Η οδύσσεια μιας αρμενικής οικογένειας, των Ντιλντιλιάν, πολλά μέλη της οποίας εργάστηκαν αρχικά ως φωτογράφοι στην οθωμανική Τουρκία και αργότερα στην Ελλάδα, αποτυπώνεται στην έκθεση «Η φωτογραφική οδύσσεια της οικογένειας Dildilian: Από την Ανατολία στη Δύση» που θα πραγματοποιηθεί στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της Ρhotobiennale και θα διαρκέσει έως τις 11/2/24.
Η ιστορία των Ντιλντιλιάν ξεκινά τη δεκαετία του 1870. Για περισσότερο από τριάντα χρόνια εργάστηκαν ως επίσημοι φωτογράφοι του Κολεγίου Ανατόλια, του αμερικανικού ιεραποστολικού σχολείου όπου φοιτούσαν Αρμένιοι και Έλληνες της περιοχής. Η αναταραχή που έφερε η Γενοκτονία των Αρμενίων και η τελική εξορία της οικογένειας από την πατρίδα της παίζουν κεντρικό ρόλο στην ιστορία που αφηγείται η έκθεση. Τα επιζώντα μέλη της οικογένειας ξανάφτιαξαν τη ζωή τους στις νέες τους πατρίδες, την Ελλάδα, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δεν ξέχασαν ποτέ τη ζωή που άφησαν πίσω. Συνέχισαν να διηγούνται τις ιστορίες τους, να μοιράζοντας τις εικόνες και τα όνειρα της χαμένης τους πατρίδας.
Ο Αράμ, ο Τσολάκ και οι γιοι του ξεκίνησαν αμέσως να αναβιώνουν το φωτογραφικό τους στούντιο, καταγράφοντας την ανθρωπιστική κρίση που τους περιέβαλλε με το κύμα των προσφύγων που κατέφθανε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έχτισαν ένα προσωρινό φωτογραφικό στούντιο στον καταυλισμό των προσφύγων και άρχισαν να σχεδιάζουν ένα μικρό σπίτι στην Κοκκινιά με ένα φωτογραφικό στούντιο στον τελευταίο όροφο.
«Η συγκεκριμένη έκθεση καθίσταται ακόμα πιο επίκαιρη με τη δυσμενή συγκυρία που βιώνουμε στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, στην Αρμενία γενικότερα», λέει στη LiFO ο επιμελητής της έκθεσης Γιάννης Μότσιανος που υποδέχτηκε πριν από λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη τον απόγονο της οικογένειας, Άρμεν Μαρσουμπιάν, καθηγητή Φιλοσοφίας στο Connecticut, κληρονόμο και θεματοφύλακα της πολύτιμης φωτογραφικής συλλογής της οικογένειας Ντιλντιλιάν, με τον οποίο συνεπιμελούνται την έκθεση. Ο κ. Μαρσουμπιάν βιώνει για μία ακόμα φορά τον ξεριζωμό που γεννά μνήμες αφού και η δική του οικογένεια έζησε τη γενοκτονία στις περιοχές της Μερζιφούντας και της Σεβάστειας, με τον παππού του Τσολάκ, που ήταν ο πρώτος φωτογράφος της οικογένειας, να ξεκινά, μαζί με τον αδελφό του Αράμ, τη φωτογραφική τους επιχείρηση. Αργότερα δραστηριοποιήθηκαν στην Κοκκινιά, όπου έφτασαν ως πρόσφυγες.
«Θα ήθελα να τονίσω ότι η οικογένεια Ντιλντιλιάν πρόσφερε και ένα συγκλονιστικό ανθρωπιστικό έργο, δεδομένου ότι συγκέντρωσε δύο χιλιάδες ορφανά προσφυγόπουλα, Ελληνόπουλα και Αρμενόπουλα, και τα έφερε μαζί της με καράβι στον Πειραιά το 1923 από το λιμάνι της Σεβάστειας. Είναι συγκλονιστικές οι πρώτες φωτογραφίες, που τους δείχνουν να ξαναχτίζουν ακόμα και τα σπίτια τους με πλίνθους που κατασκεύαζαν οι ίδιοι – έφτιαξαν το πρώτο στούντιο στην Κοκκινιά και ένα δεύτερο, αργότερα, στον Πειραιά. Εκεί, παρότι τα νεότερα μέλη της οικογένειας άντεξαν καθ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής, δεν μπόρεσαν να αντεπεξέλθουν στην περίοδο του Εμφυλίου. Η μητέρα του Άρμεν Μαρσουμπιάν, η Άλις Ντιλντιλιάν, φεύγει το 1948 στην Αμερική. Όλο αυτό το σκόρπισμα της αρμενικής κοινότητας αντανακλάται στην οικογενειακή ιστορία των Ντιλντιλιάν και αποτελεί τον βασικό πυρήνα της έκθεσης», λέει ο κ. Μότσιανος.
