Σάλτο μορτάλε στη λογοτεχνία και τη μαγειρική Facebook Twitter
Φωτο: Freddie F./LiFO

Ανδρέας Νικολακόπουλος: «Η μόδα με τους μάγειρες, ευτυχώς, φεύγει σιγά-σιγά»

0

Ο λόγος που συνάντησα τον Ανδρέα Νικολακόπουλο ήταν το νέο του βιβλίο «Σάλτος» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος, μια συλλογή 13 διηγημάτων με ήρωες ανθρώπους καταδικασμένους σε μια σκληρή μοίρα. Ήρωες που είναι έτοιμοι να κάνουν το σάλτο και να περάσουν από την άλλη πλευρά, κυριολεκτικά και συμβολικά, με «την παλιά λοξή ματιά» που βρίσκεις σε δημοτικά τραγούδια και ανατριχιαστικές αφηγήσεις ανθρώπων που έχουν δει πολλά αλλά έχουν επιλέξει να λένε λίγα.

Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος είναι συγγραφέας (το προηγούμενο, δεύτερο βιβλίο του, «Αποδοχή Κληρονομιάς», επίσης συλλογή διηγημάτων, ήταν στη βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας / Διηγήματος - Νουβέλας), αλλά η βασική του δουλειά είναι μάγειρας. Μαζί του μπορείς να μιλάς για ώρες χωρίς να βαρεθείς ποτέ, από την αγάπη του για τις παλιές μηχανές και τα βιβλία, μέχρι τη ζωγραφική και το φαγητό. Και έχει πολλά να πει. Αυτό είναι το ένα τρίτο από όσα κατέγραψε το μαγνητοφωνάκι εκείνη την ημέρα.  

«Εκεί που μεγάλωσα, στο χωριό πίσω από το μεγάλο δάσος με τις συστοιχίες πασχαλιών και τις ταξιανθίες βουνίσιων ασφόδελων, λόγιζα τον Σάλτο σαν σημείο που πηγαίναμε και γκρεμίζαμε τα γέρικα και τα κουτσά άλογα. Εκεί ξαπόστελναν και τα ανεπιθύμητα νεογέννητα κουτάβια ή μικρά γατιά οι συχωριανοί μου. Στο ίδιο μέρος πέταγε η μαμή τους ομφάλιους λώρους και τους πλακούντες από τις γέννες των ανθρώπων και ο παπάς τα ρούχα των νεκρών που πέθαναν από μάγια ή τα στρώματα των κρεβατιών που επάνω τους ξεψύχησαν οι ανύπαντροι που ξάπλωσαν και δεν εξύπνησαν ποτέ. Από εκείνο το βράχο πέταξε και ο παππούς μου τον λευκομέτωπο ντορή μας. Το ψηλό κοκκινότριχο άλογο που είχαμε, με το λευκό κατακούτελο σημάδι, που αρρώστησε από τεκνεφέσι, μέχρι που λαχάνιαζε ακόμα και στον ύπνο του…».

— Τι κάνει ένας συγγραφέας στην κουζίνα; Πόση μοναξιά νιώθει ανάμεσα σε μάγειρες;
Αν εννοείς τη μόρφωση, δεν είναι μόνο ακαδημαϊκή η μόρφωση που λείπει από τους μάγειρες. Λείπει γενικά η μόρφωση. Έχει περάσει όλο αυτό το μάτσο πράγμα στις κουζίνες επειδή ερμήνευσαν λάθος τον Μπουρντέν και τον Μάρκο Πιερ Γουάιτ. Έρχονται τα παιδιά φαντασμένα, με τατουάζ και μπλούζες με τα ονόματά τους, με γιαπωνέζικα μαχαίρια, κι αν τους ρωτήσεις «ξέρεις πέντε ποδοσφαιριστές της Μπαρτσελόνα» μπορούν να σου πουν, ενώ αν ρωτήσεις «ξέρεις πέντε Γάλλους μάγειρες της nouvelle cuisine;» δεν ξέρουν ούτε έναν. Ε, γίνε ποδοσφαιριστής.

— Μου αναφέρεις τον Μπουρντέν, αλλά ο Μπουρντέν ήταν ξεχωριστή περίπτωση, δεν ήταν αστοιχείωτος.
Ο Μπουρντέν μπορούσε να σου μιλήσει από Iggy Pop μέχρι φιλοσοφία. Το «Κουζίνα εμπιστευτικό» είναι φοβερά λογοτεχνικό, έχει συγκινησιακό ύφος. Οι κουζίνες είναι ένα μέρος που μαζεύει πολύ –όσο βαρύ κι αν ακουστεί– αμόρφωτο και αποτυχημένο κόσμο.

Η μόδα με τους μάγειρες, ευτυχώς, φεύγει σιγά-σιγά. Κάνω interview πολλά χρόνια και βλέπω ότι σταδιακά ξεφουσκώνει όλο αυτό, γιατί οι μάγειρες αρχίζουν και μιλάνε για τις σκληρές συνθήκες, για τα δεκαεξάωρα, τα harsh lights, το ότι δεν έχεις ποτέ ζωή. Γίνεται μεγάλη αλλαγή στις κουζίνες αυτήν τη στιγμή. Ευτυχώς, από τη μία, γιατί η δική μου γενιά απέτυχε να αλλάξει πράγματα, επειδή ήμασταν λεβέντες και βλάκες μαζί.

— Γιατί θέλουν τόσα παιδιά να γίνουν σεφ και ράπερ; Το θεωρούν κάτι εύκολο;
Καταστροφή, αυτό είναι καταστροφή. Η μόδα με τους μάγειρες, ευτυχώς, φεύγει σιγά-σιγά. Κάνω interview πολλά χρόνια και βλέπω ότι σταδιακά ξεφουσκώνει όλο αυτό, γιατί οι μάγειρες αρχίζουν και μιλάνε για τις σκληρές συνθήκες, για τα δεκαεξάωρα, τα harsh lights, το ότι δεν έχεις ποτέ ζωή.

