1.
Η κατακτημένη άνεση του Γιώργου Βέη: Είτε γράφει, με ρυθμό ασθματικό, εκκλήσεις σε φίλους του που χάθηκαν, είτε περιπλανιέται στον κόσμο όλο και γενναιόψυχα μας κερνάει τις εντυπώσεις του, οι πολύτιμες περιδιαβάσεις του Γιώργου Βέη (Αθήνα, 1955) στα κείμενα και στις όντως γεωγραφίες, σαν να λέμε στους τρόπους και στους τόπους, μας είναι πάντα ευπρόσδεκτες. Με άνεση κυνηγάει και κερδίζει θραύσματα ήχων από τόσο διαφορετικές φωνές όσο εκείνες του Μπουκόβσκι και του Μπόρχες, και μετά, πάλι με άνεση, κατακτημένη χρόνια τώρα, δεκαετίες τώρα, ενσωματώνει τα θραύσματα αυτά στα κτίσματα/κτερίσματα που φτιάχνει και δωρίζει. Συναντάς τη Σούζαν Σόνταγκ στα γραπτά του, σε ένα κείμενο που συνομιλεί με τις σπαρταριστές δοκιμές του Ρομπέρτο Μπολάνιο («Η ναζιστική τέχνη είναι αντιδραστική, μένει προκλητικά έξω από το κύριο ρεύμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας του αιώνα μας. Αλλά γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει κερδίσει τη θέση του έχει στον σύγχρονο κόσμο»), μα και τον Τζουνιτσίρο Τανιζάκι («Το πινέλο μου ζωγράφιζε από μόνο του, ανεξάρτητα από τη δική μου θέληση») σε ένα νεύμα του Βέη προς τον Ρολάν Μπαρτ και το περίφημο πόνημά του Η Επικράτεια των Σημείων (μτφρ. Κατερίνα Παπαϊακώβου, εκδ. Ράππα). Όπως και τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, έτσι και τον Βέη τον συνέχει ένα πάθος για τη γεωγραφία. Τον Βέη τον κινεί η μετακίνηση. Ο Βέης βρίσκεται διαρκώς στο βασίλειο της χαρτογραφίας. Παντού – μαρτυρίες, μεταμορφώσεις, να πώς τιτλοφορεί το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε (εκδ. Κέδρος).
2.
Ο Σπύρος επιμένει πως η τζαζ τού φέρνει υπνηλία. Κι εγώ επιμένω, με χαρά, ότι η ποίηση του Αντώνη Τσόκου (Αθήνα, 1976) στο βιβλίο Ένα ποτήρι ακόμη, Τσαρλς (εκδ. Γαβριηλίδης) όχι μόνο είναι φονιάς των χασμουρητών αλλά και απογειώνει πνεύμα και αισθήσεις, καθώς τη διαβάζω στο καφενεδάκι της θεσπέσιας πλατείας Καρύτση, εκεί όπου θα απολαύσεις την καλύτερη ομελέτα με πατάτες παγκοσμίως. Η καλή ποίηση θάλλει, κι ας λένε. Τη συναντάς και σε συναντάει, και ανταλλάσσετε σύνθημα και παρασύνθημα. Και μετά, το γλεντάτε παρέα. Το ποίημα/σύνθημα: «Ήταν αλήτης». Λέει: «Στα μάτια του κόσμου ο Μπιλ ήταν αλήτης./ Μη ρωτήσετε γιατί. Ήταν αλήτης./ Έτσι είχε γεννηθεί./ Δεν τίθεται θέμα συμπόνιας./ Κλοτσούσε απ' την κοιλιά της μάνας του./ Κλοτσούσε. Την κοιλιά της μάνας του./ Έβαζε δυο δυο τις γυναίκες στην μπανιέρα./ Γεμίζοντάς την πρώτα/ με σαπούνι και γυαλιά σπασμένα./ Ευθύς αμέσως / καβαλούσε μηχανή κι εξαφανιζόταν./ Έπινε ηδύποτα σε μνημόσυνα αγνώστων / σπάζοντας πορσελάνινα σερβίτσια./ Φέρνοντας στο κέφι χαροκαμένους συγγενείς./ Έσφαζε καρπούζια μπρος στα μάτια / ανυποψίαστων παραθεριστών./ Αφαιρώντας τις καρδιές τους / με επιστημονική ακρίβεια./ Έκλεβε μαύρα κομπινεζόν / κι έντυνε μουτρωμένα σκιάχτρα στα χωράφια.// Σφαλιάριζε τους κληρικούς / της ενορίας του Αγίου Σάββα,/ αναγκάζοντάς τους να τον κυνηγούν / με ράσα σηκωμένα ως τα γόνατα./ Στα μάτια του Μπιλ ο κόσμος ήταν αλήτης./ Μη ρωτήσετε γιατί./ Ήταν αλήτης./ Τον φυλάκιζε απ' την κοιλιά της μάνας του./ Τον φυλάκισε. Στην κοιλιά της μάνας του. Στο κεφάλι του επικρατούσε χάος.// Ο μόνος τρόπος να αποδεχτείς τον Μπιλ / ήταν να αφεθείς στην αλητεία του». Το ποίημα/παρασύνθημα: «Ξέρεις τι θα 'θελα» (αφιερωμένο στο Σπύρο και στη Χριστίνα Παπαϊωάννου). Λέει: «Να είναι Μάιος./ Δώδεκα και μισή το μεσημέρι./ Να φορώ το αγαπημένο μου μπλε πουκάμισο / και να πίνω παγωμένη μπίρα στο Use./ Να περιεργάζομαι το μεταλλικό μπολάκι / με τους ξηρούς καρπούς και τις σταφίδες./ Τα περιστέρια να τρώνε κέικ σοκολάτας./ Να μυρίζει έντονα καυσαέριο./ Απ' το απέναντι παράθυρο/ ν' ανεμίζει η λευκή κουρτίνα./ Να αγναντεύω τη βιτρίνα / του Μωβ Σκίουρου / και να σε περιμένω / να μισήσουμε την άνοιξη μαζί».
Πέτρες πεταμένες απ' την προβλήτα. Λείος λόγος, στακάτες στιλπνές συνάξεις λέξεων, φράσεις φερμένες από πολύ μακριά, από αιώνες πριν, που λάμνουν και λάμπουν ξανά, ποίηση του σάρκινου στοχασμού. Ο Αιμίλιος Βέζης (Θεσσαλονίκη, 1942) περνάει από τη Χαρακτική (εκδ. Γαβριηλίδης) του 2005 στα Χαράγματα (εκδ. Πόλις) του 2015. Μια δεκαετία από τη δράση στο αποτέλεσμα της δράσης. Μια θητεία που κάνει την ποίησή του πιο μεστή, πιο βέβαιη. Μια ποίηση με τη βαρύτητα και την αντοχή της πέτρας. Πέτρες μνήμες, πέτρες μνήμες, πέτρες μνήμες. Και οι μνήμες είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για να ξαναπιάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Και όπως μας λέει ο ποιητής, «Επείγει να ξαναπιάσουμε / τα πράγματα από την αρχή». Πηγαίνοντας πίσω, θα πάμε μπροστά, μαθαίνοντας πού βρισκόμαστε τώρα.
Τα βιβλία της εικόνας:
1.Γιώργος Βέης, Παντού – μαρτυρίες, μεταμορφώσεις, Εκδόσεις Κέδρος, Σελίδες: 316
2. Αντώνης Τσόκος, Ένα ποτήρι ακόμη, Τσαρλς, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Σελίδες: 62
3. Αιμίλιος Βέζης, Χαράγματα, Εκδόσεις Πόλις, Σελίδες: 47
σχόλια