ΣΕ ΜΙΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου και του Book of the Month το 1991 αναφορικά με το βιβλίο που έχει επηρεάσει περισσότερο τους βουλευτές και τα διάφορα μέλη των βιβλιοφιλικών λεσχών, η δεύτερη δημοφιλέστερη επιλογή μετά τη Βίβλο ήταν το Ο Άτλας επαναστάτησε της Άιν Ραντ. Το αποτέλεσμα δεν είναι τυχαίο, αφού βιβλία της πιο αμφιλεγόμενης ίσως μορφής των αμερικανικών γραμμάτων εξακολουθούν να δεσπόζουν στις πρώτες λίστες στην Αμερική, αγγίζοντας μέχρι στιγμή τις 35 εκατομμύρια πωλήσεις, ενώ τα άρθρα που γράφονται καθημερινά γι’ αυτήν προκαλούν μια σειρά από φλέγουσες αντιπαραθέσεις.
Σε μια σειρά από περσινά τους κείμενα οι αρθρογράφοι του «New Yorker» προσπαθούσαν να επαναπροσδιορίσουν το προφίλ της μέσα από τις αντιδράσεις που εξακολουθούν να προκαλούν οι θέσεις της στον 21ο αιώνα πάνω σε μια σειρά από ζητήματα όπως η ελευθερία του λόγου και της αγοράς, το cancel culture και ο ακραίος ατομισμός, η επιβολή του ισχυρού και η κατάργηση του κοινωνικού κράτους αλλά και η απόλυτη ελευθερία της σκέψης, μακριά από κάθε έννοια παρεμβατισμού.
Το σημαντικό είναι ότι ακόμα και μια οπαδός του απόλυτου σφρίγους και της εσωτερικής επάρκειας όπως η Ραντ τολμάει και βάζει την ηρωίδα της να σφάλλει και να χάνεται σε ένα κυκεώνα αμφιβολιών για το ποιος είναι τελικά ο κόσμος που θα ενσαρκώσει τα ιδανικά της.
Παραπέμποντας στη Ραντ, ο Ίλον Μασκ προσπάθησε να προασπιστεί το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου στο Χ, χωρίς ηθικούς φραγμούς, ενώ αντίστοιχες απόψεις της Ραντ παρέθεσε σε πρόσφατο λόγο του ο αντιπρόεδρος του Τραμπ, Τζ. Ντ. Βανς. Στον αντίποδα αυτών των θέσεων, η δημοσιογράφος, ιστορικός, ακτιβίστρια και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Λίζα Ντάγκαν, στο βιβλίο Κακό κορίτσι: Η Ραντ και η κουλτούρα της απληστίας προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει την κυριαρχία της Ρωσοαμερικανίδας συγγραφέως στον αμερικανικό δημόσιο λόγο με τον πλέον αμφιλεγόμενο τρόπο, χαρακτηρίζοντάς την «αισιόδοξα άσπλαχνη» και αναφέροντας συγκεκριμένες θέσεις των πρωταγωνιστών στα μυθιστορήματά της, οι οποίοι θεωρούν ότι δεν πρέπει να υφίστανται όσοι δεν είναι δυνατοί, ταλαντούχοι, εγωπαθείς και εύρωστοι. Σε μια εποχή που η woke culture επαναπροσδιορίζει την ατζέντα, φέρνοντας στο προσκήνιο όλους όσοι βρίσκονταν στο περιθώριο, ακόμα και τους ευάλωτους, οι απηνείς θέσεις της Ραντ μοιάζουν στα μάτια της δημοκρατικής Ντάγκαν τουλάχιστον καταδικαστέες. Αλλά είναι, όντως, έτσι;
Παρότι οι θεωρητικοί της φιλελεύθερης ιδεολογίας, όπως του Νόζικ, Ρεπουμπλικάνοι και νεοφιλελεύθεροι, όπως ο Άλαν Γκρίσμπαν, ο οποίος έθεσε τη Ραντ στον πυρήνα των θεωριών του για την ελεύθερη αγορά, ασπάστηκαν ασμένως τις θέσεις της, οι νεοσυντηρητικοί δεν είδαν με καλό μάτι όσα έλεγε υπέρ της άμβλωσης και της αθεΐας. Αρκετοί, μάλιστα, από το πεδίο των Δημοκρατικών παραδέχτηκαν ότι πολλά έργα της, π.χ. το Ο Άτλας επαναστάτησε, προανήγγειλαν με ακρίβεια την κρίση και τα πολλαπλά οικονομικά αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου, αφού η Ραντ δεν υπήρξε ποτέ οπαδός μιας αφηρημένης ουτοπίας.