Γίνεται μεγάλη αλλαγή στις κουζίνες αυτήν τη στιγμή. Ευτυχώς, από τη μία, γιατί η δική μου γενιά απέτυχε να αλλάξει πράγματα, επειδή ήμασταν λεβέντες και βλάκες μαζί. Θέλαμε να δείξουμε αλληλεγγύη, δουλεύαμε 16 ώρες και πάλι 16, αιώνια, μέχρι που στο τέλος δεν είχαμε ζωή. Δεν θυμάμαι ούτε καν πώς ήταν το Λονδίνο, έμπαινα στην κουζίνα το πρωί και έβγαινα από αυτή το βράδυ.

— Οι millennials έχουν άλλο πράγμα στο μυαλό τους, ο χρόνος γι’ αυτούς είναι πολύτιμος.
Νομίζω ότι έχουν απαιτήσεις, όχι υποχρεώσεις. Δουλεύω 23 χρόνια και κοίταξα τα ένσημά μου πριν από μια εβδομάδα. Αφαίρεσα τα οχτώ χρόνια στο εξωτερικό και έχω 2.500 ένσημα, δηλαδή τίποτα. Θα πεθάνω κάτω από γέφυρα στο τέλος. Και είναι πολύ άδικο, γιατί βρέθηκα να μαγειρεύω για δυο βασιλικές οικογένειες, στα βραβεία Νόμπελ, να κερδίζω ένα σωρό βραβεία, να έχω σούπερ CV και θα αναγκαστώ να δουλεύω μέχρι να γεράσω.

Ήδη βλέπω ότι δεν αντέχω το ίδιο στην κουζίνα με τότε που ήμουν τριάντα, γιατί η κουζίνα κάθε μέρα είναι διπλή βάρδια, είναι σκληρό πράγμα, είναι multitasking, έχει και σωματική και πνευματική κούραση.

— Τώρα δουλεύεις ως σεφ;
Είχα αναλάβει για τρία χρόνια ένα πεντάστερο ξενοδοχείο-resort στην Αντίπαρο, το Rooster, της κυρίας Κομνηνού. Πήγαμε σούπερ, μπήκαμε στα τοπ 20 του κόσμου, παρότι ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος, αλλά τώρα αποφάσισα να μείνω στην Αθήνα, δεν μπορώ πλέον να μετακομίζω κάθε έξι μήνες, δεν με αφορά αυτό. Έχω σετάρει τη ζωή μου, έχω τον σκύλο μου, τις μηχανές μου, τα βιβλία μου, τα πράγματά μου και δεν αντέχω άλλο να δουλεύω σεζόν. Τώρα θα κάνω κάτι στην Αθήνα, που το αποφεύγω βέβαια όσο μπορώ, αλλά θα πρέπει να το κάνω.

— Σκέφτηκες ποτέ να γράψεις για φαγητό;
Δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω για μαγειρική, γιατί αν μπλέξει η μαγειρική με τη λογοτεχνία, αυτομάτως κάποιο από τα δύο θα πεθάνει. Δεν θέλω να γράψω για φαγητό, επειδή ό,τι έχω διαβάσει μαγειρικό μού είναι φριχτά βαρετό, μου είναι φριχτά ελιτίστικο, γράφουν και νομίζουν ότι ζουν στη Νέα Υόρκη, ενώ ζουν στην Αθήνα. Υπήρξε μια περίοδος που θεωρούσαν ότι η Αθήνα έκανε ένα «μπουμ», που δεν ήταν «μπουμ», απλώς υπήρχε πολύ χρήμα κι άρχισαν να υπάρχουν ακριβά εστιατόρια και θεωρούσαν ότι το ακριβό σε ανεβάζει κοινωνική τάξη.

Σάλτο μορτάλε στη λογοτεχνία και τη μαγειρική Facebook Twitter
Δεν θέλω να γράψω για φαγητό, επειδή ό,τι έχω διαβάσει μαγειρικό μού είναι φριχτά βαρετό, μου είναι φριχτά ελιτίστικο, γράφουν και νομίζουν ότι ζουν στη Νέα Υόρκη, ενώ ζουν στην Αθήνα. Φωτο: Freddie F./LiFO

— Ήταν μια περίοδος που όσοι ασχολούνταν με το φαγητό είχαν μια ψευδαίσθηση μεγαλείου. Γιατί δεν υπήρξε ποτέ πραγματική υψηλή κουζίνα.
Ποτέ. Εγώ δούλευα ως νέος μάγειρας σε ακριβά εστιατόρια και είναι μια φούσκα αυτό το πράγμα, όντως, όλο αυτό που λέμε «νέα ελληνική κουζίνα». Και υπάρχουν και μερικά blogs ή κάποιοι που έχουν αυτοχαρακτηριστεί ινστρούχτορες και δίνουν βραβεία, οι οποίοι έχουν καταστρέψει το πράγμα τελείως. Είναι όπως όλα στην Ελλάδα, πληρωτέο. Κάθομαι, κέρασέ με τα πάντα, φέρε μου ένα πούρο και να γράψω τι ωραία που είναι.

Δεν υπάρχουν κριτικοί φαγητού στην Ελλάδα. Δεν είναι δυνατόν να γράψεις για φαγητό άμα δεν μαγειρεύεις, όσο χαζό κι αν ακούγεται. Δεν γίνεται. Είναι αυτό που έλεγε ο μεγαλύτερος Έλληνας σεφ, ο οποίος είναι άγνωστο ότι είναι Έλληνας, o Nico Ladenis, ότι είναι σαν τους ευνούχους, ότι ξέρουν πώς γίνεται, αλλά δεν μπορούν να το κάνουν. Και δεν γίνεται να γράψεις τις βλακείες που γράφω εγώ, άμα δεν έχεις διαβάσει πολύ.

