ΣΤΗ ΜΑΖΙΚΗ ΑΠΟΒΑΣΗ στις νέες τάσεις και σχήματα, υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που επιμένουν να σου θυμίζουν ότι η σχέση με τη γραφή είναι απλώς οι εμμονές σου: τα διαβάσματα, οι εικόνες στις οποίες ο συγγραφέας ομνύει φανατικά, οι επιθυμίες, όλα όσα επανέρχονται για να γκρεμίσουν τις αμφιβολίες.
Αυτή την απαράμιλλη επιστροφή σε συγκεκριμένους συγγραφείς και διαβάσματα αλλά και την πίστη ότι πριν από τη γραφή υπάρχουν οι άνθρωποι εκφράζει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ένας συγγραφέας που ποτέ δεν φοβήθηκε να συνδέσει το όνομά του με το καθημερινό και το υπάρχον.
Συγκινητικός ο τρόπος που αναπαριστά ένα ολόκληρο κλίμα συνεπούς φιλίας μεταξύ ανθρώπων που τους ένωναν οι κοινές αγάπες για τα βιβλία, και κυρίως ο φόρος τιμής στους ανθρώπους του συγγραφέα που έφυγαν από τη ζωή μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία
Ως γραφιάς που ακολούθησε τα σήματα της εποχής του προτιμώντας την ανθρώπινη μυρωδιά από τη στωική απομάκρυνση, δεν θα μπορούσε παρά με αντίστοιχη συνέπεια κάποια στιγμή να πετάξει μακριά τις προφάσεις των συγγραφικών προσωπείων και να μιλήσει έξω από τα δόντια για όλα όσα εμμονικά τον απασχολούν: την Αθήνα, την Ελλάδα, την καταγωγή του, τις συνήθειες αλλά και τα πιο στενά του πρόσωπα για τα οποία απερίφραστα ομολογεί πως είναι «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί».
Αυτός είναι άλλωστε ο τίτλος του αυτοβιογραφικού βιβλίου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος, με τριάντα έξι κείμενα για τις εμμονές, τις αγάπες και τα πάθη του συγγραφέα.
Η απενοχοποιημένη νοσταλγία ποτίζει τις σελίδες –ειδικά όταν ο Ραπτόπουλος μιλάει για αγαπημένους συγγραφείς όπως ο Στίβεν Κινγκ– και για παλιές, καλές παρέες.
Συγκινητικός ο τρόπος που αναπαριστά ένα ολόκληρο κλίμα συνεπούς φιλίας μεταξύ ανθρώπων που τους ένωναν οι κοινές αγάπες για τα βιβλία, και κυρίως ο φόρος τιμής στους ανθρώπους του συγγραφέα που έφυγαν από τη ζωή μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία: εκτός από τον πατέρα του, τη Λιλή και τον Μένη Κουμανταρέα, την Κάτια Λεμπέση, τον Νίκο Παναγιωτόπουλο.
Ίσως η αίσθηση της απώλειας να γέννησε και την ανάγκη για την επαναπραδιαγμάτευση με τους κεντρικούς αρμούς του σήμερα: την Ελλάδα όπου ζούμε ακόμα, αλλά τη βλέπουμε να βυθίζεται στην αχλή μιας νέας πραγματικότητας από όπου απουσιάζουν πλέον οι μεγάλες λογοτεχνικές διαμάχες, οι συγγραφικοί διαξιφισμοί, ακόμα και ο δημόσιος λόγος.
Αυτό το ηχόχρωμα μιας περιόδου που χάνεται και εδώ εκφράζεται φύσει και θέσει ως αυθόρμητη αμεριμνησία, αφού σκοπός είναι να καταγραφεί «ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί», δίνει το στίγμα μιας θετικής ενατένισης που ωστόσο περιλαμβάνει δυσκολίες, αμαρτίες και κυρίως λάθη.
Αν κάτι, επομένως, συνδέει τα κείμενα αυτά είναι οι περίσσειες δόσεις ειλικρίνειας με τις οποίες ο συγγραφέας μπορεί να παραδέχεται την ατελή του φύση: από τη δυσκολία τού να μάθει τέλεια ξένες γλώσσες μέχρι το να τα βρει πολιτικά με τη γυναίκα του, με τη συμπερασματική παραδοχή ότι η ατέλεια και η αδυναμία είναι άμεσα και αδιάσειστα συνυφασμένες με την ίδια την ανθρώπινη φύση, αφού «τίποτα ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.