Ήξερε τα αδιέξοδα της Αμερικής και προφήτευε την έλευση του νέου κόσμου που θα διέψευδε κατάφωρα τις ελπίδες για την επικράτηση μιας ανοιχτής κοινωνίας. Είχε, όμως, αγαπήσει βαθιά την ελευθερία σε μια χώρα που της επέτρεψε να γράφει ταυτόχρονα σενάρια για τον κινηματογράφο και άκρως πετυχημένα μυθιστορήματα, τα οποία έγιναν φορείς των ιδεών της, αλλά και να καταξιωθεί ως η ριζοσπαστική θεωρητικός του αντικειμενισμού, μιας θεωρίας που προσπάθησε να συγκεράσει τις ριζοσπαστικές έως ακραίες ιδέες της για την ελεύθερη αγορά με την αριστοτελική φιλοσοφία.
Επιπλέον, η Ραντ δεν σταμάτησε να προασπίζεται τη μινχαρχία (δηλαδή το ελάχιστο κράτος), τον ατομισμό αλλά και την αξιοκρατία, κάτι που εν πολλοίς δικαιολογείται από την τραυματική της εμπειρία στη σταλινική Ρωσία, απ’ όπου κατάγεται.
Γεννημένη σε μια αστική οικογένεια Ρωσοεβραίων στις 2 Φεβρουαρίου του 1905, στην Αγία Πετρούπολη, κόρη φαρμακοποιού και απόφοιτος Πανεπιστημίου, η Αλίσα Ζινόβιβνα Ρόζενμπουμ (όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Άιν Ραντ) κατάφερε να εξασφαλίσει βίζα το 1925 για να επισκεφτεί στην Αμερική. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τους επιβλητικούς ουρανοξύστες που έσκιζαν τον ουρανό ως το απόλυτο κατόρθωμα της μηχανικής και του Ανθρώπου που την έκαναν, όπως εκ των υστέρων ομολογούσε, να κλάψει με “μεγαλειώδη δάκρυα”.
Οι γυάλινοι Πύργοι έγιναν οι πυλώνες στην οποία στήριξε την κοσμοθωρία της με τον απόλυτο νιτσεικό της ηγέτη Τζον Γκολτ να ηγείται στο “Άτλας Επαναστάτησε” μιας απεργίας επιχειρηματιών εναντίον του κρατισμού. Όσο για το μόνιμο ερώτημα που πλανάται σε όλο το βιβλίο είναι “ποιος είναι ο Τζον Γκολντ”, δηλαδή αυτός ο αντεστραμμένος υπερήρωας που επέμενε ότι οι κοινωνικές ευαισθησίες δεν πρέπει να εμποδίζουν την εξέλιξη του ατόμου, έγινε το μότο των Συντηρητικών. Ο Γκολντ παραμένει ο ήρωας των Ρεπουμπλικάνων καθώς στις σημερινές προεκλογικές συγκεντρώσεις τους οι Τραμπικοί λανσάρουν πλακάτ το σύνθημα “Θυμηθείτε τον Τζον Γκολντ” με τον Πρόεδρο τους να επιμένει ότι το “Κοντά στον Ουρανό” είναι το βιβλίο που του άλλαξε τη ζωή (ενδεχομένως και το μόνο που έχει διαβάσει).
Γιατί όμως τώρα Άιν Ραντ; Γιατί στη χώρα που φαίνεται να είναι στα πρόθυρα του Εμφυλίου και μαστίζεται από τις ακρότητες κεντρικά θέματα όπως η ελευθερία του λόγου, η κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς ή ακόμα και οι αμβλώσεις επανέρχονται στο προσκήνιο όπως και η συζήτηση για τον κόσμο που ζούμε, που, όπως έλεγε η πρωταγωνίστρια της Ραντ, Ντάγκνι Τάγκαρτ στο “Ο Άτλας Επαναστάτησε” δεν είναι “καθόλου αυτός που περίμενα”. Ακόμα και ο αγώνας για ελεύθερη σκέψη στα απολυταρχικά καθεστώτα είναι σαφές ότι παραμένει κεντρικό αιτούμενο και όχι μόνο στη Ρωσία.
