«ΑΝΟΙΞΑ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ και είδα κάτι που αρχικά νόμισα πως ήταν κινηματογραφικό φιλμ. Μα, καθώς το παρακολουθούσα, αντιλήφθηκα ότι δεν επρόκειτο για ταινία αλλά για ειδήσεις. Είχα καρφώσει τα μάτια μου στην οθόνη βλέποντας να καταρρέουν, πρώτα ο ένας, μετά ο άλλος, οι δίδυμοι πύργοι του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου της Νέας Υόρκης.
Και τότε χαμογέλασα. Ναι, όσο ποταπό κι αν ακούγεται, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να νιώσω ξεχωριστή ευχαρίστηση (…). Εκείνη τη στιγμή, δεν σκεφτόμουν τα θύματα της επίθεσης – συγκινούμαι πολύ όταν πεθαίνει ο ήρωας μιας τηλεοπτικής σειράς, με τον οποίο έχω συνδεθεί. Όχι, με είχε απορροφήσει ο συμβολισμός του πράγματος, το γεγονός ότι κάποιος κατάφερε ένα τόσο εμφανές, ολέθριο χτύπημα στην Αμερική».
Γεννημένος το 1971 στη Λαχώρη, με σπουδές νομικών στο Πρίνστον και το Χάρβαρντ, με πακιστανική και βρετανική υπηκοότητα και δημοσιογραφική θητεία σε έντυπα όπως η «Guardian» και οι «Νew York Τimes», ο συγγραφέας του «Απρόθυμου φονταμενταλιστή» ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει ν’ ακροβατείς μεταξύ δύο ταυτοτήτων.
Η παραπάνω, διόλου πολιτικά ορθή δήλωση δεν γίνεται από έναν ορκισμένο εχθρό των ΗΠΑ, κάθε άλλο. Γίνεται από έναν νεαρό πακιστανικής καταγωγής, πρώην υπότροφο του Πρίνστον και στη συνέχεια παχυλά αμειβόμενο στέλεχος μεγάλης αμερικανικής εταιρείας.
Και αποτελεί μέρος της χειμαρρώδους εξομολόγησής του που απλώνεται στον «Απρόθυμο φονταμενταλιστή» του Μοχσίν Χαμίντ (μτφρ. Π. Ισμυρίδου, Πάπυρος, 2008), ένα μυθιστόρημα, το δεύτερο στη σειρά, του επίσης πακιστανικής καταγωγής συγγραφέα, που βρέθηκε το 2007 στη βραχεία λίστα των υποψηφίων για Booker, μοσχοπουλήθηκε και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, μεταφράστηκε σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από την Ινδή κινηματογραφίστρια Μίνα Ναΐρ.
Γραμμένο σε μορφή μονολόγου, το μυθιστόρημα του Χαμίντ δίνει φωνή σ’ έναν σύγχρονο «γενίτσαρο» ονόματι Τσανγκέζ, έναν συνεπέστατο υπηρέτη μέχρι πρότινος της αμερικανικής αυτοκρατορίας, που από την 11η Σεπτεμβρίου κι έπειτα παύει να νιώθει άνετα στη χώρα που λογάριαζε για δεύτερη πατρίδα του.
Κι αυτό ακριβώς αφηγείται ο γενειοφόρος πλέον ήρωας στον μυστηριώδη και ενδεχομένως οπλοφορούντα Αμερικανό που κάθεται πλάι του σ’ ένα καφενείο της Λαχώρης και ακούει την ιστορία της ζωής του χωρίς να τον διακόψει ούτε στιγμή: με τι προσδοκίες είχε φύγει από το Πακιστάν και πόσο μπερδεμένος επέστρεψε ξανά στη γενέτειρά του, εγκαταλείποντας μια καριέρα που θα ζήλευαν πολλοί και αποχαιρετώντας την αλά Γκουίνεθ Πάλτροου και ψυχικά ταλαιπωρημένη κοπέλα που είχε κλέψει την καρδιά του.
