«Το όλο θέμα είναι να φτιάχνουμε πράγματα που είναι διαφορετικά από αυτά που οι άνθρωποι έχουν δει ψηφιακά», αναφέρει ο Jack Davison σχετικά με τη νέα σειρά φωτογραφικών χαρακτικών του, η οποία παρουσιάζεται τώρα στο Λονδίνο.
«Ποτέ δεν ήμουν παιδί του σκοτεινού θαλάμου», λέει ο Βρετανός φωτογράφος. «Προσπάθησα, αλλά δεν μου άρεσε».
Στη νέα ατομική του έκθεση με τίτλο «Photographic Etchings», που εγκαινιάζεται στην γκαλερί Cob του βόρειου Λονδίνου, ο Davison προβληματίζεται για τα απτικά θαύματα και την αλχημική μαγεία της φωτογκραβούρας, μιας πολυέξοδης και δαπανηρής εναλλακτικής του σκοτεινού θαλάμου, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της έκθεσης.
«Το βλέπω ως κάτι παρόμοιο με την κηπουρική κατά κάποιον τρόπο», εξηγεί o Davison. «Υπάρχει κάτι που μου αρέσει πολύ στη σωματική φύση της εργασίας και στο να έχεις βρόμικα χέρια. Είναι μια διαδικασία διαλογισμού που σου επιτρέπει να παίζεις με αυτές τις εικόνες αλλά ταυτόχρονα να μην τις υπεραναλύεις».
«Μου αρέσει η ιδέα ότι αυτές οι φωτογραφίες θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν στο μέλλον και οι άνθρωποι θα δυσκολεύονταν να τις τοποθετήσουν στον χρόνο».
Έχοντας προηγουμένως εξισορροπήσει την αυτοδίδακτη εκπαίδευσή του στη φωτογραφία με την εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργοτάξια στο Έσεξ, απ' όπου και κατάγεται, ο Davison είναι γνώστης της χειρωνακτικής δουλειάς. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη να τον ακούμε να εκθειάζει τις αρετές της δημιουργίας εικόνων με αυτόν τον τρόπο. «Μου αρέσει να συμμετέχω σωματικά, αλλά κατά τη φωτογράφιση αυτό μπορεί να είναι πνευματικά εξαντλητικό. Συχνά το αγαπημένο μου μέρος της ημέρας –αν όλα έχουν πάει καλά– είναι το μάζεμα των πραγμάτων. Απλώς το να κουβαλάς τα πράγματα και να κάνεις όλη αυτή την επίπονη δουλειά βοηθάει πραγματικά το κεφάλι να καθαρίσει».
Απόδειξη αυτής της εργασίας είναι κάθε ένα από τα 33 έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση. Ομαδοποιημένα ανά κλίμακα σε τρεις αίθουσες και καλύπτοντας περίπου 14 χρόνια (σχεδόν τη μισή ζωή του καλλιτέχνη), αποτελούν μια συναρπαστική υπενθύμιση της ικανότητας του μέσου να αψηφά και να μπερδεύει, συνδυάζοντας αναφορές σε μεγάλους σουρεαλιστές όπως ο Man Ray και ο Max Ernst με την υπογραφή του Davison, τον παιχνιδιάρικο πειραματισμό. Παρουσιάζοντας φωτογραφίες από μερικές από τις πιο γνωστές σειρές του τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένης της σειράς «26 States», με την οποία εγκαινίασε την καριέρα του, η έκθεση δίνει νέα ζωή στις παλαιότερες δουλειές του, χωρίς να προδίδει κάτι σύγχρονο.
«Μου αρέσει η ιδέα ότι αυτές οι φωτογραφίες θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν στο μέλλον και οι άνθρωποι θα δυσκολεύονταν να τις τοποθετήσουν στον χρόνο», λέει ο Davison.