Για μια νέα που, όπως η πρωταγωνίστρια της, Κίρα στο “Εμείς οι ζωντανοί”-που επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος σε μετάφραση Έφης Καλλιφατίδη-προσπάθησε να το σκάσει από τα ελεγχόμενα από παντού ασφυχτικά τοπία της τότε Σοβιετικής Ένωσης για να βρει την άγνωστη, σε αυτά τα μέρη, ευτυχία, δεν ετίθετο καν το ερώτημα της κοινωνικής συνοχής, προφανώς επειδή, στα μάτια της, ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τον απόλυτο κρατισμό και τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό που είχε βιώσει στη χώρα της. Όλα αυτά, δηλαδή, που περιγράφει στις σελίδες της με τον πιο σκληρό τρόπο, με τη διαφορά ότι η Κίρα, η οποία προσπαθεί να βρει μια δουλειά για να επιβιώσει στην άλλοτε Αγία Πετρούπολη περιμένοντας για ώρες στην ουρά για ένα δελτίο, αντί για ιστορικός όπως ήταν Ραντ ονειρεύεται να γίνει μηχανικός ενώ εκδιώκεται για τις πολιτικές ιδέες από το Πανεπιστήμιο.
Θεωρεί τον εαυτό της έναν “καλό στρατιώτη” σε έναν άνισο αγώνα με ένα ισοπεδωτικό κράτος αλλά με μοναδικό όπλο το μυαλό της και τη ζωτική της ορμή-μια παράδοξη Σκάρλετ Ο Χαρά, μεταφερμένη στα κομμουνιστικά συγκείμενα. Νιώθει και εκείνη να παλεύει κόντρα σε όλα ενώ ακόμα και ο έρωτας, όπως αποδείχθηκε για την ίδια τη Ραντ, παραμένει πηγή άλυτων γρίφων: από τη μια ο αριστοκράτης Λέο, που νιώθοντας να συνθλίβεται από την αναλγησία του καθεστώτος, χάνει σταδιακά το κουράγιο του και από την άλλη ο Αντρέι, ο αφοσιωμένος θιασώτης της κομμουνιστικής επανάστασης και μέλος της μυστικής αστυνομίας, που προσπαθεί να μην απολέσει την ακεραιότητα και την ανθρωπιά του.
Η Ραντ παρασυρμένη αναμφίβολα από όλα όσα είχε βιώσει, αποπειράται στο “Εμείς οι Ζωντανοί” να αποδώσει με τρόπο παραστατικό όλο το εύρος όλων των συγκρούσεων-προσωπικών, πολιτικών, ιδεολογικών-και κυρίως να καταδείξει τη σταδιακή μεταμόρφωση μιας ιδεολογικής επανάστασης σε απολυταρχική εξουσία. Οι αριστοτεχνικές περιγραφές της Πετρούπολης και των αχανών σοβιετικών τοπίων-εκπληκτική η ποιητική απόδοση των χιονισμένων τόπων-λειτουργούν αντιστικτικά στη μικρόνοια συγκεκριμένων πολιτικών εκπροσώπων και αποδίδουν τον αντίκτυπο που είχαν οι μεγάλες ιδέες στις νεανικές ψυχές.
Το σημαντικό είναι ότι ακόμα και μια οπαδός του απόλυτου σφρίγους και της εσωτερικής επάρκειας όπως η Ραντ τολμάει και βάζει την ηρωίδα της να σφάλλει και να χάνεται σε ένα κυκεώνα αμφιβολιών για το ποιος είναι τελικά ο κόσμος που θα ενσαρκώσει τα ιδανικά της. Ίσως γιατί το σφάλμα είναι το απόλυτο προνόμιο της ελεύθερης σκέψης, όπως και η δυνατότητα επιλογής, την οποία προασπιζόταν η Ραντ, παρά τις απόλυτες θέσεις της, μέχρι τον θάνατό της, στην αγαπημένη της Νέα Υόρκη, το 1982.
Αλλά, όπως έγραφε εξηγώντας η ίδια το σκεπτικό του “Εμείς οι ζωντανοί”: “Δεν είναι ένα μυθιστόρημα για τη Σοβιετική Ρωσία αλλά για τον άνθρωπο ενάντια στο κράτος. Το βασικό του θέμα είναι η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής-και χρησιμοποιώ τη λέξη ιερότητα όχι με μυστικιστική χροιά αλλά με την έννοια της υπέρτατης αξίας.”
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.