Γόνος μιας καλοστεκούμενης οικογένειας της Λαχώρης, με παππού δικηγόρο και πατέρα αγγλοσπουδαγμένο, ο Τσανγκέζ, που δεν έγινε ποτέ «Αμερικανός» αλλά έγινε αμέσως «Νεοϋορκέζος», τ’ ομολογεί: η τεράστια ανισότητα μεταξύ των ΗΠΑ και του εξαρτώμενου από την ξένη βοήθεια Πακιστάν, η έλλειψη ευγένειας των συμφοιτητών του, που συμπεριφέρονταν σαν ν’ ανήκουν στην παγκόσμια κυρίαρχη τάξη, το ανελέητο κυνήγι της «μέγιστης απόδοσης» από την εργοδότρια εταιρεία του και η συγκαλυμμένη συγκαταβατικότητα ορισμένων απέναντί του, όλα αυτά τον πίκραιναν εξαρχής, αλλά όχι σε σημείο ν’ ακυρώσουν το «αμερικανικό όνειρό» του.
Βλέποντας, όμως, την υπερδύναμη να παραδίνεται στην «επικίνδυνη νοσταλγία» των πολεμικών ιαχών, να εισβάλλει στο Αφγανιστάν και, παραμονές μιας ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, να τηρεί και απ’ τις δύο ίσες αποστάσεις, ο Τσανγκέζ αρχίζει να σπάει.
«Μου φάνηκε σκέτη ειρωνεία» λέει, ανακαλώντας τις σκέψεις που έκανε αναχωρώντας από τη Λαχώρη έπειτα από μια σύντομη επίσκεψη στους δικούς του εκείνες τις ταραγμένες μέρες: «Όταν επίκειται πόλεμος, υποτίθεται ότι φροντίζεις να απομακρυνθούν τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι, αλλά στη δική μας περίπτωση έφευγαν οι ακμαιότεροι και τα πιο λαμπρά μυαλά, αυτοί που σε παλαιότερες εποχές υποτίθεται ότι θα ήταν οι πρώτοι που θα έμεναν. Σιχάθηκα τον εαυτό μου…». Εφεξής του είναι αδύνατο ν’ αφοσιωθεί με αυταπάρνηση στη δουλειά του. Οι «παρωπίδες» του έχουν κάνει φτερά. Και πριν καν γίνει και ο ίδιος στόχος της αντιτρομοκρατικής υστερίας που συνεπαίρνει τις ΗΠΑ, αποχωρεί, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του.
Τι απέγινε ο Τσανγκέζ; Και σε ποιον απευθύνεται τελικά; «Μη φαντάζεστε πως όλοι εμείς οι Πακιστανοί είμαστε δυνάμει τρομοκράτες, όπως κι εμείς αντίστοιχα δεν πρέπει να θεωρούμε όλους τους Αμερικανούς μυστικούς πράκτορες και φονιάδες», λέει στον βουβό συνομιλητή του προς το τέλος του βιβλίου. Κι όμως, όλα είναι πιθανά. Γιατί, εν τω μεταξύ, ο θυμός του έχει θεριέψει, ενώ μαίνεται και ο πόλεμος στο Ιράκ. Ο Μοχσίν Χαμίντ, ωστόσο, αρνείται να το ξεκαθαρίσει.
Γεννημένος το 1971 στη Λαχώρη, με σπουδές νομικών στο Πρίνστον και το Χάρβαρντ, με πακιστανική και βρετανική υπηκοότητα και δημοσιογραφική θητεία σε έντυπα όπως η «Guardian» και οι «New York Times», ο συγγραφέας του «Απρόθυμου φονταμενταλιστή» ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει ν’ ακροβατείς μεταξύ δύο ταυτοτήτων. Αυτό ήθελε να δείξει. Και το έκανε με δεξιοτεχνία, ειλικρίνεια και νηφαλιότητα, θυμίζοντάς μας ότι ο κόσμος είναι πολύ πιο περίπλοκος από την εικόνα που δίνουν τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί.