Λίγες στιγμές η σιωπή έχει τόση δύναμη, λίγες στιγμές ξεχειλίζει από τόση ανυπομονησία, όσο αυτές που σ' ένα κατάμεστο συναυλιακό μέγαρο όλοι κρατούν την ανάσα τους αντικρίζοντας την πλάτη του μαέστρου. Πόσο μάλλον όταν στο πόντιουμ στέκεται κάποιος όπως ο Λέοναρντ Μπέρσταϊν ή ο Σέιζι Οζάκα κι οι εκατό μουσικοί που περιμένουν το σύνθημα για να ριχτούν στη μάχη απαρτίζουν τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης.
Ο διάσημος Ελληνοαμερικανός φωτογράφος Κωνσταντίνος Μάνος ένιωσε αυτή την ένταση άπειρες φορές στα νιάτα του, χωρίς να έχει κανέναν κοντά του. Δεν καθόταν καν στην πλατεία. Ντυμένος από την κορφή ως τα νύχια στα μαύρα (για να μην τραβάει την προσοχή) και με τη μηχανή του χωμένη σε γάντι (ώστε ο ήχος του κλικ να εξανεμίζεται), έκλεβε με το φακό του τα πάντα: τη σιωπή που προηγείται και το χειροκρότημα που ακολουθεί, την μπαγκέτα που πάλλεται και τα βλέμματα που αυτή μαγνητίζει, τους σολίστ να γίνονται ένα με τα όργανά τους, το κοινό να παραδίδεται στη μαγεία της μουσικής.
Μια επιλογή από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τράβηξε, μαζί με προσωπικά του σχόλια, δημοσιεύτηκαν το 1961 στο πρώτο του βιβλίο, το «Portrait of a symphony», έργο που δεν κυκλοφορεί πια στην αγορά αλλά αναζητείται μανιωδώς από τους συλλέκτες.
Μέλος αλλά και μέτοχος του πρακτορείου Magnum, συνεργάτης του Life και του Εsquire και δημιουργός του κλασικού πια και πολυβραβευμένου λευκώματος «Greek portfolio», ο Κωνσταντίνος Μάνος, πριν ξεκινήσει την περιπλάνησή του στην αγροτική Ελλάδα του '60, είχε την τύχη να εργαστεί ως επίσημος φωτογράφος μιας από τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου. Το 1953, στα 19 του, προσελήφθη από την Συμφωνική της Βοστώνης, έχοντας γι' αποστολή να γίνει η σκιά της. Δούλεψε εκεί για μια διετία, μέχρι να πάει φαντάρος. Κι όταν, το 2000, η ορχήστρα συμπλήρωνε έναν αιώνα ζωής, κλήθηκε τιμητικά να τη φωτογραφίσει και πάλι, ώστε τα νέα –έγχρωμα αυτήν τη φορά– πλάνα του να εμπλουτίσουν τον γιορταστικό τόμο όπου καταγράφεται η ιστορία της.
Το 2001, σ' ένα από τα τυχερά ραντεβού που επιφυλάσσει στους δημοσιογράφους η δουλειά τους, συναντώ τον Κωνσταντίνο Μάνο στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης για έναν καφέ. Καθώς τον καλώ να επιστρέψει σ' εκείνη την περίοδο, το πρόσωπό του φωτίζεται.
«Σέβομαι απεριόριστα τους μουσικούς και τους αγαπώ. Θαυμάζω τον επαγγελματισμό και τη συνέπειά τους. Σκέφτομαι πόσα χρόνια σκληρής δουλειάς έχει καθένας πίσω του και με πιάνει δέος. Χάρη σ' αυτούς συνειδητοποίησα τι κόπος χρειάζεται για να εξελιχθεί ένας φωτογράφος από απλός διεκπεραιωτής σε σπουδαίο καλλιτέχνη. Και φροντίζω πάντα ν' αναφέρω το παράδειγμά τους στους νέους που παρακολουθούν τα σεμινάριά μου. Δύσκολα συνειδητοποιούν πόσο μεγάλη πειθαρχία απαιτεί και η φωτογραφική τέχνη».
Γεγονός είναι πως πριν από τους μουσικούς, ο Μάνος είχε λατρέψει τη μουσική. Γι' αυτό και από μικρός θέλησε «να αιχμαλωτίσει την ποίησή της». Όλα ξεκίνησαν από τη βιτρίνα ενός παλαιοπωλείου στην Κολούμπια της Νότιας Καρολίνας, εκεί όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του, μετανάστες από τον Μαρμαρά της Μικράς Ασίας. «Στη βιτρίνα του παλιατζίδικου που βρισκόταν πλάι στο εστιατόριο του πατέρα μου, δέσποζε επί μήνες ένα βιολί. Το έβλεπε η αδελφή μου και το λιμπιζόταν. Ο πατέρας μας ήταν φτωχός κι αγράμματος αλλά ποτέ του δεν τσιγγουνεύτηκε χρήματα για την παιδεία μας. Της το αγόρασε λοιπόν, κι όταν άρχισε να παίζει τις πρώτες της νότες, ζήλεψα! Αποζημιώθηκα μ' ένα κλαρίνο. Στα επτά μου χρόνια, έπαιρνα μαθήματα και φωτογραφίας και μουσικής. Είχα καταλήξει πια στο φλάουτο. Όταν όμως αντιμετώπισα το δίλημμα με τι από τα δυο ν' ασχοληθώ επαγγελματικά, δεν μου πήρε πολύ χρόνο να διαλέξω. Κάθε φορά που έπρεπε να παίξω μπροστά σε κοινό, αρρώσταινα από το τρακ!».