Η έκθεση βασίζεται στο αρχείο της οικογένειας, το οποίο αποτελείται από χιλιάδες φωτογραφίες, γυάλινα αρνητικά, σχέδια, έργα τέχνης, έγγραφα, επιστολές και οικογενειακά κειμήλια. Τα κείμενα βασίζονται σε γραπτά απομνημονεύματα και προφορικές συνεντεύξεις πολλών γενεών της οικογένειας. Σημαντικό μέρος της έκθεσης αποτελούν φωτογραφίες και τεκμήρια της συλλογής του κολεγίου κυρίως από τα πρώιμα χρόνια στη Μερζιφούντα της Ανατολίας.
Η συναρπαστική ιστορία των Ντιλντιλιάν
«Η μητέρα μού έδινε καρύδια για μεσημεριανό. Τα πίεζα σε ένα χαρτί για να γίνουν διάφανα και τα ιχνογραφούσα. Στη συνέχεια τα έβαζα σε τζάμια παραθύρων, αφήνοντας το φως να τα διαπεράσει καθώς τα ιχνογραφούσα σε ένα καθαρό κομμάτι χαρτιού. Αργότερα θα τα φωτοσκίαζα», γράφει ο Τσολάκ Ντιλντιλιάν, ιδρυτής της οικογενειακής φωτογραφικής επιχείρησης στην ιστορική αρμενική πόλη Σεβάστεια.
Ο πατέρας του Τσολάκ, ο Κρικόρ, ήταν ένας πολύ γνωστός υποδηματοποιός και έμπορος δερμάτων που είχε μάθει το επάγγελμά του στο Γιοζγκάτ και στην Κωνσταντινούπολη. Ο Τσολάκ δεν ήθελε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του, ήταν ένας καλλιτέχνης που γοητευόταν βαθιά από το φως και τις εικόνες. Ο Κρικόρ τελικά επέτρεψε στον γιο του να ακολουθήσει το πάθος του, και να μαθητεύσει σε έναν Αρμένιο φωτογράφο που είχε επισκεφθεί την πόλη, τον Αντρανίκ Τζεβαχιρτζιάν. Ήταν το έτος 1888 και δεν υπήρχαν φωτογραφικά στούντιο στη Σεβάστεια. Η μαθητεία υπήρξε σύντομη. Ο Τσολάκ διδάχτηκε μόνος του την τέχνη της φωτογραφίας, κάνοντας εξάσκηση στα μέλη της οικογένειάς του.
Όπως γράφει ο Τσολάκ Ντιλντιλιάν για την ψυχολογία της φωτογραφίας εκείνη την εποχή, «οι Αρμένιοι ζήλευαν πολύ τις οικογένειές τους. Θεωρούσαν ανήθικο ή άσεμνο να εκθέτουν τις γυναίκες τους στον φωτογράφο. Πολλοί θα το θεωρούσαν υποτίμηση να σταθούν δίπλα στις γυναίκες τους. Τα αυτιά μου έχουν ακούσει πολλά άσχημα σχόλια που απευθύνονταν στους φωτογράφους».
Η φήμη του φωτογραφείου που άνοιξε στη Σεβάστεια σύντομα εξαπλώθηκε σε όλη την επαρχία. Ένα δεύτερο φωτογραφείο άνοιξε στη Μερζιφούντα, έδρα του Κολεγίου Ανατόλια. Η πόλη του κολεγίου που ιδρύθηκε το 1886 παρείχε μια σταθερή ροή πελατών, με το αμερικανικό προσωπικό, τους φοιτητές και το διδακτικό προσωπικό να υποστηρίζουν το φωτογραφείο.