Δεν γίνεται επίσης να κάτσεις πάνω από μια λευκή κόλλα και να πεις «πρέπει να γράψω». Νιώθω άβολα όταν μου λένε «είσαι συγγραφέας». Τι είναι αυτό; Εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό, απλά ασχολούμαι με το διάβασμα. Διαβάζω, και γράφω ό,τι μου ’ρθει…

— Μου είπες ότι είναι πολύ χαμηλό το επίπεδο στις κουζίνες, αλλά η ευθύνη είναι των παιδιών που θέλουν να γίνουν σεφ. Αν δεν έχουν όρεξη να μάθουν, να ψάξουν, δεν τους φταίει κανένας δάσκαλος. 
Φυσικά, φυσικά. Γιατί, εγώ ποιον είχα; Πήγα σε ένα δημόσιο ΙΕΚ στην αρχή και δεν είχα ούτε βιβλία. Μας έδιναν φωτοτυπίες, αλλά τα πρώτα χρόνια πρέπει να αγόραζα 200 μαγειρικά βιβλία τον χρόνο. Είχα πει στον εαυτό μου ή γίνεσαι μάγειρας ή σβήνεις. Κι επειδή πάντα διαβάζω τρία βιβλία ταυτόχρονα, τότε το ένα ήταν μαγειρικό. Τώρα δεν είναι.

Το άλλο ήταν ποίηση, διάβαζα φουλ ποίηση γιατί μου άρεσε ο μουσικός της ρυθμός. Και πάντα διάβαζα κόμικς. Διάβαζα Κόρτο Μαλτέζε όταν είχα τα σκούρα μου. Κι ήταν πάντα ένας αγώνας στην κουζίνα, ήθελα να μιλήσω για κάτι, δεν εννοώ να μιλήσω για λογοτεχνία ή σινεμά, ήμουν πάντα τρελός με τα film noir, άμα μιλάγαμε όμως για μαγειρική ρωτούσα «η χορτόπιτα ποια χόρτα περιέχει;», γιατί συνήθως είχε σπανάκι και εντόπιζα τι λείπει, γιατί από τις γιαγιάδες μου ήξερα τριάντα βρώσιμα χόρτα με πολύ παράξενα ονόματα και τα είχα καταγράψει όλα.

Έχω μανία με τα τυριά. Θυμάμαι ένα που έφτιαχνε η γιαγιά μου που το λέγαμε κορκοφίγκι, ήταν ο πρώτος αφρός απ’ το πρώτο γάλα της γέννας του ζώου στο οποίο έβαζαν ζάχαρη και ήταν σαν Cambridge curd cream, σαν custard, δηλαδή καιγόταν και ήταν γλυκό κι έλεγα γιατί να μην υπάρχει αυτό στην κουζίνα μας; 

— Στην ουσία ήταν κάτι σαν τσιζκέικ.
Μα και το τσιζκέικ ήταν πανάρχαιο γλυκό. Έδιναν τσιζκέικ στους Ολυμπιονίκες. Τα ελληνικά εστιατόρια θα κλείσουν αν βομβαρδιστεί ποτέ το Περού και τελειώσουν τα bao, τελειώσουν τα anticuchos και τα σεβίτσε. Ή άμα σταματήσουνε κάποιοι να πουλάνε πάγο στους Εσκιμώους με Wagyu και Kobe, γιατί όποιος έχει κοινή λογική ξέρει ότι Kobe απαγορεύεται να πουλάς εκτός συγκεκριμένης αγοράς στην Ιαπωνία.

Γενικά, το brain drain ισχύει πολύ αυτήν τη στιγμή. Είναι έξω πολλά παιδιά που δουλεύουν με πολλή σύνεση, με συνέπεια στις κουζίνες, με το κεφάλι κάτω, διαβάζοντας. 

Νομίζω ότι όλοι, όταν περνάμε τα 35, πρέπει να τελειώνουμε και να έρχονται οι επόμενοι, γιατί έχουμε σταδιακά αλλοτριωθεί. Αυτό που λέμε «έχω ωριμάσει» είναι η μεγαλύτερη μαλακία. Την έχεις πατήσει και τελείωσες. Με ενδιαφέρει το καινούργιο, πάντα με ενδιέφερε το καινούργιο.

— Πόσα βιβλία έχεις στο σπίτι σου;
Δεν ξέρω, 2.000; Δεν έχω καλύτερο πράγμα από τις βιβλιοθήκες. Από μικρός ονειρευόμουν να έχω ένα σπίτι που να μη φαίνονται οι τοίχοι, που να ’χει μόνο βιβλιοθήκες. Νιώθω ήρεμα. Κι έχω και OCD, θέλω τα βιβλία να είναι με τη σειρά, δεν μπορώ να δεχτώ ότι ο Μπολάνιο θα είναι δίπλα με τον Έζρα Πάουντ, γιατί το βράδυ θα τσακωθούν για πολιτικούς λόγους.

Τα βιβλία του Μπουκόφσκι τα έχω τοποθετήσει με τη σειρά που βγήκαν. Νιώθω πολύ ασφαλής όταν σε ένα μέρος είμαι κυκλωμένος από βιβλία και δίσκους. Δεν θέλω πολλά. Ξέρω τι θέλω πλέον. Θέλω τρία-τέσσερα πράγματα και είμαι εντάξει. Δεν θέλω να έχω μια καρέκλα Καντίνσκι σπίτι μου. Δεν μου καίγεται καρφί.

Σάλτος
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Ανδρέας Νικολακόπουλος, Σάλτος, Εκδ. Ίκαρος

— Πόσο σε αφορά το παρελθόν; Όλες οι ιστορίες του «Σάλτου» είναι σε έναν άγνωστο χρόνο, περασμένο.
Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το παρελθόν ως ιστορίες, τρελαίνομαι, αλλά αυτό που με αφορά σε πρώτη φάση είναι το μέλλον. Γιατί γράφοντας για τα παλιά, θέλω να αφήσω κάτι στο μέλλον. Νομίζω ότι όλοι, όταν περνάμε τα 35, πρέπει να τελειώνουμε και να έρχονται οι επόμενοι, γιατί έχουμε σταδιακά αλλοτριωθεί. Αυτό που λέμε «έχω ωριμάσει» είναι η μεγαλύτερη μαλακία. Την έχεις πατήσει και τελείωσες.