Ακολουθώντας την αδελφή του, η οποία αποδείχτηκε μεγάλο ταλέντο, ο Κωνσταντίνος Μάνος εργάστηκε για δύο χρόνια ως φωτογράφος σ' ένα μουσικό φεστιβάλ της Νότιας Καρολίνας. Το όνειρό του όμως ήταν το Tanglewood, το πιο φημισμένο φεστιβάλ κλασικής μουσικής στη Μασαχουσέτη, όπου και η εδρεύει η Συμφωνική της Βοστώνης.
«Γράφω ένα γράμμα στην ορχήστρα υποβάλλοντας υποψηφιότητα για βοηθός φωτογράφου, επισυνάπτοντας βέβαια και δείγματα δουλειάς. Και τι μου στέλνουν! Μια επιστολή όπου με καλούν σε συνέντευξη κι ένα τσεκ για το ταξίδι μου –είκοσι ώρες απόσταση ήταν– στη Νέα Υόρκη. Με προσέλαβαν όχι ως βοηθό αλλά ως επίσημο φωτογράφο τους. Από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα ανάμεσα σε ιερά τέρατα όπως ο Άιζακ Στερν, ο Πάμπλο Καζάλς, ο Πίτερ Σέρκιν, ο Πιέρ Μοντέρ – ναι, αυτός που είχε πρώτος διευθύνει το 1914 στο Παρίσι την "Ιεροτελεστία της Άνοιξης" του Στραβίνσκι!».
Μια επιλογή από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τράβηξε τότε, μαζί με προσωπικά του σχόλια, δημοσιεύτηκαν το 1961 στο πρώτο του βιβλίο, το «Portrait of a symphony», έργο που δεν κυκλοφορεί πια στην αγορά αλλά αναζητείται μανιωδώς από τους συλλέκτες. Το προλόγιζε μάλιστα ο Άαρον Κόπλαντ, παρομοιάζοντας την αίσθηση που έχει κανείς ξεφυλλίζοντάς το με την απόλυτη ευτυχία του ν' απολαμβάνει μια ζωντανή συναυλία κατ' ιδίαν.
Μουσικοί που σ' ένα τους διάλειμμα χαρτοπαίζουν στα παρασκήνια, πνιγμένοι μέσα σε σύννεφα καπνού. Τ' ακροδάχτυλα ενός μαέστρου που κυματίζουν στον αέρα. Μια υποψία προσώπου, πίσω από μια βιόλα. Άδειες θήκες οργάνων στους διαδρόμους. Μικρά παιδιά, σχεδόν αποσβολωμένα, που κρέμονται από τα θεωρεία... Ο φακός, είτε πίσω από τις κουρτίνες, είτε πάνω στα ταβάνι, είτε σε μια γωνιά του στούντιο ηχογραφήσεων, καραδοκεί. Κι όταν η Συμφωνική της Βοστώνης εκτελεί το «Happy Birthday» προς τιμήν μιας 80χρονης αριστοκράτισσας που κάθε Παρασκευή, επί 50 χρόνια, παρακολουθούσε τις συναυλίες, χάρη στη συνδρομή που της είχε προσφέρει ο άνδρας της, ο Μάνος είναι εκεί για απαθανατίσει τη στιγμή.
Προνομιούχος παρατηρητής ενός μικρόκοσμου απ' όπου δεν λείπουν ούτε οι ανασφάλειες ούτε οι φιλοδοξίες, ο ίδιος έφτασε να πειστεί ότι «οι σπουδαίοι διευθυντές ορχήστρας κερδίζουν τους μουσικούς όχι με τον φόβο αλλά με την εκτίμηση. Παρακολουθώντας τις πρόβες, αμέσως αντιλαμβάνεσαι αν παίζουν κρύα, επαγγελματικά ή αν δίνουν πραγματικά την ψυχή τους. Όταν δεν χωνεύουν τον μαέστρο, το νιώθεις, κάτι λείπει».
Μέσα στο παλιό πέτρινο σπίτι του Κωνσταντίνου Μάνου, που από το 1868 ορθώνεται στο κέντρο της Βοστώνης, πέρα από το φωτογραφικό του εργαστήρι, υπάρχει και μια τεράστια συλλογή –πάνω από 6.000 δίσκοι– κλασικής μουσικής. Ο ίδιος, ωστόσο, ξέρει πως «το καλύτερο στέρεο να έχει κανείς, τα συναισθήματα που δημιουργεί η ζωντανή ακρόαση δεν αναπληρώνονται». Από τη μεριά του, τη χρονιά που συναντηθήκαμε, είχε ξαναπιάσει με χαρά το νήμα εκεί που το είχε αφήσει τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα, ακολουθώντας κατά πόδας την –πιο ανάλαφρη– ορχήστρα Boston Pops στις εμφανίσεις της στο Tanglewood. Κι ακόμα, είχε αρχίσει να παίζει ξανά φλάουτο.
«Το 1964 αναγκάστηκα να πουλήσω το όργανό μου για ν' αγοράσω εξοπλισμό για τις εκτυπώσεις μου. Το 2000, όμως, ένα από τα τρία καλύτερα εργαστήρια κατασκευής οργάνων της Βοστώνης μού ζήτησε να φωτογραφίσω την παραγωγή του για τη διαφημίσει στο Ίντερνετ. Το αντάλλαγμα ήταν ένα πανάκριβο –11.000 δολάρια άξιζε!– χειροποίητο φλάουτο από ασήμι που δεν μου κάνει καρδιά να τ' αφήσω από τα χέρια μου!». Μακάρι αυτό το φλάουτο να του κρατάει ακόμα συντροφιά.
σχόλια