«Το στούντιο ήταν μια πολύ μεγάλη αίθουσα που μπορούσε να φιλοξενήσει περισσότερα από 140 άτομα. Έτσι, μπορούσε να φωτογραφηθεί ένα ολόκληρο γαμήλιο πάρτι. Το στούντιο φωτιζόταν έντονα από μια τζαμαρία στην οροφή και από έναν μεγάλο εξώστη με τζαμαρία. Τρεις συρόμενες κουρτίνες χρησιμοποιούνταν ανάλογα με την περίπτωση: μια λευκή, μια μπλε και μια μαύρη. Με μια τέτοια εγκατάσταση έβγαιναν πετυχημένες οι φωτογραφίες, ειδικά οι ομαδικές, όπου ο θείος μου είχε το χάρισμα να τοποθετεί τους ανθρώπους έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η πιο ικανοποιητική εικόνα. Φωτογράφιζε σε γυάλινες πλάκες και όταν κάποιες φωτογραφίες χρειάζονταν διόρθωση, την πραγματοποιούσε με εξαιρετικό τρόπο. Το στούντιο Ντιλντιλιάν είχε σπουδαία φήμη και οι πελάτες έρχονταν μέχρι και από τη Σαμψούντα», γράφει η Μαρίτσα Τερ Χαρουτιουνιάν, μία από τις απομνημονευματογράφους της οικογένειας.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η φωτογραφική επιχείρηση ευδοκιμούσε, με στούντιο τόσο στη Μερζιφούντα όσο και στη Σαμψούντα. Όμως η άνοιξη του 1915 έφερε μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις, πρώτα των ηγετών της αρμενικής κοινότητας και σύντομα των περισσότερων ενήλικων ανδρών. Υπό την απειλή της απέλασης, η οικογένεια Ντιλντιλιάν ασπάστηκε το Ισλάμ και τα μέλη της πήραν τουρκικά ονόματα. Διατήρησαν τη χριστιανική τους πίστη ιδιωτικά, στο σπίτι, πίσω από κλειστά παράθυρα και ψηλούς τοίχους. Το καλοκαίρι του 1920, οι Αρμένιοι έγιναν και πάλι στόχος. Ο Τσολάκ αποφάσισε να μεταφέρει την οικογένειά του στη Σαμψούντα και να ξαναβρεθούν με τον αδελφό του, Αράμ.
Το 1922, «ο ντελάλης της πόλης ανακοίνωσε ότι όλοι οι χριστιανοί, Έλληνες και Αρμένιοι, θα έπρεπε να έχουν φύγει από τη χώρα μέχρι την 1η Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Όσοι δεν έφευγαν από τη χώρα θα θεωρούνταν Τούρκοι. Δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική...», γράφει ο Αράμ. Μάζεψαν τα υπάρχοντά τους, συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων φωτογραφιών και γυάλινων αρνητικών, επιβιβάστηκαν στο S.S. Belgravia και μετά από ένα επικίνδυνο ταξίδι με το πλοίο, έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά.
Ο Αράμ, ο Τσολάκ και οι γιοι του ξεκίνησαν αμέσως να αναβιώνουν το φωτογραφικό στούντιο, καταγράφοντας την ανθρωπιστική κρίση που τους περιέβαλλε, με το κύμα των προσφύγων που κατέφθανε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έχτισαν ένα προσωρινό φωτογραφικό στούντιο στον καταυλισμό των προσφύγων και άρχισαν να σχεδιάζουν ένα μικρό σπίτι στην Κοκκινιά με ένα φωτογραφικό στούντιο στον τελευταίο όροφο.