Με ενδιαφέρει το καινούργιο, πάντα με ενδιέφερε το καινούργιο. Στις κουζίνες δεν μιλάμε για μαγειρική, μιλάμε για το Bauhaus και για τον Λούντβιχ Μις φαν ντερ Ρόε, αυτό με ενδιαφέρει. Να πούμε κάτι άλλο. Ακόμα και οι παλιές ιστορίες, οι βουνίσιες, να γραφτούν με έναν λίγο πιο καινούργιο τρόπο. Δεν ήθελα να είναι σαν να διαβάζεις Παπαδιαμάντη, Εφταλιώτη και Κρυστάλλη. Δηλαδή, άσε με, ρε φίλε. Δεν με αφορά.

— Πρόσφατα μου έκαναν δώρο δυο βιβλία του Ροΐδη, μου τα πρότειναν ως «υποδειγματικά ταξιδιωτικά». Δεν μπορώ να τα διαβάσω.
Εγώ δεν μπορώ να διαβάσω με τίποτα Καζαντζάκη. Δεν μπορώ. Ακόμα και τα ταξιδιωτικά που διάβασα για την Αγγλία, τα διάβασα με το ζόρι. Δεν με αφορά αυτή η γλώσσα. Δεν μπορώ να διαβάσω ούτε Σικελιανό.

— Φαντάσου τι μπορείς να κάνεις σε ένα μικρό παιδί, όταν του δώσεις να διαβάσει ελληνική λογοτεχνία γραμμένη πριν από 60 και 100 χρόνια, δεν το αφορά καθόλου. Κι ένα μεγάλο μέρος των σχολικών ανθολογίων έχει τέτοια κείμενα. Τα ανίψια μου διδάσκονται την ίδια λογοτεχνία που διδάχτηκα κι εγώ και τη μισούσα στο σχολείο. 
Είναι το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σε ένα παιδί. Είναι λογικό να τη μισήσει τη λογοτεχνία. Εδώ βάζουν τα παιδιά να διαβάζουν Παλαμά. Ρε φίλε, τι δουλειά έχει ο Παλαμάς το 2022; Να διαβάζουν Παπαμάρκο. Να διαβάζουν κάτι άλλο που μιλάει στη γλώσσα τους. Να διαβάσουν το «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ» της Μπουραζοπούλου.

Διάβασα πρόσφατα τρία ελληνικά βιβλία που είναι κοντά στο κλίμα αυτό, το ένα λέγεται «Λυκοχαβιά» του Κώστα Μπαρμπάτση, το άλλο το έχει γράψει ο Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπιλής και λέγεται «Ώπα, ώπα, Μπλάτιμοι». Πολύ ωραία γλώσσα, με τοπικούς ιδιωματισμούς – και δουλεύει κι αυτός στην εστίαση.

Και ένα άλλο που μου άρεσε πιο πολύ από όλα αυτά λέγεται «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους», του Μιχάλη Αλμπάτη, γιατί έχει και χιούμορ, είναι γκροτέσκο. Ξαφνικά ένα παιδί αρχίζει και ακούει τους νεκρούς να μιλάνε. Είναι εξαιρετική ιδέα και είναι φοβερά ωραία γραμμένο. Ο άνθρωπος που το γράφει είναι από την Κρήτη, χρησιμοποιεί κρητική διάλεκτο. Όχι πολύ, για να είναι εύπεπτο για όλους, θα ήθελα να την είχε χρησιμοποιήσει ακόμα πιο πολύ.

— Στα βιβλία σου όλοι οι ήρωες έχουν κακό τέλος, στον «Σάλτο» όλοι τρελαίνονται…
Ναι, κανείς δεν γλιτώνει. Απειλούσε κάποιος τον Γκαλεάνο κάποτε, του έλεγε «άμα έρθω από εκεί θα σε κρεμάσω, θα σε σκοτώσω και θα πεθάνεις». Και του λέει ο Γκαλεάνο «γιατί στο τέλος εσύ τι θα κάνεις; Δεν θα πεθάνεις;». Στην «Αποδοχή Κληρονομιάς» είναι λίγο πιο σκληρό το τέλος των ηρώων, τους κόβουν τους λαιμούς τους, στον «Σάλτο» τρελαίνονται.

Το πιο σκοτεινό είναι το τελευταίο διήγημα με αυτόν που πεθαίνει, πάει στην κηδεία του και προσπαθεί να μιλήσει στον κόσμο. Περνάει ο καιρός, ξεχνιούνται τα πράγματα, αλλάζουν οι περιοχές κι αυτός δεν ησυχάζει ποτέ.

Σάλτο μορτάλε στη λογοτεχνία και τη μαγειρική Facebook Twitter
Ευτυχώς δεν έχω λάβει ποτέ συμβουλές, ευτυχώς δεν έχω ιδέα του τι κάνω. Φωτο: Freddie F./LiFO

— Το πιο συγκλονιστικό διήγημα του βιβλίου για μένα είναι το «Μέλι και γάλα», η Ραλλιώ. Όχι μόνο το στόρι, αλλά και ο τρόπος που είναι γραμμένο.
Αυτό είναι το πιο αγαπημένο μου διήγημα από όσα έχω γράψει, γιατί έχει δυο-τρία σημεία που είναι πολύ προσωπικά, είναι ένας ατέλειωτος εφιάλτης. Δεν μπορεί να γλιτώσει αυτός ο άνθρωπος, ο αφηγητής, με τίποτα.

Σε κάποια φάση γυρίζει μετά από τριάντα χρόνια σπίτι του από τη φυλακή, βγάζει από την ντουλάπα ένα καφέ σακάκι, βλέπει ένα πένθος και καταλαβαίνει ότι η μάνα του πέθανε πρώτη. Αυτό το σημείο και στο τέλος που λέει «κι όλη νύχτα μύριζε κανέλα και βροχή». Εκεί υπάρχει ένα τουίστ. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αυτός δεν σώθηκε ποτέ από τον αρχικό βήχα που του είχε μεταδώσει εκείνο το κορίτσι.

— Πόσο έχεις αυτολογοκριθεί στον «Σάλτο»; Γιατί σπανίως όταν γράφουμε αφήνουμε τα τραύματά μας να φανούν.
Σταμάτησα να αυτολογοκρίνομαι από το τελευταίο διήγημα του προηγούμενου βιβλίου. Αλλά υπάρχουν και πράγματα που λέγονται ή υπονοούνται μέσα στο βιβλίο, τα οποία είναι πολύ σκληρά.

