ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ τα κότσια ν' αλλάξει κάμποσες φορές τη ζωή της, η Ντόρις Λέσινγκ (1919-2013) υπήρξε μια ταξιδιώτισσα του 20ού αιώνα που υπερασπίστηκε ουμανιστικές αξίες χωρίς να εγκλωβιστεί σ' ετοιματζίδικες σκέψεις και δόγματα, μια ορκισμένη αντάρτισσα απέναντι στη βαρβαρότητα –του απαρτχάιντ, του πολέμου, του ολοκληρωτισμού– με μοναδικό όπλο την τέχνη της.
Γεννημένη στην Περσία από Εγγλέζους γονείς, η μετέπειτα συγγραφέας της «Καλής τρομοκράτισσας», του «Ένας καλός γάμος», του «Αγάπη ξανά», βρέθηκε στα πέντε της στη σπαρασσόμενη από φυλετικές διακρίσεις Ροδεσία και πριν καλά καλά μπει στην εφηβεία διεκδίκησε την ελευθερία της: εγκατέλειψε το θρησκευτικό σχολείο όπου φοιτούσε και φρόντισε να βιοπορίζεται ως γκουβερνάντα ή τηλεφωνήτρια, συμμετέχοντας παράλληλα σε αριστερές οργανώσεις.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1950 με το «Τραγουδάει το χορτάρι», έργο εμπνευσμένο από τις ρατσιστικές εντάσεις στην Αφρική. Είχε μόλις εγκατασταθεί στη Βρετανία μαζί με το μικρότερο από τα τρία παιδιά της, έχοντας δύο αποτυχημένους γάμους πίσω της.
Εκείνη την περίοδο θα στρατευόταν στο βρετανικό Κ.Κ., απ’ το οποίο σύντομα θ’ αποχωρούσε απογοητευμένη, δίνοντας έκτοτε τη μάχη ως ενεργό μέλος του φιλειρηνικού κινήματος και ακτιβιστικών οργανώσεων εναντίων των πυρηνικών όπλων και των φυλετικών διακρίσεων.
Το μυθιστόρημα που έμελλε να την κάνει διάσημη δεν ήταν άλλο από το «Χρυσό σημειωματάριο» (1962): ένα ευαγγέλιο για τις φεμινίστριες και λαμπρό δείγμα μεταμοντέρνας γραφής, ένα «από τα ελάχιστα εκείνα βιβλία που διαμόρφωσαν την αντίληψη του 20ού αιώνα για τη σχέση άντρα και γυναίκας», όπως αποφάνθηκε η Σουηδική Ακαδημία απονέμοντάς της την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση το 2008.
Στη μυθιστορηματική εκδοχή της ζωής της μητέρας της, η Λέσινγκ δείχνει την Έμιλι άκληρη και ριζωμένη στην Αγγλία, να μένει σύντομα χήρα από τον γιατρό που είχε σφόδρα ερωτευτεί και παντρευτεί, και να παίζει στη συνέχεια σημαντικό ρόλο στον δημόσιο βίο, διοχετεύοντας την περιουσία της σε φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Την ίδια ακριβώς περίοδο, η Λέσινγκ έδινε στον εκδότη της τα χειρόγραφα του «Άλφρεντ και Έμιλι», γνωρίζοντας πως αυτό το βιβλίο, με τα ονόματα των γονιών της για τίτλο, θα 'ταν σίγουρα το τελευταίο της. «Δεν έχω πια ενέργεια για γράψιμο» παραδεχόταν δημόσια: «Κάποτε είχα τόση που δεν ήξερα πώς να την ξοδέψω, αλλά τώρα νιώθω πως όλα μου τ’ αποθέματα στέρεψαν. Όταν είσαι νέος, νομίζεις πως θα πλέεις σε μια υπέροχη λίμνη σιωπής και γαλήνης, αλλά τίποτε ψευδέστερο απ’ αυτό».
Μολονότι ο «Καστανιώτης» είχε εξασφαλίσει από τότε τα δικαιώματα του βιβλίου, η ελληνική έκδοσή του έμελλε να κυκλοφορήσει μετά τον θάνατο αυτής της σπουδαίας γυναίκας, τον Νοέμβριο του 2013. Κι όπως γίνεται σαφές από τον πρόλογο που το συνοδεύει, το κύκνειο άσμα της Λέσινγκ ήταν η τελευταία της απόπειρα να ξεφύγει από την «τερατώδη» κληρονομιά που τη βάραινε: τη σκιά του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε ρημάξει τη ζωή των γονιών της, τυλίγοντας και την ίδια από την ημέρα που γεννήθηκε.
