Αυτοδίδακτη, αλλά παθιασμένη ερασιτέχνης, φωτογραφίζει όλη της τη ζωή, από τα δώδεκα, συνήθεια που αργότερα, ως αρχιτέκτονας, εκμεταλλεύτηκε ευρηματικά στις αναστηλώσεις που αναλάμβανε για λογαριασμό της Τεχνικής Υπηρεσίας της Εθνικής Τράπεζας, αποτυπώνοντας το πριν και το μετά παραδοσιακών και κλασικών κτιρίων.
Αυτό τη βοήθησε να αναπτύξει την αίσθηση του χώρου και όταν κάποια στιγμή ξεκίνησε τα μεγάλα ταξίδια σε χώρες όπως το Ιράκ και η Ινδοκίνα και τόπους όπως το Κασμίρ και η Σαχάρα είχε πια ένα απολύτως εκπαιδευμένο μάτι που μπορούσε να παρατηρεί και να καταγράφει σχεδόν μηχανικά ό,τι αξιοθαύμαστο αντίκριζε και ό,τι κινούνταν γύρω του.
Λέει χαρακτηριστικά η Λιλή Τσίγκου: «Το εντυπωσιακό είναι ότι παντού οι άνθρωποι ήθελαν να φωτογραφηθούν, στηνόντουσαν από μόνοι τους, έρχονταν και μου το ζητούσαν. Θυμάμαι, μια φορά, στη Λαχόρη, ήμουν εν κινήσει, σε ένα βανάκι, κι εκεί που φωτογράφιζα ό,τι μου αποσπούσε την προσοχή, ξαφνικά πλησιάζει ένας άντρας με τη μηχανή του ‒πίσω του καθόταν η γυναίκα του με μπούρκα‒, αρπάζει με το χέρι του σαν κοτόπουλο ένα παιδάκι και το βάζει μπροστά του, δείχνοντάς μου να το φωτογραφίσω».
Αν και για εκείνη ήταν ένας τρόπος έκφρασης και ποτέ δεν το είδε επαγγελματικά, το φωτογραφικό υλικό από τα ταξίδια κατέληξαν να γίνουν εκθέσεις σε χώρους όπως το Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο και ο Ιανός.
Όποτε πηγαίνω, τρελαίνομαι, τραβάνε την προσοχή μου εικόνες, σχήματα, κομματάκια από σελοτέιπ στο πάτωμα που είναι σαν να σχηματίζουν πίνακες κι ας μην είναι μορφές, μου φαίνονται όλα πανέμορφα.
Η εμμονή της να καταγράφει χώρους αλλά και η αγάπη της για την τέχνη (είναι μάλιστα ανιψιά του αείμνηστου ζωγράφου ΘάνουΤσίγκου) την οδήγησαν στο εσωτερικό ατελιέ ζωγράφων όπως η Ειρήνη Ηλιοπούλου, η Ρουμπίνα Σαρελάκου, ο Κυριάκος Ρόκκος, ο Τίμος Μπαντινάκης, αλλά και του γλύπτη Βάσου Καπάνταη, που την είχε καταγοητεύσει.
Αν και δεν βρίσκεται στη ζωή, όταν έτυχε να επισκεφθεί το ατελιέ του, που η γυναίκα του έχει συντηρήσει με θρησκευτική ευλάβεια όπως το άφησε εκείνος, η Τσίγκου εξηγεί ότι: «Ένιωσα αυτή την έκσταση που είχα νιώσει κάποτε μέσα στο ατελιέ του Μπρανκούζι, ο οποίος είχε συνείδηση του τρόπου που τα έργα του αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους, που ήταν τοποθετημένα μέσα στο ατελιέ. Όταν πουλούσε ένα έργο φρόντιζε να το αντικαταστήσει με ένα γύψινο αντίγραφό του, ώστε να μη χάνεται η εικόνα που παρουσίαζε ο χώρος».
Και συνεχίζει την αφήγηση της: «Το σπίτι του Καπάνταη, το οποίο με μάγεψε ως χώρος, καθώς ήταν πάρα πολύ θελκτικό, το είχε σχεδιάσει ο ίδιος μαζί με τον αρχιτέκτονα Βαλάτα, και είναι από μόνο του ένα έργο τέχνης. Λόγου χάρη, η κουπαστή της σκάλας είναι ένα γλυπτό ακραίου μινιμαλισμού που το έφτιαξε με τα χέρια του κι αυτό πρεσβεύει αυτό που έχει στο μυαλό του. Είχε μια λιτότητα η σκέψη και η απόδοση των έργων του, τα οποία ήθελε να βιώνει καθημερινά. Το έχω φωτογραφίσει σε διαφορετικές περιόδους».
Φυσικά, κανένα ατελιέ απ’ όσα έχει βρεθεί μέσα στα χρόνια δεν έμοιαζε με το άλλο. Καθένα αντικατόπτριζε την προσωπικότητα του κάθε καλλιτέχνη.
«Υπάρχουν ατελιέ που είναι αψεγάδιαστα, τακτικά, όπου τα μολύβια είναι τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο ‒ σε αυτήν τη συγκεκριμένη εργασία αφιερώνεται χρόνος κάθε μέρα, ώστε όταν τελειώνει η εργασία να τακτοποιούνται. Το θέμα είναι ποια είναι η ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη και πώς αυτή αποτυπώνεται στον χώρο του. Διατηρούμε με τον σύζυγο μου φιλία πολλών ετών με τον Στέφανο Δασκαλάκη, το ατελιέ του οποίου επισκέπτομαι πάνω κάτω επτά χρόνια. Όποτε πηγαίνω, τρελαίνομαι, τραβάνε την προσοχή μου εικόνες, σχήματα, κομματάκια από σελοτέιπ στο πάτωμα που είναι σαν να σχηματίζουν πίνακες κι ας μην είναι μορφές, μου φαίνονται όλα πανέμορφα.
Τον κ. Δασκαλάκη τον έχει επηρεάσει το καφέ χρώμα του πατώματός του. Σε πάρα πολλά έργα του βλέπουμε αυτό το καφέ να κυριαρχεί. Δεν ζωγραφίζει για να αποτυπώσει τη μορφή, προσπαθεί να πιάσει τον χαρακτήρα αυτού που ζωγραφίζει. Δεν ζωγραφίζει πιστά, εννοώ φωτογραφικά, προσπαθεί να βγάλει τη ψυχοσύνθεση, η ζωγραφική του είναι πολυεπίπεδη.
Εγώ λειτουργώ αυθόρμητα, δεν σκέφτομαι από πριν τι είδους φωτογραφίες θα τραβήξω. Επειδή συνήθως τα βλέπω όλα μέσα από τη μηχανή, θέλω να τα αποτυπώσω, να τα “αρπάξω” και να μείνουν όπως τα είδα πρώτη φορά, γιατί λιγάκι να κινηθείς, αλλάζει η σχέση του ενός από το άλλο και χάνεται η μαγεία. Όταν κάποιος δημιουργεί στον χώρο του δεν θέλει ανθρώπους να κυκλοφορούν, να εισβάλλουν, έτσι και μόνο το γεγονός ότι μου επέτρεψε να μπαίνω στο ατελιέ του και να φωτογραφίζω ό,τι θέλω και για όσο θέλω ήταν για μένα τεράστια χαρά».
Όντως, βλέποντας τις φωτογραφίες του ατελιέ του ζωγράφου Δασκαλάκη σε συνδυασμό με την έκθεση που παρουσιάζει αυτό το διάστημα στον χώρο της Συλλογής Σωτήρη Φέλιου στη Φωκίωνος Νέγρη, καταλαβαίνεις ότι η Λιλή Τσίγκου αποτέλεσε για τον ζωγράφο μια σιωπηλή καταγραφέα, έναν σχεδόν υποσυνείδητο παράλληλο χρωστήρα, σαν να ακολουθεί το μάτι του ίδιου του καλλιτέχνη.
Και καθώς ο ίδιος ο χώρος, με το φως που μπαίνει από τις διάπλατα ανοιχτές μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα, αλλά και με τις ενδότερες και σκοτεινότερες πλευρές του, την ακαταστασία της καθημερινότητας, τα χρώματα στις παλέτες και τα ολοκληρωμένα σε παράταξη έργα, αποτελεί μια θεματική στο έργο του ζωγράφου, η φωτογράφος αναδεικνύεται μια άτυπη βιογράφος της δημιουργικής του εξέλιξης, σαν να έχει παραδώσει το making of ενός ολοκληρωμένου ζωγραφικού κύκλου.
Μετά από χρόνια εμπειρίας καταγραφής μέσω του φακού, λέει η ίδια: «Το βλέμμα μου συνεχώς ψάχνει για σχέσεις αντικειμένων, πραγμάτων, χώρου, για εκφράσεις στα πρόσωπα. Ίσως η δουλειά μου με έκανε έτσι γιατί βασίζεται στην παρατήρηση. Όπως και στα ταξίδια, είμαι έτοιμη να “αρπάξω”. Βέβαια, θα μπορούσα να πω ότι κατά κάποιον τρόπο δεν ταξιδεύω, απλώς σε όλες μου τις εκφάνσεις είμαι μια προέκταση της μηχανής μου».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.