Στο προηγούμενο βιβλίο υπάρχει ο πατέρας που πάει με την κόρη σε μια σπηλιά. Υπάρχει αυτό με τις καλαμποκιές που ο πατέρας σκοτώνει το παιδί του. Στο καινούργιο υπάρχει μια πολύ μικρή ιστορία, που λέγεται «Αλισάχνη», όπου πεθαίνει ο γιος και η μάνα του τον αφήνει στην απέναντι μεριά του ποταμού και λέει «έλυσα τους ματωμένους επιδέσμους από τα χέρια μου και τους αμόλησα στο νερό». Καταλαβαίνεις ότι κι αυτή είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει, κι αυτή είχε τρελαθεί.

Αυτολογοκρίνομαι στον ρυθμό και στα επίθετα. Μου βγαίνει δεκαπεντασύλλαβος γρήγορος, με έχει διαλύσει ο Όμηρος, με έχει πάρει όμηρο. Και στα επίθετα. Θα μου άρεσε πριν από κάθε λέξη να υπάρχουν δύο επίθετα ή τρία. Μου αρέσει που λέει «η κλινόχαρη θεά η Αφροδίτη».

Περίμενα ότι πολύς κόσμος θα σοκαριζόταν με διάφορα, αλλά ευτυχώς, μέχρι στιγμής έχω πολύ καλά σχόλια. Πολλοί παρατηρούν αυτό που θέλω, το ότι μπλέκει μια ομηρική με μια βουνίσια γλώσσα, ειδικά στο ομώνυμο διήγημα, παρότι δεν το έκανα όσο ήθελα. Έδιωξα πολλές ομηρικές λέξεις. Εγώ είμαι παιδί του Εμπειρίκου, μ’ αρέσουν τα επίθετα, μ’ αρέσει να φτιάχνονται λέξεις, να γίνονται περιγραφές. Χάνομαι λίγο με αυτό και προσπαθώ να βάζω φρένο.

Θεωρώ ότι ο Εμπειρίκος έχει γράψει το καλύτερο ελληνικό βιβλίο, την «Οκτάνα». Είναι φοβερός γλωσσοπλάστης, είναι φοβερά καθαρός. Πρέπει να τα έχεις πάει πολύ καλά μέσα σου για να μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτά που μίλησε –ειδικά στον «Μεγάλο Ανατολικό»– και να μη λερωθείς.

Σάλτο μορτάλε στη λογοτεχνία και τη μαγειρική Facebook Twitter
Ο Σάλτος.

— Έχεις μανία με την ελληνική γλώσσα, όπως φαίνεται στα βιβλία σου;
Έχω μανία, όντως. Να σου πω τι άλλη μανία έχω. Μεγάλωσα στο Αίγιο και πέρναγα όλο το καλοκαίρι με τους παππούδες, οι οποίοι ασχολούνταν με τις σταφίδες, με τις ελιές, με όλα αυτά τα πράγματα και μιλούσαν τη γλώσσα που έχει περάσει περισσότερο στο πρώτο βιβλίο και λιγότερο στο «Σάλτο», με την οποία εγώ γέλαγα όταν ήμουν μικρός, δεν καταλάβαινα τις λέξεις. Γέλαγα, αλλά τις έγραφα, τις σημείωνα, τις έλεγα με τα ξαδέρφια μου για πλάκα, επειδή δεν καταλάβαιναν τι είναι. Τα τελευταία πέντε χρόνια κάθισα και τις μάζεψα όλες κι έχω φτιάξει ένα λεξικό με 1.500 λέξεις, το οποίο κάποια στιγμή θέλω να το εκδώσω.

Όταν ήμουν μικρός κορόιδευα τον παππού μου που αντί για «ένας σωρός πέτρες» έλεγε «ένας αρμακάς λιθάρια». Έλεγα «τι είναι αυτά που λέει;», νόμιζα ότι ήταν εντελώς βλάχικα, χωριάτικα πράγματα. Μέχρι που γυρίζοντας στην Ελλάδα διάβασα την «Ιλιάδα» και βρήκα εκεί μέσα τις μισές λέξεις.

— Είναι φρικτό όταν πεθαίνει κάποιος ηλικιωμένος και παίρνει όλον αυτόν τον πλούτο μαζί του.
Ξέρεις πώς ξεκίνησα να γράφω; Δεν είχα ιδέα ότι θα γράψω ποτέ. Διάβαζα συνέχεια και δεν διάβαζα Έλληνες καθόλου, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό, διάβαζα μόνο Lost Generation από μετάφραση. Και αμερικάνικες εκδόσεις, Μπουκόφσκι, Φιτζέραλντ, Χαρτ Κρέιν, Μπάροουζ, ο Μπάροουζ είναι μεγάλη μου αγάπη και θεωρώ ότι είναι φοβερά υποτιμημένος.

Γυρίζοντας στην Ελλάδα άρχισα και πήγαινα στον παππού μου, ο οποίος ζούσε κοντά μας γιατί είχε πεθάνει η γιαγιά μου. Μιλάγαμε, μου έδειχνε φωτογραφίες και παρατηρούσα ότι οι γυναίκες δεν γελάγανε ποτέ, ούτε κι οι άντρες. Μου έλεγε ιστορίες που γι’ αυτούς ήταν καθημερινότητα, για κάποιον που πέθανε το παιδί του και τη μέρα της κηδείας η γυναίκα του τρελάθηκε κι άρχισε να τρώει άχυρα, ενώ αυτός κρεμάστηκε. Και μου τα μετέφερε σαν κάτι πολύ απλό. Σκεφτόμουν «ποιος Χένρι Μίλερ, εδώ γίνεται μακελειό!». Και αισθάνθηκα βάρος, γιατί ενώ αυτοί οι άνθρωποι στις φωτογραφίες ήταν συγγενείς μου, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτούς.