Μια νέα γενιά φωτογράφων της οικογένειας Ντιλντιλιάν θα μάθαινε σιγά σιγά την τέχνη. Ο μικρότερος γιος του Τσολάκ, ο Άρα, συνέχισε τις σπουδές του στις μεταφερμένες στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάσεις του Κολεγίου Ανατόλια και στη συνέχεια στη Βοστώνη. Ο πρεσβύτερος γιος, ο Χμαϊάγκ, θα αναλάμβανε μεγαλύτερο ρόλο στο στούντιο. Όπως και στην πατρίδα τους, την Ανατολία, οι Ντιλντιλιάν δεν περιορίστηκαν στη φωτογράφιση πορτρέτων στο στούντιο. Φωτογράφιζαν τα αξιοθέατα μέσα και γύρω από την Αθήνα. Με δημοσιογραφικό τρόπο κατέγραψαν τις εκρήξεις του ηφαιστείου στο νησί της Σαντορίνης τέλη του 1925 και αρχές του 1926. Ακολούθησε σειρά φωτογραφιών που τραβήχτηκαν στον απόηχο του σεισμού στις 22 Απριλίου 1928 που κατέστρεψε την πόλη της Κορίνθου.
Καθώς η δεκαετία του 1920 έφτανε στο τέλος της, το στούντιο Ντιλντιλιάν ανθούσε. Με τον θάνατο του Τσολάκ το καθήκον πέρασε στην επόμενη γενιά φωτογράφων, τον γιο του Χμαϊάγκ και την κόρη του Άλις. Ο Χμαϊάγκ πειραματιζόταν πάντα με τις τελευταίες τεχνοτροπίες και τεχνικές της φωτογραφίας, χρησιμοποιώντας συχνά μέλη της οικογένειάς του ως μοντέλα, ιδίως την αδελφή του Άλις. Εκείνη εγκατέλειψε το σχολείο για να βοηθήσει στο στούντιο όταν ο πατέρας της αρρώστησε. Βελτίωσε τις δεξιότητές της παρακολουθώντας τον πατέρα και τον αδελφό της. Αρχικά αναλάμβανε ένα μεγάλο μέρος της εμφάνισης και του ρετουσαρίσματος, αλλά σύντομα πέρασε πίσω από τον φακό της φωτογραφικής μηχανής. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930 το στούντιο θα επεκταθεί και πάλι, με το άνοιγμα ενός σύγχρονου κεντρικού στούντιο στο λιμάνι του Πειραιά. Τα δύο αδέλφια διηύθυναν το στούντιο κατά τη διάρκεια μίας ακόμα ταραχώδους περιόδου που είδε την άνοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα και την εξάπλωση του ναζισμού στην Ευρώπη.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για τους Ντιλντιλιάν. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης πείνας του χειμώνα του 1941-42, η οικογένεια συχνά έβγαζε φωτογραφίες για να εξασφαλίσει φαγητό. Την ίδια περίοδο πραγματοποιούνται μαζικές συλλήψεις κατά τις οποίες άνδρες ηλικίας 14-60 ετών συλλαμβάνονται από την Γκεστάπο. Το στούντιο Ντιλντιλιάν επιβίωσε, αλλά τα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν είχαν το τίμημά τους. Η τελευταία γενιά που ασχολήθηκε με τη φωτογραφία ήταν πλέον στην Αμερική. Ο Αράμ θα διηύθυνε στούντιο στο Φρέσνο και στο Σαν Φρανσίσκο. Οι ικανότητές του ως τεχνικού φωτογραφικού εργαστηρίου, ιδίως στο ρετουσάρισμα αρνητικών, τον βοήθησαν να γίνει ένας πολύτιμος συνεργάτης στο παγκοσμίου φήμης στούντιο Gabriel Moulin στο Σαν Φρανσίσκο. Αφήνοντας το πόστο πίσω από την κάμερα, συμμετείχε σε πολλά έργα με μερικούς κορυφαίους φωτογράφους, όπως ο Άνσελ Άνταμς. Με τη συνταξιοδότηση του Αράμ και του Χμαϊάγκ, σχεδόν εκατό χρόνια φωτογραφικής κληρονομιάς της οικογένειας Ντιλντιλιάν έφτασαν στο τέλος τους.
«Η φωτογραφική οδύσσεια της οικογένειας Dildilian: από την Ανατολία στη Δύση»
Διάρκεια: 11/10/2023-11/02/2024
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Επιμέλεια έκθεσης: Άρμεν Τ. Μαρσουμπιάν, καθηγητής Φιλοσοφίας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δρ. Ιωάννης Μότσιανος, αρχαιολόγος-μουσειολόγος
Μουσειογραφικός σχεδιασμός και εφαρμογή: Ευθυμία Παπασωτηρίου, αρχιτέκτων μηχανικός