ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΟΥ κιόλας βιβλίο, ο Παύλος Μεθενίτης φλερτάρει με τους ήρωες που βαδίζουν στα σκοτεινά: αποσυνάγωγους, λούζερ, χαμένους κάπου μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αντάρτες που έφτασαν να αλληλοεξοντωθούν γιατί στην πείνα τους πάνω κατανάλωσαν παραισθησιογόνα μανιτάρια –η πραγματική ιστορία που κρύβεται πίσω από το «Αμανίτα Μουσκάρια»–, πρωταγωνιστές που οικειοποιούνται ξένες ταυτότητας στον «Άλλο».
Στο νέο του βιβλίο, που εγκαινιάζει τη «μεταγραφή» του από τις εκδόσεις Καστανιώτη στον Εύμαρο, με τον τίτλο Άδειο Άλογο ο συγγραφέας φτάνει την έννοια της αποξένωσης από το περιβάλλον και τον εαυτό στα άκρα: ο απολυμένος ήρωάς του, ένας καθημαγμένος λούζερ που βλέπει την αγαπημένη του γυναίκα να τον εγκαταλείπει για το αφεντικό του και άλλοτε καλύτερό του φίλο, τα χάνει και οπλισμένος με ένα Μόσμπεργκ ορκίζεται να εκδικηθεί – ή μήπως το έχει κάνει ήδη;
Η εναρκτήρια σκηνή ενός δυνάμει σπλάτερ με τον αιματοβαμμένο αντικατοπτρισμό του συγγραφέα να μοιάζει με αυτόν ενός άδειου αλόγου δίνει το στίγμα αυτού που θα ακολουθήσει: μια ονειροπαγίδα ή ένας εφιάλτης που υψώνεται πάνω από το παραλήρημα του ήρωα, ο οποίος, σημειωτέον, έτσι κι αλλιώς δεν κοιμάται ποτέ.
Πρόκειται για ένα άκρως ευρηματικό, κομμένο στα ελληνικά μας μέτρα science fiction, που σκοπό έχει να αποτινάξει κάθε ικμάδα λογικής και ισορροπίας από τον ταραγμένο νου και κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη να καταθέσει το δικό του εκρηκτικό μανιφέστο κόντρα σε μια κοινωνία που δεν κατάφερε ποτέ να χωρέσει τους χαμένους.
Καινοφανής, λοιπόν, ο τρόπος που ένα αντι-μυθιστόρημα φτιαγμένο από φραγκμέντα, εικόνες καταστροφής, θεωρίες συνωμοσίας, όλα σχεδόν αποκυήματα ενός κατεστραμμένου μυαλού σε εποχές πλήρους ισοπέδωσης συμβιώνει απόλυτα και παράλληλα με την πραγματικότητα του αντι-ήρωα.
Πρόκειται για ένα άκρως ευρηματικό, κομμένο στα ελληνικά μας μέτρα science fiction, που σκοπό έχει να αποτινάξει κάθε ικμάδα λογικής και ισορροπίας από τον ταραγμένο νου και κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη να καταθέσει το δικό του εκρηκτικό μανιφέστο κόντρα σε μια κοινωνία που δεν κατάφερε ποτέ να χωρέσει τους χαμένους.
Προ πολλού κατεστραμμένος, ο Ηλίας Πανταζής αναγκάστηκε να μοιραστεί από νεαρός ακόμα τις επιθυμίες και την αγαπημένη του XT 500 με τον κολλητό του τον Νίκο, τον οποίο πάντοτε θαύμαζε, να βλέπει τον πατέρα του να αγωνίζεται στο εργοστάσιο του Παπαστράτου για τα προς το ζην, ηττημένος από τους πολιτικούς αγώνες, να παρατηρεί τα όνειρά του καθώς συντρίβονται στο θρίλερ της καθημερινότητας.
Και εδώ είναι η σπουδαιότητα του Άδειου Αλόγου: ότι δεν χρειάζεται καμία ανεκδοτολογική, υπερβολική ιστορία φερμένη από την άκρη της Αμερικής, σαν αυτές που παρατίθενται σαν αντεστραμμένη πολιτική σάτιρα στο βιβλίο, όταν μιλάει η πιο σκληρή πραγματικότητα, με τα σενάριά της να ανταγωνίζονται την πιο ικανή επιστημονική φαντασία. Ο ήρωας, άλλωστε, που έχει βγει από τα όρια της λογικής και του εαυτού του, το ομολογεί παραπέμποντας απευθείας στον Στίβεν Κινγκ: «Νιώθω σαν κομπάρσος στον εφιάλτη κάποιου άλλου».
Στη ρητορική του βιβλίου που στήνεται μέσα από έναν παραληρηματικό λόγο, ο οποίος ακροβατεί μεταξύ των σεναρίων του Οικονομίδη και των αυτοαναφορικών μονολόγων του Ουελμπέκ, αντιπαραβάλλονται διάφορα ρητά, λατινικές φράσεις, επαναλήψεις, σύμφυτα με τις μεγαλομανείς εκλάμψεις του μισάνθρωπου ήρωα.
Και όμως σε αυτόν τον φανατισμένο, οργισμένο, θυμωμένο, σεξιστικό και άκρως αρνητικό λόγο αυτού του άκρως αντιδραστικού λούζερ φαίνεται να λάμνει κάτι μεγάλο: η ανείπωτη αγάπη για τον γιο του και για την πιο αθώα του πλευρά που έχει εντελώς χαθεί.
Και κάπου εδώ προκύπτουν κάποιες ανέλπιστες εκφράσεις τρυφερότητας, ποτισμένες με μπόλικες δόσεις χιούμορ, που μας κάνουν να θυμόμαστε πως τρελοί, κακοί, ανάποδοι, χαμένοι και κερδισμένοι, είμαστε όλοι άνθρωποι κάτω από ένα απέραντο σύμπαν που μας κοροιδεύει και μας περιγελά: «Όπως οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως οι μηχανές, όπως τα αστέρια που κάποια στιγμή μετά από πολλά χρόνια σκάνε, κάνουν ένα κοσμικό μπαταμπούμ! και εκτοξεύουν τα υλικά τους στο διάστημα. Κοσμικά μπάζα, μεγάλε. Τα οποία κάποια στιγμή θα συνεχίσουν να συμπυκνώνονται, να θερμαίνονται, να στροβιλίζονται και, ορίστε! Ένας καινούργιος ήλιος, ένας ήλιος-μωρό, από τα υλικά των παλιότερων! Που θα μεγαλώσει κι αυτός, θα ωριμάσει, θα γεράσει και θα πεθάνει, όπως εγώ, όπως ο γιος μου, που κι αυτός, όπως εγώ, όπως όλοι, είμαστε αστρόσκονη με αυτοσυνείδηση. Η απόλυτη ανακύκλωση».
Πού άλλωστε θα βρει κανείς την ελπίδα πέρα από την ποιητική μεταφορά και τη λογοτεχνία;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.