Λένε ότι στην έκδοση ενός περιοδικού ξεκινούν τρεις και τέσσερις, συνεχίζουν δύο και τρεις, για να μείνει τελικά ένας, δηλαδή ο τυχερός-άτυχος που θα φροντίσει το έντυπο σαν παιδί του και κάτι παραπάνω, θ’ αναλωθεί σε μικροπολέμους και μεταδοτικές δυσαρέσκειες, ωσότου το περιοδικό πετάξει μπόι, διασωθεί παρά τις αντιξοότητες και τελικά αναγνωριστεί ως ζωτική πηγή νοήματος εντός αυτού που ονομάζεται λογοτεχνική αγορά. Πράγματι, ο Γιάννης Πατίλης, επί είκοσι πέντε συναπτά έτη, αφιέρωσε μέγιστο κομμάτι του ιδιωτικού του χρόνου στην έκδοση (μην ξεχνάμε ότι ήταν καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, άρα επιφορτισμένος ενίοτε με οχληρά καθήκοντα), ήρθε σ’ επαφή και σε σύγκρουση με πλείστα όσα πρόσωπα, είπε πολλά «ναι» και περισσότερα «όχι» σε υποψήφιους κονδυλοφόρους, ταύτισε τέλος πάντων το πρόσωπό του με το «Πλανόδιον».
Αν κοιτάξουμε τον πίνακα των συνεργατών στο εξώφυλλο, θα διαπιστώσουμε ότι τα ονόματα δεν είναι τυχαία ούτε μαζεμένα στην τύχη: ευάριθμοι συνεργάτες από αυτούς που φιγουράρουν στην αριστερή κολόνα είναι μόνιμοι κειμενο-πάροχοι επί χρόνια· τι σημαίνει αυτό; Ότι προϊόντος του χρόνου το περιοδικό δεν διαμορφώνεται απλώς από τους συνεργάτες του αλλά ότι διαμορφώνει κιόλας το γράψιμο πολλών από αυτούς. Άλλωστε, η βαθύτερη φιλοδοξία κάθε τακτικού περιοδικού αποσκοπεί στο να πλάσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ένα είδος «Σχολής». Στις κριτικές, στις πολεμικές, στα σχόλια, στα ποιήματα, στα διηγήματα, στα αφιερώματα, στις εκλεκτικές συγγένειες ή εχθρότητες. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι συναρθρώνεται μια πολυκέφαλη παρέα, ότι συγκροτείται ένα δυναμικό με ταυτότητα που θεωρεί περηφάνια του το γεγονός ότι συνεργάζεται με το περιοδικό, που εν ουδεμιά περιπτώσει δεν θα ενέδιδε να δημοσιεύσει αλλού ή ν’ αυτομολήσει στον Τύπο (ο οποίος αργά ή γρήγορα προβάλλει και το δέλεαρ του μισθού).
Μάλιστα, για τους ολιγογράφους που ελαφογεννάνε, το περιοδικό συναρτάται με την περίφημη «αναμονή» της έκδοσης. «Πού έχετε δημοσιεύσει;», ρωτάνε στις παρέες. Ανάλογα με την απάντηση, το μάτι του ερωτώντα σπιθίζει ή θαμπώνει, προσφέροντας ικανοποίηση ή προκαλώντας μελαγχολία στον αποκρινόμενο. Αναφορικά με την πολιτική του «Πλανόδιου», που συχνά δεν αφήνει τίποτε αξιοπρόσεχτο να πάει χαμένο (δημοσιεύοντας ακόμη κι ένα στιχούργημα κολοβό), ο Πατίλης -ψείρας με τα όλα του- επέδειξε και επιδεικνύει κριτήριο, ανοχή κι ανωτερότητα που δεν μπορούν να τελεσφορήσουν άνευ γνώσεως, υπομονής και κυρίως αγάπης για τη γραφή και το καθεστώς των ντόπιων γραμμάτων και φυσικά των ντόπιων εγγραμμάτων - όποια κι αν είναι αυτά και αυτοί.
ΣΤΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ του «Πλανόδιου» το κυρίως δώρο προς τον αναγνώστη είναι βέβαια το αφιέρωμα Αμερικανών διηγηματογράφων, με το οποίο λανσάρεται και η λέξη Μπονζάι (όρος δανεισμένος απ’ τη φυτοκομία, που δηλώνει το «υπέρμικρο διήγημα»). Πρόκειται για 43 τον αριθμό σύντομα διηγήματα που γοητεύουν με το νεοπαγές τους όνομα, αλλά θα μπορούσαν άνετα να διαβαστούν και ως σύντομα διηγήματα. Άλλωστε, το Τουίτερ γράφει κιόλας διηγήματα-αστραπή, άφταστο αρχέτυπο των οποίων θα μπορούσε να είναι μια φράση-θαύμα του Χέμινγουεϊ, η οποία παραμένει αμίμητη: «Για πούλημα: παιδικά παπούτσια, εντελώς αφόρετα». Σαπό.
Ασφαλώς δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτα συγκλονιστικές φράσεις· όλοι σχεδόν οι διηγηματογράφοι πρώτον δεν είναι πρωτάρηδες και δεύτερον επιμένουν να περιγράφουν σκηνές ζωής και όχι να πελεκάνε ασύλληπτες φράσεις. Ο Μαξ Απλ, για παράδειγμα, με την Καρδιακή Προσβολή του περιγράφει μιαν επίσκεψη στο γιατρό για έλεγχο των αρτηριών του.
«Κάποιος μου είχε πει ότι το μέγεθος του πέους ισούται με το μέγεθος του μεσαίου δαχτύλου συν την απόσταση που καλύπτει αυτό το δάχτυλο λυγισμένο προς την παλάμη. Το δικό μου δεν φτάνει ούτε μέχρι τον καρπό».
Η νοσοκόμα παίρνει το χέρι του αφηγητή και του ψιθυρίζει μελωδικά: «Κάθε δυσκολία έχει το νόημά της…».
«Οι αρτηρίες μου, λοιπόν, είναι γεμάτες νόημα, φρόντισαν γι’ αυτό τα μεγάλα μου λάθη».
Στο Μνημονικό η Έιμι Μπέντερ έχει υπερβεί κάθε φόβο της υπερβολής: «Ο εραστής μου βιώνει αντίστροφη εξέλιξη. Έχει περάσει ένας μήνας και τώρα είναι θαλάσσια χελώνα. Μπεν, λέω στο προεξέχον κεφαλάκι του, ενώ χύνω δάκρυα στο ταψί, μια θάλασσα του εαυτού μου. Αποβάλλει ένα εκατομμύριο χρόνια την ημέρα. Δεν είμαι επιστήμονας, αλλά τόσα περίπου τα υπολόγισα».
Ίσως η πιο αληθινά συγκινητική σκηνή από την ανθολογία αυτή είναι η σκηνή με την κυρία Ο’Μπράιαν: «Τώρα το κατάλαβα, είπε και σκέπασε με το χέρι το πρόσωπό της, δεν θα ξαναδώ ποτέ τον κύριο Ραμίρεζ». Ρέι Μπράντμπερι, Θα σε δω ποτέ.
Στο Ταξιδεύοντας Μόνος, ο Ρομπ Κέρνι περιγράφει το σύμπαν: «Σαν να ήταν εκείνο το σύννεφο το σημείο παραγωγής της αστραπής, που στη συνέχεια μεταφερόταν σε όλο τον κόσμο μέσω καταιγίδων. Σαν να δούλευαν εκεί μέσα οι θεοί με σφυριά κι αμόνια και φυσερά, φορώντας αυτά τα κράνη με τους φακούς κεφαλής για να βλέπουν. Ίσως έτσι να ήταν το σύμπαν μέσα στη μήτρα».
Στη Χρυσή Ακτή ανθολογούμε: «Του μοιάζουν σαν τόποι που στην πραγματικότητα δεν είναι τόποι. Αντανακλάσεις που επιπλέουν σαν φωτεινό στρώμα αφρού, πάνω στην επιφάνεια κάποιου ποταμού». Στιούαρτ Νίμπεκ.
