ΕΝΑ ΤΑΣΑΚΙ ΓΕΜΑΤΟ ΑΠΟΤΣΙΓΑΡΑ, ένα ποτήρι ούζο, ένα στενό τραπέζι και ένα κρεβάτι συστήνουν το σκηνικό του φτωχικού δωματίου, βγαλμένου από τις πιο ακριβείς περιγραφές του Τένεσι Ουίλιαμς, όπου διεξάγεται η συζήτηση ανάμεσα στον ποιητή Νίκο Καρούζο και τον μουσικό Γιάννη Ζουγανέλη το καλοκαίρι του 1986. Στο υπόγειο της Σούτσου, σε αυτό το απέριττο δωμάτιο που θα παρέπεμπε κάλλιστα στο ζωγραφισμένο από τον Βαν Γκογκ φτωχικό ορμητήριο που την τελευταία στιγμή περιβάλλει ο ζωγράφος με χρυσάφι, ξεκινάει ένας διάλογος που αφορμάται από τα απλά και τα καθημερινά –τη δύσκολη ζωή των καλλιτεχνών, την αλαζονεία των ποιητών, τη μασκαράτα των κυβερνώντων– για να φτάσει σε ουσιαστικές ενατενίσεις για την ουσία της τέχνης και τη φιλοσοφία. Έχοντας ως σημείο αναφοράς τη βαθιά και ειλικρινή αγάπη για την υψηλή τέχνη, οι δυο φίλοι, ουσιαστικοί γνώστες της μουσικής και προασπιστές της αλήθειας, συνευρίσκονται για να ξεμασκαρέψουν την προσποίηση και την αφαίρεση και να συμφωνήσουν πως η ουτοπία δεν είναι οραματική αλλά πραγματική, στον βαθμό που μετατρέπεται σε νέο αισθητικό νόμο («η ποίηση είναι η ηθική των λέξεων», λέει ο Καρούζος). Εκεί ακριβώς αναφέρεται η συνενοχική σχεδόν σχέση του Καρούζου με τον Ζουγανέλη, καθώς αμφότεροι συμφωνούν ότι η αισθητική είναι η νέα ηθική αλλά και ο βασικός άξονας που μετατρέπει το βιβλίο «Δημητρίου Σούτσου 36 - Μια συνομιλία του Νίκου Καρούζου με τον Γιάννη Ζουγανέλη» (εκδόσεις Ίκαρος) σε ζωντανό οδηγό της φιλοσοφίας του Νίκου Καρούζου, ένα ιδανικό εγχειρίδιο μιας δειπνοσοφιστικής προσέγγισης της ποίησής του: από τις άκρως επεξηγηματικές σιωπές του έως τα μικρά, σχεδόν λαροσφουκωικά, αποφθέγματα, είναι πολύ καίριες οι στιγμές στη μεταξύ τους συζήτηση που η μεταφυσική του Καρούζου αποκαλύπτεται στην πιο μειλίχια ουσία της. Ενίοτε μάλιστα ο προφορικός λόγος, που έχει τη χάρη και την απλότητα μιας καθημερινής συνεύρεσης, μας υπενθυμίζει πως ο ποιητής δεν είχε βρει τυχαία ως alter ego του τον Σωκράτη. Ο Καρούζος γίνεται σωκρατικός ακόμα και την ώρα που τα ρητορικά ερωτήματα έχουν ψευδώς το επίχρισμα της αφέλειας (η «αγνή νόηση» για την οποία μιλάει στον Ζουγανέλη). Γιατί δεν πρόκειται για άγνοια αλλά για μια απλότητα στην οποία αντικατοπτρίζεται η απόλυτη διαύγεια της ζωής, καθώς «η ζωή είναι κι αφού είναι, είναι», όπως επαναλαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής συχνά στη συζήτηση σαν βουδιστική προσευχή.
Στόχος του Καρούζου δεν είναι να εκφράσει την αποσπασματικότητα της στιγμής αλλά την καθολική διάρκεια της μεταφυσικής αλήθειας, ακόμα και αν μοιάζει να αναφέρεται στα πιο φευγαλέα και τα ένσαρκα.