Ήμουν τρελός πάντα με την Ιστορία και την κανονική Ιστορία την έμαθα μέσα από τις ιστορίες τους, – δεν μιλάω για τον Κριμαϊκό πόλεμο και για τα εμφυλιακά, αλλά έμαθα πολλά πράγματα μέσα από τις οικογενειακές ιστορίες που ανακάλυψα. Κι αποφάσισα να γράψω γι’ αυτούς. Δεν θέλω να γράψω πολιτικά, σε πρώτο πρόσωπο, δεν θέλω να κάνω κατήχηση, γιατί νομίζω ότι η πολιτική θέση διαφαίνεται από το ήθος, από το πώς γράφεις και από την αισθητική. Νομίζω ότι όσοι μιλούν πολύ για πολιτικά στο τέλος γίνονται καρικατούρες.

Ωστόσο, έχω φοβερό ενδιαφέρον για την πολιτική, το σπίτι μου είναι γελοία γεμάτο με πολιτικά βιβλία, αποφεύγω όμως να γράφω πολιτικά, γιατί μπορώ να το κάνω αλλιώς. Δηλαδή θεωρώ ότι το «γυναίκα, μη μιλάς», «όχι, θα μιλήσω» είναι πολιτική πράξη.

— Τα γράφεις πολλές φορές τα διηγήματα;
Όχι, συμβαίνει λίγο αντίθετα. Ξέρω το τέλος και χτίζω την αρχή για να φτάσω στο τέλος που ξέρω.

Σάλτο μορτάλε στη λογοτεχνία και τη μαγειρική Facebook Twitter
Νιώθω πολύ ασφαλής όταν σε ένα μέρος είμαι κυκλωμένος από βιβλία και δίσκους. Φωτο: Freddie F./LiFO

— Εννοώ, δουλεύεις τη ροή;
Όχι, όχι. Ειδικά το τελευταίο διήγημα του «Σάλτου», ο «Αγγελοκρουσμένος», είναι αυτόματη γραφή. Είναι πολύ χαζή ιστορία, αλλά συνέβη έτσι στ’ αλήθεια. Είναι για έναν άνθρωπο που πεθαίνει στον ύπνο του και ήταν να μπει στο προηγούμενο βιβλίο, αλλά ήταν εποχή Covid και ο εκδότης μου είπε να μην το βάλουμε, «όχι άλλη μαυρίλα, θα πεθάνουνε όλοι, μην τρελαθούμε».

Το έγραψα ως εξής: Είμαι στο σπίτι που έχω στο χωριό, εκατό χρόνων, και ξυπνάω μέσα στη νύχτα γιατί νιώθω ένα πετάρισμα στο χέρι μου, ενώ δίπλα μου κοιμόταν η κοπέλα μου. Πιάνω το Mac, το γράφω, το κλείνω και ξαναπέφτω για ύπνο. Σηκώνομαι το πρωί και το διαβάζω και είναι ακριβώς αυτό, όπως είναι στο βιβλίο, απλά άλλαξα το όνομα κι αντί για Ανδρέας έβαλα Σίμος. Είχα ορκιστεί στον εαυτό μου να μην το πειράξω, να μείνει όπως ήταν. Είμαι λίγο αντίθετος και στις συμβουλές. Ευτυχώς δεν έχω λάβει ποτέ συμβουλές, ευτυχώς δεν έχω ιδέα του τι κάνω.

— Κάνεις λογοτεχνία, όμως. Όταν γράφεις για ένα μέσο, υπάρχουν κανόνες και στάνταρ. Έχεις συγκεκριμένο αριθμό λέξεων, δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, γιατί πάνω από 2.000 λέξεις δεν διαβάζει πλέον κανείς.
Μου έστειλε κάποιος και μου ζήτησε να γράψω για το βιβλίο σε 250 λέξεις. «Γράψε μου 250 λέξεις, γιατί τόσος χώρος υπάρχει στην εφημερίδα». Αυτοεκπαιδεύομαι σε αυτό λόγω των διηγημάτων, αλλά μου φαίνεται τρελός αυτός ο περιορισμός. Δουλεύω εδώ και δύο χρόνια κάτι που είναι πιο μεγάλο από τα διηγήματα, είναι μεγάλη φόρμα, θα είναι λογικά το επόμενο βιβλίο μου, αν είμαι εν ζωή, για το οποίο δεν είμαι και τόσο ενθουσιασμένος. Γιατί η σε βάθος, αργή γραφή δεν με πολυαφορά, με κουράζει.

Ενώ το διήγημα με ιντριγκάρει γιατί μέσα σε τρεις σελίδες θα πρέπει να φτιάξω χαρακτήρες, τοπία, γεγονότα, πράξεις που ίσως να τα δικαιολογούν. Να φτιάξω συγκίνηση. Και πρέπει να δουλέψω πιο ύπουλα, με πιο πολύ υπαινιγμό. Να κάνω αυτό που κάνει ο Σελίν, τις τρεις τελείες στο τέλος… Αλλά αυτό το επιλέγω μόνος μου.

Αν μου πει ο τάδε εκδοτικός ότι «θέλω το κάθε διήγημά σου να είναι χίλιες λέξεις», δεν θα γράψω ούτε μισή παράγραφο. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να είναι υποχρεωτικό. Δεν μπορώ να καταλάβω τι θα πει «λέσχες δημιουργικής γραφής» ή εργαστήρια – πώς τα λένε. Δεν νομίζω ότι είπε κανείς στον Κάφκα «ξεκίνα να γράφεις έτσι», δεν ξεκινάμε με «όταν» και δεν βάζουμε δύο φορές το «και». Άσε με. Το ίδιο και στον κινηματογράφο και παντού. Δεν θα υπήρχε ο Κουροσάβα, δεν θα υπήρχε ο Όρσον Γουέλς. Το να σε έχουν βάλει σε κουτάκια στον τρόπο που γράφεις είναι φοβερό.