Το «Άλφρεντ και Έμιλι» (μετ. Μ.-Ρ. Τραΐκογλου) αποτελείται από δύο σχεδόν ισομεγέθη μέρη, το ένα επινοημένο, το άλλο αυτοβιογραφικό. Το πρώτο αποτελεί μια σύντομη εκδοχή της ζωής που θα μπορούσαν να έχουν οι γονείς της συγγραφέως, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο Μεγάλος Πόλεμος, εκδοχή που τους θέλει ν’ ανθίζουν χωριστά, βασισμένη σε «τόνους φωνής, στεναγμούς, μελαγχολικά βλέμματα, σημάδια τόσο ασήμαντα, σαν κι αυτά που μπορούν να εντοπίζουν μόνο οι έμπειροι ιχνηλάτες».
Το δεύτερο μέρος, όμως, περιγράφει την αληθινή τους ιστορία, εστιάζοντας στην περίοδο που μοιράστηκαν με τα δυο παιδιά τους στη Νότιο Ροδεσία επί αποικιοκρατίας, έχοντας συνειδητοποιήσει πως ποτέ δεν πρόκειται να πλουτίσουν και ποτέ δεν θα καταφέρουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Στην προσπάθειά της να φανταστεί μια άλλη ζωή για τον μπαμπά της, η Λέσινγκ καθόλου δεν δυσκολεύτηκε. Ο Άλφρεντ Τάιλερ είχε μεγαλώσει παίζοντας με τ’ αγροτόπαιδα στα χωράφια και αγρότης ονειρευόταν να γίνει, όχι τραπεζικός υπάλληλος. Ωστόσο «δεν είχε το κεφάλαιο ν’ αγοράσει φάρμα, έτσι του χάρισα αυτό που λαχταρούσε η καρδιά του, τον έκανα Εγγλέζο γαιοκτήμονα» διαβάζουμε.
Στην πραγματικότητα, αυτός ο σθεναρός και σφριγηλός άντρας που διέπρεπε στ’ αθλήματα, βγήκε από τα χαρακώματα σακάτης κι ως τα 62 του στηριζόταν σ’ ένα ξύλινο μαραφέτι αντί για πόδι, μιλούσε εμμονικά και ακατάπαυστα για τις πολεμικές εμπειρίες του, χώρια τις ταλαιπωρίες που υπέστη αργότερα ως διαβητικός. Αλίμονο, η ιατρική στις αρχές του 20ού αιώνα ούτε ανάλαφρα πρόσθετα μέλη είχε να προσφέρει, ούτε τη σημερινή ποικιλία αντικαταθλιπτικών…
Με τη μητέρα της η Λέσινγκ ποτέ δεν τα πήγε καλά. Το «Μάρθα Κουέστ», άλλωστε, το μυθιστόρημα που είδε το φως το 1952, ήταν η πρώτη ίσως εξιστόρηση μιας κόντρας δίχως κανόνες ανάμεσα σε μια μητέρα και την κόρη της.
«Τη μισούσα», γράφει και στο «Άλφρεντ και Έμιλι», ανακαλώντας την πρώτη από τις πολλές φορές που το έσκασε απ’ το σπίτι, στα έξι της! Οι μεταξύ τους μάχες ήταν «τιτάνιες». Τι αφορούσαν; «Τα πάντα, τίποτε, μα όσο απομακρυνόμουν, τόσο φούντωνε η μανία της».
Η Έμιλι Μακβί που, σε πείσμα της επιθυμίας του πατέρα της να σπουδάσει, είχε διαλέξει να γίνει και να διαπρέψει ως νοσοκόμα «ήταν γυναίκα με ξεχωριστά και διαφορετικά ταλέντα. Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο πιο αποτελεσματικό από εκείνη, τόσο οργανωτική ήταν. Όλα της τα ταλέντα, όλη της η ενέργεια είχαν επικεντρωθεί σε ένα άχαρο, θυμωμένο κορίτσι, που είχε μοναχά μια σκέψη στο μυαλό, πώς να την εγκαταλείψει».
Στη μυθιστορηματική εκδοχή της ζωής της μητέρας της, η Λέσινγκ δείχνει την Έμιλι άκληρη και ριζωμένη στην Αγγλία, να μένει σύντομα χήρα από τον γιατρό που είχε σφόδρα ερωτευτεί και παντρευτεί, και να παίζει στη συνέχεια σημαντικό ρόλο στον δημόσιο βίο, διοχετεύοντας την περιουσία της σε φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Η Ντόρις Λέσινγκ έπρεπε να γεράσει για να καταλάβει πόσο βασανισμένη ήταν κι η μάνα της, πόσο τα χαρακώματα κατέτρωγαν και τα δικά της σωθικά, πόσες ματαιωμένες επιθυμίες είχε θάψει στην αφρικανική λάσπη και τα λιμνάζοντα νερά. Από τη μεριά της, ουδέποτε συναίνεσε στις φιλοδοξίες που έτρεφε η μητέρα της γι’ αυτήν, ερήμην της. Αν μη τι άλλο, όμως, μπόρεσε ν’ αναγνωρίσει πως χάρη στις ιστορίες που της αφηγούνταν και στα βιβλία με την οποία την προμήθευε, έγινε η ίδια αυτό που έγινε.