Η ταυτολογική αυτή τοποθέτηση δεν είναι ούτε αντιφατική ούτε πολύπλοκη, αφού εξηγείται με ακρίβεια από τον Νίκο Καρούζο: «Να μη μετανιώνεις για τίποτα», λέει με νιτσεϊκή βεβαιότητα ο ποιητής στον μουσικό, για να συμπληρώσει πως «η μετάνοια συνιστά δεοντολογία. Ναι, αλλά η ζωή απλώς ε ί ν α ι. Μην έχεις αυτό που έφαγε τον Κάφκα – οι ενοχές... Και μάλιστα, φανταστικές ενοχές. Ο Κάφκα δεν ήταν ποτέ ένοχος για τίποτα. Ο Κάφκα υπήρξε, θα 'λεγα, ένοχος ενοχής. Αλλά αυτό είναι μάταιο. Ήταν μεγάλος συγγραφέας», για να του διαβάσει στη συνέχεια ένα απόσπασμα της συνομιλίας του Καβάφη με τον Μαλάνο, την οποία τελικά συνδέει με το πρώτο του ποίημα «Σίμων ο Κυρηναίος», τίτλος παρμένος από τον άνθρωπο που κουβάλησε στους ώμους του τον σταυρό του Ιησού, μια μορφή άμεσα συνδεδεμένη με τον ίδιο τον ποιητικό τρόπο του υπάρχειν. Το βάρος του κόσμου που φέρει ως αποστολή ο ποιητής στους ώμους του σίγουρα δεν μπορεί να απεκδυθεί τον απόλυτο υπαρξιακό χαρακτήρα, αλλά πρέπει να έχει πάντα την εκφραστική αμεσότητα της απλότητας, να μετατρέπεται σε ευγενική και συνάμα απόλυτη χειρονομία αλλά και σε μια δυνατή κραυγή που ακούγεται στη γραμμή του πυρός σαν ύψιστη στιγμή της αλήθειας. «Θα προτιμούσα την πρώτη λέξη, τη λέξη "μεταφυσική" γιατί βεβαίως ένας άνθρωπος της θρησκείας το Αόρατο το βλέπει μεταφυσικά – ή το αισθάνεται μεταφυσικά», καταλήγει ο Καρούζος με ακρίβεια. Δεν γίνεται αλλιώς αφού, όπως στη συνέχεια εξηγεί ο ποιητής στον συνομιλητή του επικαλούμενος τον Βίτγκενσταϊν, «μετά τις αυστηρές λογικές προτάσεις αρχίζει η σιωπή».
Γι' αυτό τις στιγμές που ο σπουδαίος μουσικός Ζουγανέλης, ένας από τους αναγνωρισμένους διεθνώς τουμπίστες, μια σπάνια μορφή και ταλέντο, παρασύρεται σε μια αναλυτική καταγραφή των κακώς πεπραγμένων της πραγματικότητας, εξηγώντας παράλληλα στον ποιητή τους λόγους για τους οποίους προτίμησε το ασκητικό ιδεώδες αντί για μια διεθνή καριέρα, αρνούμενος μια σειρά από προτάσεις για σπουδές και εργασία στην Αμερική –ο ίδιος συνήθιζε να λέει ότι προσπάθησε πολύ για να παραμείνει φτωχός– ο Καρούζος τον επαναφέρει στην ουσία της συζήτησης, που δεν είναι τόσο η αποκήρυξη του υπάρχοντος όσο η αναζήτηση της αλήθειας. Ο κοσμικός λόγος του Ζουγανέλη προασπίζεται μεν τη διαρκή αναζήτηση του αυθεντικού, αλλά τον τυφλώνει η αγανάκτηση με τα όσα συμβαίνουν, αντιστρατεύεται με περίσσεια ζέση τις αδικίες και πολλές φορές εμμένει, παραπάνω από όσο πρέπει στη συζήτηση, στο υπάρχον. Δεν είναι, για παράδειγμα, σίγουρο ότι ο άνθρωπος που έγραψε στον Τσιτσάνη, την ώρα που τραγουδούσε, το σημείωμα «Τσιτσάνη, πρέπει να πεθάνεις», το οποίο μετατράπηκε στο τελευταίο λακωνικό ποίημα της συλλογής «Οιδίπους Τυραννούμενος – και άλλα ποιήματα» ως εκφραστική αποθέωση της σύνδεσης του μεταφυσικού με το άμεσο και λαϊκό στην ποίηση του Καρούζου, συμφωνεί με τις τοποθετήσεις του Ζουγανέλη κατά του ήχου του μπουζουκιού και του ρεμπέτικου.
Αυτή η σχεδόν δίχως ιερότητα περιγραφή της πραγματικότητας εκ μέρους του τουμπίστα διαθέτει μεν υψηλές δόσεις αυθεντικότητας αλλά φαίνεται να εκκοσμικεύει ή να απομυστικοποιεί τις άπειρες μορφές μέθης στις οποίες προστρέχει διαρκώς ο Καρούζος: τη μέθη του μύστη, του σωκρατικού φιλοσόφου, του ποιητή. Όντας ένας απαράμιλλος Ζήνωνας ταυτόχρονα και Ελεάτης, δείχνει να διατρέχει με αξιοθαύμαστη δεινότητα τον σύντομο και τον απειροελάχιστο χρόνο της έκφρασης, γνωρίζοντας τη στιγμή εκείνη ότι διακυβεύεται το υπάρχον: «Τη μοίρα, λοιπόν, την καθορίζει Αυτό», απαντάει λακωνικά στον Ζουγανέλη όταν ο τελευταίος αναρωτιέται τι στο καλό κάνουν ως δημιουργοί και ποια είναι η δική τους μοίρα. «Οι Ασιάτες λένε Αυτό. Τατ», του απαντά ως εραστής της ανατολικής φιλοσοφίας. Όπως μας εξηγεί αναλυτικά σε μια από τις σημειώσεις ο Θανάσης Γαλανάκης, ο οποίος ανέλαβε το σχολαστικό έργο της απομαγνητοφώνησης, της έρευνας αλλά και της επιμέλειας της συζήτησης, το Τατ αναφέρεται στην «αλληλοεκπήγαση του Εαυτού με το Όλον. Η σχέση αυτή στηρίζεται στη βάση ότι το Όλον δεν είναι παρά άπειρες προβολές του Εαυτού, ενώ παράλληλα ο Εαυτός ανήκει a priori στο Όλον αυτό (εκ του οποίου τα πάντα πηγάζουν) μιας κι είναι δημιούργημά του».