Το να τον ακούς να συζητάει για την προσέγγισή του στη δημιουργία εικόνων είναι σαν να απελευθερώνεσαι από την καθημερινή, τροφοδοτούμενη από το Instagram ιδέα των φωτογραφιών ως επίπεδων, κυλιόμενων εικονοστοιχείων. Ο Davison αντιλαμβάνεται τις φωτογραφίες με όρους βάθους, επιπέδων και υφής. Για τον ίδιο, είναι γλυπτά, πολυδιάστατα αντικείμενα, καμβάδες για να παίζει και να πειραματίζεται, των οποίων οι φυσικές και απτικές ιδιότητες είναι εξίσου σημαντικές με οποιεσδήποτε άλλες. Τα έργα που προέκυψαν περιγράφονται καλύτερα ως επιτεύγματα οπτικής γυμναστικής, τα οποία δημιουργήθηκαν από μια σειρά τεχνικών καινοτομιών, τις οποίες ο Davison είναι (δικαιολογημένα) απρόθυμος να αποκαλύψει. «Μου αρέσει να υπάρχει μια αίσθηση μυστηρίου», λέει. «Θέλω οι άνθρωποι να κοιτάξουν αυτές τις εικόνες και να σκεφτούν: "Δεν είμαι σίγουρος πώς το έκανε αυτό"».
Για την έκθεση αυτή ο Davison πέρασε τρία χρόνια μαθαίνοντας την τέχνη της βαθυτυπίας προκειμένου να ανοίξει νέα πεδία για πειραματισμούς. Σε συνεργασία με τον Colin Gale, συνιδρυτή του στούντιο Artichoke Print Workshop με έδρα το Brixton, ο Davison τελειοποίησε μια χρήση του chiaroscuro που μοιάζει περισσότερο με τις πινελιές ενός ζωγράφου. «Πάντα ζωγράφιζα και πάντα μου άρεσε που πολλοί φωτογράφοι είναι αποτυχημένοι ζωγράφοι», αναφέρει γελώντας.
Με αυτήν τη διαδικασία, η χαραγμένη πλάκα καλύπτεται πλήρως με μαύρο μελάνι. Στη συνέχεια το μελάνι τρίβεται δύο φορές και τότε αρχίζει να αποκαλύπτεται η εικόνα. Η εικόνα μπορεί να τριφτεί έως ότου να είναι εντελώς καθαρή, ή μπορεί ορισμένες περιοχές της να μείνουν πιο σκούρες. Ανάλογα με τη χρήση του πανιού και τη δύναμη του χεριού στο σβήσιμο το αποτέλεσμα μπορεί να είναι περισσότερο ζωγραφικό, παρά φωτογραφικό. «Είναι κάτι σαν τη μαγεία της παλιάς Polaroid – δεν ξέρεις αν αυτό που έκανες θα πετύχει. Έχεις επιλέξει εικόνες που πιστεύεις ότι θα ανταποκριθούν στη διαδικασία, αλλά υπάρχει ακόμα αυτή η μικρή έκπληξη όταν ο μανδύας του μάγου σηκώνεται και αποκαλύπτεις την εκτύπωση».
Αυτά είναι τα ρίσκα και οι στιγμές αβεβαιότητας που ο Davison αισθάνεται υποχρεωμένος να αναλάβει, και που δημιουργούν ένα θέαμα που μένει για καιρό στο μυαλό. «Για μένα, φωτογραφία σημαίνει να μπαίνεις σε διαφορετικούς χώρους και να δοκιμάζεις νέα πράγματα», αναφέρει. «Είμαι ένας λευκός cis het άντρας και αν πρόκειται να προσπαθήσω να βρεθώ σε έναν χώρο που έχει προβολή, πρέπει να προσπαθήσω να πω κάτι ενδιαφέρον και όχι απλώς να επαναλαμβάνω πράγματα ή να καταλαμβάνω τον χώρο κάποιου άλλου».
Η έκθεση «Photographic Etchings» παρουσιάζεται στην Cob Gallery του Λονδίνου έως τις 12 Νοεμβρίου 2022.