Η Βουλγάρα Εφτίμοβα με το Αίμα ενός τυφλοπόντικα είναι αρκούντως εξωπραγματική: «Το αίμα τυφλοπόντικα μπορεί να θεραπεύσει αρρώστους, μόνο τρεις σταγόνες πρέπει να πιεις».
«Είναι αίμα τυφλοπόντικα!». «Ψηλάφησε το διάφανο μπουκάλι. Το αίμα μέσα του λαμποκοπούσε σαν ετοιμοθάνατη φωτιά».
Σε ανάλογο κλίμα κινείται και ο Τζακ Χάντεϊ με το Φωνές μέσα στο κεφάλι μου. «Ποτέ δεν ξέρω πότε οι φωνές μέσα στο κεφάλι μου θ’ αρχίσουν να μου μιλούν. Μπορεί να βγαίνω απ’ το σπίτι μου και να κοιτάζω τα σύννεφα. Ξαφνικά, οι φωνές στο κεφάλι μου θα μου πουν να επιστρέψω και να πάρω ομπρέλα, γιατί μπορεί να βρέξει. Μερικές φορές υποτάσσομαι στις φωνές… Άλλες φορές μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις και αρνούμαι… Παρ’ όλα αυτά, οι φωνές δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις…».
Ο Τομ Χόκινς περιγράφει ως εξής τη Νύχτα του γάμου: «Μια φορά με είχε ληστέψει ένας στιβαρός λευκός άντρας, μου είχε δείξει τα δύο δόντια που του είχαν μείνει στο στόμα… Θα μπορούσα να πεθάνω πίσω από αυτό τον πάγκο και αυτός απλά θα έφευγε κρυμμένος στο ίδιο του το δέρμα…».
Ρόμπερτ Κέλι, Ροζάριο: «Μπορεί η γυαλάδα απ’ τις κρυστάλλινες χάντρες στο χέρι του να της φάνηκε σαν αντανάκλαση του φεγγαριού πάνω στο μαχαίρι».
Μάικλ Νάιτ: «Ο Μούντυ είχε το χάρισμα να δια- βάζει τους ανθρώπους και, σε αυτό το κορίτσι, αναγνώρισε μια κάποια θλίψη, κάτι οικείο και κοντινό στην καρδιά του. Κάποιος μάλλον της είχε ραγίσει την καρδιά καιρό πριν».
ΑΝ ΚΑΛΟΣΚΕΦΤΟΥΜΕ αυτή την παραγωγή σύντομων δραματουργημάτων, στιγμιοτύπων αινιγματικών που συνεχίζονται κατά κάποιον τρόπο στη φαντασία του αναγνώστη, σχηματίζουμε σιγά σιγά την εντύπωση ότι η έκταση δεν είναι τυπικό ζήτημα παρά ουσιώδης παράγοντας οικονομίας. Με κάποια αυθαίρετη κρίση θα λέγαμε ότι η ζωή στήνει παγίδες, χάνει τον δρόμο της ή μάλλον τον βρίσκει για λίγο με ανορθόδοξα μέσα, πιο συγκεκριμένα ο καμβάς της πραγματικότητας αιφνιδιαστικά παρουσιάζει κάποια ευεργετική «τρύπα» από την οποία βλέπουμε κάτι που στον τρέχοντα βίο παραμένει άφαντο. Για παράδειγμα, ο Άλεν Γούντμαν στον Πωλητή των αμπαζούρ, όπου εμφανίζεται «ένας αριστοκρατικός άντρας που είχε μεταμορφωθεί από την απώλεια των χεριών του» κι έκανε τη δουλειά του χάρη στους μεταλλικούς του γάντζους, προσφέρει μια απίθανη σκηνή που θα τη ζήλευαν αναγνώστες και συγγραφείς αντάμα.
Στη δική μας πεζογραφική παραγωγή, όπου το μυθιστόρημα (τζάνεμ) θαλασσοπνίγεται και πάει στον πάτο μαζί με τους αναγνώστες, η τεχνοτροπία του Μπονζάι θα μπορούσε να προσφέρει μια κάποια λύση. Άρα, το αφιέρωμα του Πατίλη ενδέχεται ν’ αποδειχτεί θαυματουργό.
σχόλια