— Στο βιβλίο φαίνεται ότι έχεις μια αγάπη για οτιδήποτε ισπανόφωνο και λατινοαμερικάνικο.
Το δωμάτιό μου είναι γεμάτο με κρανία ζώων. Έχω ζήσει στο Μεξικό για έναν χρόνο. Έχω ζήσει στην Αγγλία για χρόνια, στη Νορβηγία, στη Γαλλία, έχω περάσει δύο καλοκαίρια στην Καταλονία. Γι’ αυτό βγαίνουν συνέχεια αυτά στα διηγήματά μου. Η πρώτη φορά που πήγα σε κάποια χωριά στην Καταλονία ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή της ζωής μου, έχω φίλους εκεί, ένα ζευγάρι που ζει στους πρόποδες των Πυρηναίων, στη Γέιντα. Αυτά είναι τα τελευταία μέρη που έμειναν όρθια επί εξουσίας Φράνκο.

Ο μεγάλος μου φόβος για τον «Σάλτο» είναι ότι δεν έχει τη συνοχή που έχει η «Αποδοχή Κληρονομιάς». Τα μέρη είναι διαφορετικά σε κάθε ιστορία, η ελληνική επαρχία, σε ένα βουνό, η Καταλονία, κάποιος που πάει στη Σιβηρία. Δεν είναι σε ένα μέρος. Αλλά έγινε εσκεμμένα. Αλλάζοντας τα ονόματα ήθελα να δείξω ότι τα ίδια συμβαίνουν παντού.

Είναι φοβερό όταν χάνονται οι άνθρωποι να μη θυμάται κανείς πώς έλεγαν έναν τόπο, όπως το «Τρανό Λαγκάδι» στο τέλος του βιβλίου. Γιατί το λέγανε τρανό; Τρανό λαγκάδι, ο μεγάλος γκρεμός. Όταν πεθάνουν οι άνθρωποι που το έλεγαν έτσι, γίνεται απλά ένα ρέμα. Ενώ δεν είναι απλά ένα ρέμα, γιατί στο ρέμα αυτό λέγανε ότι υπήρχαν νεράιδες τα βράδια. Ξέρεις τι; Υπήρχαν νεράιδες! Υπήρχαν, γιατί το πίστευαν ότι υπήρχαν.

— Δεν είναι ποτέ αστικές ιστορίες. Αφορούν όλες την επαρχία.
Ναι, γιατί νομίζω ότι δεν περνάει τίποτα μέσα από τα τσιμέντα. Η Αθήνα είναι καλή μόνο για να γυρίσεις το «Walking Dead», είναι μια πόλη-ταμπού. Γιατί, ξέρεις τι; Το τσιμέντο δεν έχει μνήμη. Το χώμα έχει μνήμη. Όταν πάω στο χωριό, μου λένε: «Κάτω από αυτό το έλατο σκότωσαν τον τάδε», «αυτό το φαράγγι λέγεται έτσι γιατί έγινε αυτό». Στην Αθήνα τι να πεις; Είναι ένα μαγικό πράγμα όταν παίρνεις μύθους ή προφορικές διηγήσεις. Τις γράφεις και από εκείνη τη στιγμή και πέρα δεν είναι πια μύθος, είναι αλήθεια.

Στο πρώτο βιβλίο μου, στη «Μάκινα», έγραφα κάπου «η σπηλιά της Δοξούλας». Δεν λεγόταν όντως της Δοξούλας, ήταν απλά μια σπηλιά. Από τότε όλοι λένε «η σπηλιά της  Δοξούλας». Αυτό, το ότι γίνεται ξαφνικά αλήθεια, είναι τρομερό. Στον «Σάλτο» κατέγραψα τριάντα μονοπάτια και τοποθεσίες στο χωριό, τα οποία τα έβαλα εκεί μόνο και μόνο για να τα σώσω.

Υπήρχε ένας γείτονάς μας στο χωριό, που είναι ακόμα εν ζωή, μεγάλος σε ηλικία, που δεν του μιλάνε πολλοί και δεν τον συμπαθούν. Εγώ τον συμπαθώ και αυτός με συμπαθεί. Έχει μακριά γένια, είναι λιγομίλητος, με τον γιο του μεγαλώσαμε μαζί και ήμασταν φίλοι, αλλά δυστυχώς χάθηκε νωρίς. Και πάω μια μέρα, ενώ κανείς δεν του μιλούσε, και του λέω ότι θέλω να μου πει, μέσα σε όλο αυτό το λαογραφικό-ιστορικό κάψιμο που έχω φάει, πώς λέγεται αυτό κι εκείνο το μονοπάτι και όλα γενικά εκεί γύρω, να κάνω χαρτογράφηση. Και μου τα λέει όλα.

Εκείνη τη στιγμή ήταν πιο ήρεμος από ό,τι τον είχα δει ποτέ, γιατί υπήρχαν επιτέλους αυτιά να ακούσουν αυτά που είχε μέσα του. Κι έρχεται το επόμενο πρωί στην αυλή έξω απ’ το σπίτι μου, ενώ δεν μιλάει με τους δικούς μου, με κλαμένα μάτια και μου δίνει μια μαγκούρα πίσω απ’ τα κάγκελα και μου λέει «την έφτιαχνα όλο το βράδυ για εσένα, πάρτη να την έχεις να με θυμάσαι». Ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή στα 38-39 μου χρόνια.

— Είναι μεγάλο βάρος η κληρονομιά που κουβαλάς και δεν τη μοιράζεσαι.
Πολύ μεγάλο βάρος. Είναι σαν να πέθανε η μάνα μου και δεν έχω κάτι να τη θυμάμαι. Δεν είναι ότι είμαι κολλημένος με το παρελθόν, το αντίθετο. Γι’ αυτό γράφω, θέλω να αφήσω κάτι και να δείξω ότι κάποτε εδώ πέρα υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι για κάτι παλεύανε. Δεν ήξεραν πολλά πράγματα, αλλά αυτά που ξέρανε, τα κάνανε καλά.

Είναι φοβερό όταν χάνονται οι άνθρωποι να μη θυμάται κανείς πώς έλεγαν έναν τόπο, όπως το «Τρανό Λαγκάδι» στο τέλος του βιβλίου. Γιατί το λέγανε τρανό; Το τρανό είναι φοβερή λέξη. Τρανό λαγκάδι, ο μεγάλος γκρεμός. Όταν πεθάνουν οι άνθρωποι που το έλεγαν έτσι, γίνεται απλά ένα ρέμα. Ενώ δεν είναι απλά ένα ρέμα, γιατί στο ρέμα αυτό λέγανε ότι υπήρχαν νεράιδες τα βράδια. Ξέρεις τι; Υπήρχαν νεράιδες! Υπήρχαν, γιατί το πίστευαν ότι υπήρχαν. Είναι σαν τα μάγια. Άμα δεν τα πίστευες, δεν μαγευόσουν. Σε προκαθορίζει το τι πιστεύεις και το τι πιστεύουν οι άλλοι για εσένα.

Ο Ζενέ έλεγε μια φοβερή ιστορία: Όταν έγινε μεγάλος συγγραφέας, φόραγε μια μάσκα full face για να πάει να πάρει τα λεφτά και του τα έδιναν μέσα σε σακούλες σκουπιδιών. Κι αυτό γιατί όταν ήταν έξι χρονών, στο σπίτι μιας θείας του, ανέβηκε σε ένα σκαμπό να πάρει καραμέλες και τον βλέπει αυτή και του λέει «κλέφτη!». Συγκλονίστηκε, κι από εκείνη τη στιγμή έγινε όντως ο Ζενέ κλέφτης. Όταν περνάω από ένα συγκεκριμένο σημείο στο χωριό μου, έχει πάντα νεράιδες. Φυσικά δεν υπάρχουν, αλλά στην ανιψιά μου ή στο παιδί μου, άμα θα έρθει μια μέρα,θα τους λέω αυτό. Γιατί θέλω να πατάει με το ένα πόδι εδώ και με το άλλο εκεί.

Να σου πω πώς ξεκίνησα να γράφω τον «Σάλτο»; Είμαι 7-8 χρονών και με τον πατέρα μου έχουμε πάει στο αμπέλι, όπου εκεί είναι ένας τεράστιος βράχος. Τον ρωτάω «τι είναι αυτό;» και μου λέει αυτό είναι σκυλογκρέμι, εκεί πέταγαν τα μικρά ζώα που ήταν ανεπιθύμητα. Τα πέταγαν και φτάνανε στο από κάτω χωριό. Δεν είπαμε άλλα, αλλά μετά από 30 χρόνια αυτή η κουβέντα επέστρεψε στο μυαλό μου και λέω «πω-πω, κοίτα τι κάνανε».

Πήγα πριν από λίγο καιρό και τον φωτογράφισα αυτόν το βράχο. Είναι αυτός στη φωτογραφία. Είναι ο Σάλτος, αν και κανείς δεν ξέρει ότι είναι ο Σάλτος. Είναι απλά ένας βράχος εκεί, που εγώ τον βάφτισα Σάλτο, γιατί σημαίνει πολλά. Ο Σάλτος είναι το άλμα, είναι που σαλτάρεις, είναι το σάλτο μορτάλε.

— Ξέρω ότι έχεις σπουδάσει ζωγραφική, σήμερα έχεις καμία σχέση μαζί της;
Έχω τελειώσει σχολή ζωγραφικής μικρός, με θεωρούσαν το next big thing, μέχρι που μετά από δύο θανάτους δικών μου παράτησα τα καβαλέτα και τα χρώματα. Δεν θα την ξεπεράσω ποτέ, είναι η μεγαλύτερη αγάπη που έχω, πάνω κι απ' τη μαγειρική. Την έχω θάψει, αλλά άμα αύριο πέθαινα, θα ήθελα ο τάφος μου πάνω να έγραφε ότι ήμουν ζωγράφος. Ούτε συγγραφέας, ούτε μάγειρας.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ.

Την Τρίτη 18 Οκτωβρίου στις 20:30 ο IANOS και οι Εκδόσεις Ίκαρος διοργανώνουν παρουσίαση του νέου βιβλίου διηγημάτων του Ανδρέα Νικολακόπουλου, με τίτλο «Σάλτος».

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ένα άκρως πρωτότυπο αλφαβητάρι θανάτου

Βιβλίο / Το άκρως πρωτότυπο αλφαβητάρι θανάτου του Κυριάκου Χαρίτου

Η «Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου» του Κυριάκου Χαρίτου από τις εκδόσεις Στερέωμα στόχο έχει να καταγράψει τις διαφορετικές εκδοχές του θανάτου ως ένα ανατρεπτικό εκθετήριο, ένα ευφάνταστο αλφαβητάρι και μια ποιητική εικονοποιία της τελευτής, δοσμένης με γενναίες δόσεις χιούμορ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο μεταφυσικός Νίκος Καρούζος

Βιβλίο / Ο μεταφυσικός Νίκος Καρούζος

Η ζωντανή συζήτηση ανάμεσα στον ποιητή Νίκο Καρούζο και τον διεθνώς αναγνωρισμένο μουσικό Γιάννη Ζουγανέλη, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Δημητρίου Σούτσου 36» (εκδόσεις Ίκαρος), αναδεικνύει τις ουσιαστικές πτυχές της σκέψης και τις αρχές της μεταφυσικής του ποιητή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο Ελσόν Ζγκούρη δεν είναι μόνο ένας ενδιαφέρων νέος λογοτέχνης αλλά και ένας όμορφος άνθρωπος

Βιβλίο / Ελσόν Ζγκούρη: «Δεν θέλω πια να "απολογούμαι" για το αλβανικό μου όνομα»

Η λογοτεχνία, η πολιτική, το μεταναστευτικό, οι διακρίσεις, τα τραυματικά βιώματα αλλά και η δύναμη της φιλίας και της αλληλεγγύης σε μια «εκ βαθέων» συζήτηση με τον συγγραφέα του βιβλίου «όλες οι γάτες είναι όμορφες».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Βιβλίο / Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Στον Μανταμάδο οι γυναίκες του Φυσιολατρικού–Ανθρωπιστικού Συλλόγου «Ηλιαχτίδα» δημιούργησαν ένα βιβλίο που συνδυάζει τη νοσταλγία της παράδοσης με τις γευστικές μνήμες της τοπικής κουζίνας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