποκαλύψω. Διάβασε το βιβλίο. Το δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη όταν ήμουν στο Ναυτικό και δεν το επέστρεψα ποτέ».
Ιnfo:
Το «Freaktown» κυκλοφορεί από την Inner Ear.
22/8 The Blackest Lips in Freaktown
24/8 Black Lips
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια