Συνάντησα τον Γιάγκο Παπαδόπουλο, τον γνωστό φωτογράφο και χειριστή drone, ένα μεσημέρι στο σπίτι του στο κέντρο της Αθήνας. Με καλωσόρισε σε ένα απίστευτα καλαίσθητο διακοσμημένο διαμέρισμα, αρκετά ευήλιο, με εξαιρετική θέα την πόλη. Ο ίδιος, εξίσου φωτεινός και πρόσχαρος, με μια τρομερή οικειότητα απαντoύσε σε ό,τι τον ρωτούσα.
«Το πραγματικό μου όνομα είναι Ιωάννης, αλλά η μητέρα μου με φώναζε Γιάγκο, έτσι το κράτησα» μου εξηγεί όταν τον ρωτάω πώς προέκυψε το όνομά του. Έχοντας καταγωγή από τα Νέα Μάλγαρα της Θεσσαλονίκης, ήρθε στην Αθήνα λόγω σπουδών στα δεκαεννιά του.
«Ήρθα στην Αθήνα γιατί ήθελα να ακολουθήσω το όνειρό μου και επειδή οικογενειακώς δεν μπορούσαμε να διαχειριστούμε καθόλου την απώλεια του αδελφού μου, πόσο μάλλον εγώ, που ήμουν ακόμη πολύ νέος. Με έπνιγε αυτή η κατάσταση, οπότε η αντίδρασή μου ήταν να βγω έξω στον κόσμο και να δω τι μπορώ να καταφέρω». Αν και πρόκειται για κάτι που συνέβη στο παρελθόν, μιλάει γι’ αυτό με έναν τρόπο που δείχνει πως του έχει σημαδέψει τη ζωή.
«Ήρθα εδώ και παράλληλα ήμουν σε δύο σχολές. Δεν μετανιώνω που άφησα το Πάντειο χωρίς να πάρω πτυχίο, γιατί έκανα focus στη φωτογραφία, η οποία άρχισε να καλύπτει όλο μου τον χρόνο. Έκανα τα δικά μου πρότζεκτ, πέρα από την καθημερινή δουλειά. Στην αρχή δούλευα ως βοηθός φωτογράφου σε γάμους και βαφτίσια, για την εμπειρία και για να βγάζω τα προς το ζην.
Το θέμα είναι να έχεις μια παιδεία. Π.χ. να τσεκάρεις αν από κάτω περνάει κόσμος, αυτοκίνητα, αν υπάρχει περίπτωση να χτυπήσει κανένας αν πλησιάσω σε ένα κτίριο, αν προσβάλλω τα προσωπικά δικαιώματα κάποιου. Είναι ποιο σημαντικό να έχεις παιδεία σχετικά με το πώς πετάς το drone και τι θέλεις να βγάλεις, γιατί πολλές φορές κάνουμε κατάχρηση της ελευθερίας που έχουμε, δεν σεβόμαστε
Στο ξεκίνημα με βοήθησαν πάρα πολύ άνθρωποι του χώρου και της φωτογραφίας, των οποίων το στυλ και οι γνώσεις με γοήτευαν. Μέσα από τη δική τους ματιά έπαιρνα ερεθίσματα κάθε φορά και έτσι άρχισα να χτίζω το δικό μου στυλ».
Η κλίση του στις τέχνες φάνηκε από πολύ νωρίς, όπως ο ίδιος παραδέχεται, καθώς μέσα στο σπίτι του ήταν η έντονη η ενασχόληση με τον πολιτισμό και την κουλτούρα. «Όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου με έγραφαν σε πολιτιστικούς συλλόγους για χορό και θέατρο, σε εργαστήρια. Η μητέρα μου έκανε βιτρό, ψηφιδωτό, γλυπτό, πυρογραφία. Την έβλεπα, ας πούμε, να είναι για έναν μήνα πάνω από το ξύλινο τραπέζι και ψηφίδα ψηφίδα να φτιάχνει ένα έργο παρέα με τις φίλες της, πίνοντας καφέ. Στα χωριά οι γυναίκες συνηθίζουν να μαζεύονται και να κάνουν σεμινάρια όχι για επαγγελματική κατάρτιση αλλά για την προσωπική τους ευχαρίστηση, ως χόμπι. Επίσης, η αδελφή μου η μεγάλη είναι αγιογράφος».
Το drone μπήκε στη ζωή του στα είκοσι δύο του. Θέλοντας να ξεχωρίσει σε έναν χώρο με τεράστιο ανταγωνισμό και ιδέες, η επιλογή του αυτή τον βοήθησε να δημιουργήσει τη δική του ταυτότητα. «Το πρώτο μου drone ήταν ένα δώρο στον εαυτό μου για να μπορέσω να δω την Αθήνα από ψηλά, μια οπτική που, όπως αντιλήφθηκα τότε, δεν ήταν οικεία σε πολλούς άλλους ανθρώπους ή φωτογράφους. Γενικότερα δύσκολα έβρισκες αεροφωτογραφίες της Αθήνας, έτσι θεώρησα ότι ήταν ένας πολύ ωραίος τρόπος να ξεκινήσω στον χώρο και να διαφοροποιηθώ από άλλους φωτογράφους, που είναι ονόματα ‒ ο καθένας θέλει να ξεχωρίσει με το προσωπικό του στυλ. Το δυνατό μου χαρτί ήταν ότι έχω σπουδάσει τη φωτογραφία, δεν ήμουν απλώς ένας χειριστής drone που το έβλεπε ως παιχνίδι».
«Το γεγονός ότι έρχεσαι σε επαφή με κάτι που βγάζει φτερά και πετάει ψηλά μέσω ενός χειριστηρίου σού δίνει το αίσθημα απίστευτης ελευθερίας. Αυτή η ελευθερία, βέβαια, περιορίστηκε από τη νομοθεσία, η οποία έπραξε πολύ σωστά, γιατί όταν κάτι είναι ανεξέλεγκτο, μπορεί να δημιουργήσει πολλά προβλήματα και ζημιές».
Το ξεχωριστό με τον Γιάγκο είναι πως δεν κάνει μοντελισμό. Ήρθε για να προσφέρει κάτι όμορφο κάτι μοναδικό. Δεν είναι απλώς χειριστής drone αλλά έχει σπουδάσει βίντεο και φωτογραφία. Έχει αντίληψη, αισθητική και σκηνοθετική άποψη. Πόσο εύκολο είναι όμως να χειριστεί ένα drone; «Δεν είναι δύσκολο, αντίθετα είναι αρκετά εύκολο. Το πιο σημαντικό για μένα είναι, ως χειριστής, να χτίσεις μια κουλτούρα γύρω από το drone και να εκπαιδεύσει σε αυτήν τους γύρω σου. Tο να σηκώσεις ένα drone και να το πας πενήντα μέτρα πιο πέρα είναι το πιο εύκολο πράγμα».
«Το θέμα είναι να έχεις μια παιδεία. Π.χ. να τσεκάρεις αν από κάτω περνάει κόσμος, αυτοκίνητα, αν υπάρχει περίπτωση να χτυπήσει κανένας αν πλησιάσω σε ένα κτίριο, αν προσβάλλω τα προσωπικά δικαιώματα κάποιου. Είναι πιο σημαντικό να έχεις παιδεία σχετικά με το πώς πετάς το drone και τι θέλεις να βγάλεις, γιατί πολλές φορές κάνουμε κατάχρηση της ελευθερίας που έχουμε, δεν σεβόμαστε».
«Κάποιες φορές, όταν μπαίνεις στον χώρο της τέχνης, υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες και ερωτήματα σχετικά με το αν αξίζει αυτό που κάνεις, αν έχεις ταλέντο σε αυτό. Μετά την εμπειρία μου θεωρώ πως αυτό που μετράει είναι η παιδεία, η αγάπη, το πείσμα και ο σεβασμός σε αυτό που κάνεις. Ακόμα και στα τριάντα του κάποιος μπορεί να καταπιαστεί με τις τέχνες και να εξελιχθεί. Η αγάπη μου για την τέχνη, μαζί με τα ερεθίσματα που παίρνω, με βοηθάει να αναδεικνύω αυτό που βλέπω».
Η πρώτη του δουλειά που ξεχωρίζει είναι για ένα μεγάλο brand ρούχων που τον κάλεσε να φωτογραφίσει το γήπεδο στα Σεπόλια με το γκράφιτι του Γιάννη Αντετοκούνμπο.
«Αυτό ήταν το Νο1 διάσημο πρότζεκτ που έκανα και βγήκα στην αγορά. Η δουλειά για την οποία αισθάνομαι πιο υπερήφανος είναι αυτή που προέκυψε από ένα press trip στο οποίο με είχαν προσκαλέσει, στην Κεφαλονιά. Ήταν με αφορμή μια ημερίδα που οργανώθηκε μετά τις καταστροφές που είχε προκαλέσει στο νησί ο τυφώνας Ιανός· πολλές παραλίες είχαν καταστραφεί κι αυτό έφερε αρνητική δημοσιότητα, ήταν μια μεγάλη πληγή για την αγορά. Έτσι οι ντόπιοι προσκάλεσαν influencers και άτομα που είχαν κοινό. Ήμασταν περίπου δώδεκα, εγώ ήμουν αυτός με τους λιγότερους followers. Όταν ρώτησα για ποιον λόγο με κάλεσαν, μου είπαν ότι με ήθελαν για την ποιότητα της ματιάς μου. Νομίζω ότι εκείνη την περίοδο ένιωθα πάρα πολύ περήφανος που μπόρεσα να βοηθήσω το νησί και που αναγνωρίστηκε η δουλειά μου».
Ο Γιάγκος δεν πάει πουθενά χωρίς το drone. Πώς είναι να καταγράφεις μέρη απάτητα και πρωτόγνωρα, που δεν έχει εξερευνήσει κανείς άλλος;
«Έχω βρεθεί σε τέτοια μέρη, σε βουνοκορφές, σε φαράγγια, των οποίων την ομορφιά μόνο το drone μπορεί να φτάσει. Κάποια από αυτά τα συνάντησα στο Καρπενήσι. Είχα πάει εκεί να περάσω το lockdown με έναν φίλο. Τελικά μείναμε πολύ καιρό, έτσι βιντεοσκόπησα τις βουνοκορφές Χελιδόνα, Καλιακούδα και Βελούχι σε όλες τους τις φάσεις.
Ήμουν τυχερός γιατί σε πολλά μέρη τα σύννεφα κατέβαιναν πιο χαμηλά και το drone βρισκόταν ανάμεσά τους. Ένα commercial drone μπορεί να πετάξει μέχρι και σε 500 μέτρα ύψος. Η νομοθεσία επιτρέπει μέχρι τα 150 μέτρα, μετά αλλάζεις επίπεδο και πρέπει να πάρεις άδεια γιατί μπορεί να συναντήσεις αλλά πράγματα, π.χ. ελικόπτερα, αεροπλάνα.
Πρέπει πάντα να υπολογίζεις πόση μπαταρία θα κάψει το drone, γιατί μπορεί να το φτάσω μακριά, αλλά να πέσει, επειδή αποφορτίστηκε».
Πώς ελέγχει όμως τη σκηνοθεσία μιας εικόνας ή ενός βίντεο, όταν η κάμερα πετάει στον αέρα και μπορεί να απαθανατίσει το οτιδήποτε;
«Νομίζω ότι ο βασικότερος παράγοντας στη σκηνοθεσία με το drone είναι ο ήλιος. Αυτός είναι ο “φίλος” σου που συμβάλλει στο να βγάλεις το σωστό αποτέλεσμα. Όταν τραβάω φωτογραφίες ή βίντεο, κάποια πράγματα μού βγαίνουν αβίαστα, το κάδρο μου δημιουργείται κάπως αυτόματα. Από τις πιο αγαπημένες μου φωτογραφίες είναι η χιονισμένη Ακρόπολη, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά κι εγώ κατάφερα να το καταγράψω από ψηλά. Μια άλλη είναι όταν “πέταξα” στον Όλυμπο, όπου πέτυχα με το drone άγρια άλογα κατά τη διάρκεια του ηλιοβασιλέματος. Ποτέ δεν τα είδα από κοντά, μόνο με το drone».
Στα μελλοντικά του σχέδια είναι η σωστότερη ανάδειξη της Ελλάδας, με σκοπό όχι μόνο την προσέλκυση του τουριστικού ενδιαφέροντος αλλά και του καλλιτεχνικού. «Θα ήθελα να δείξω τα ήθη, τα έθιμα, την κουλτούρα της χώρας μέσα από τη δική μου ματιά. Όταν οι παλιοί φεύγουν, παίρνουν μαζί τους ιστορίες και παραδόσεις, τις οποίες θα ήθελα να κρατήσω ζωντανές μέσα από κάποιο ντοκιμαντέρ και εικόνες που θα τραβήξω.
Νομίζω ότι κάποιες περιοχές δεν μπορούν να επενδύσουν πάρα πολλά χρήματα είτε γιατί δεν εκτιμούν αυτό το είδος είτε γιατί δεν πιστεύουν ότι θα τους αποφέρει κέρδος.
Τα Ραγκουτσάρια, το Μπουρανί στον Τύρναβο, οι παραδοσιακές φορεσιές που βάζουν συγκεκριμένες μέρες στη Σκύρο, όπως και σε άλλα νησιά, είναι έθιμα που θα ήθελα να τραβήξω για να φτιάξω ένα ντοκιμαντέρ που θα αναδεικνύει την ομορφιά τους».
Ο Γιάγκος κυκλοφορεί παντού στην Αθήνα με το drone του, έτοιμος να απαθανατίσει οτιδήποτε θα του κινήσει το ενδιαφέρον και θα τον συγκινήσει. Όταν τον ρωτάω τι αγαπάει περισσότερο στην πόλη, εκείνος μου απαντά πολύ πρωτότυπα.
«Μέσα στην Αθήνα αγαπάω πολύ τις ταράτσες. Οι ταράτσες προσφέρουν πολύ ωραία θέα. Γοητεύομαι επίσης και από μεγάλες κατασκευές. Μου αρέσει να βιντεοσκοπώ μεγάλα πρότζεκτ. Νομίζω πως κάποια σημεία της Σαλαμίνας είναι πολύ ωραία, αλλά δεν μπορείς εύκολα να τα πλησιάσεις».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.