Χωρίς να συγχέει λοιπόν ούτε λεπτό την ψυχική κατάσταση με την αλήθεια, την υποκειμενική διερώτηση με την ηθική αναζήτηση ή τη συγκινησιακή έξαρση με την πραγματική συγκίνηση της ποίησης, την οποία, σε αντίθεση με τον Σεφέρη, ενθέρμως προασπίζεται παραπέμποντας στον Καβάφη, ο Καρούζος φροντίζει ταυτόχρονα να ταυτίσει την απόλυτη αλήθεια της μεταφυσικής του με μια αθώα και αυθόρμητη διάχυση των παλμών της ποιητικής έξαρσης. Και αυτή είναι ταυτόχρονα η μαγεία του λόγου του και της ποίησής του. Τα ντεσιμπέλ του πάθους είναι σχεδόν υπόκωφα καθώς διαχέονται στον ήχο του σύμπαντος που είναι, στα μάτια του, το Ομ, στο οποίο στοχεύει ο ποιητής που θέλει να γίνει ένα με το σύμπαν. Η νεο-πλατωνική διάσταση της ποίησής του, ποτισμένη ταυτόχρονα στην ακρίβεια της μαθηματικής πράξης και την εξαίσια συμμετρία της μουσικότητας –μην ξεχνάμε ότι ο Καρούζος ήταν βαθύς γνώστης της μουσικής– δεν μπορεί να είναι αδιάφορη για το συμπαντικό, αφού εκ των πραγμάτων βάζει στοίχημα να αντέξει. Στόχος του Καρούζου δεν είναι, επομένως, να εκφράσει την αποσπασματικότητα της στιγμής αλλά την καθολική διάρκεια της μεταφυσικής αλήθειας, ακόμα και αν μοιάζει να αναφέρεται στα πιο φευγαλέα και τα ένσαρκα. Παραφράζοντας διαρκώς τον Γκαίτε, στον οποίο επανέρχεται στη συζήτηση, μιλάει για ένα ρομαντικό κλέος που δεν μένει στη θεωρία αλλά κάνει το καθολικό πράξη. «Εν αρχή ην η Πράξη» είναι η αγαπημένη φράση από τον Φάουστ του Γκαίτε την οποία επικαλείται στη συζήτηση με τον Ζουγανέλη. Για να καταλήξει: «Εφόσον είμαστε μηδαμινοί μέσα στο σύμπαν, δεν έχουμε κανόνι: έχουμε μια σφεντόνα που είναι ο μύθος». Η διαφορετική χρήση του μύθου είναι που προκρίνει, τέλος, την αξία του ποιητή.
Ο μύθος, επομένως, στον οποίο εκτενώς αναφέρεται, είναι άμεσα συνδεδεμένος με την προμελετημένη, σχεδόν, σκηνοθεσία με την οποία στήνει ο Νίκος Καρούζος τη συνεύρεση με τον Γιάννη Ζουγανέλη, η οποία διαφαίνεται ακόμα και στον τρόπο που διακόπτει, σχεδόν αθώα, τον συνομιλητή του στη συζήτηση που διεξήχθη κατόπιν πρόσκλησης του ποιητή στο υπόγειο της Σούτσου και καταγράφηκε σε ένα κασετόφωνο με τη μορφή της ελεύθερης κουβέντας. Ο Ζουγανέλης παραδέχεται ότι δεν ήξερε γιατί ακριβώς θα συζητούσαν, αλλά στην πορεία διαφαίνεται ότι η βασική αιτία της κουβέντας είναι απλώς η εμπιστοσύνη που δείχνει ο ποιητής στο πρόσωπο του συνομιλητή του, τον οποίο αναγνωρίζει ως αληθινό και αυθεντικό. Η κοινή και πραγματική τους αγάπη για τη μουσική, η πίστη τους στη σεμνότητα και την απλότητα του βίου, αυτή η ηθική που μετατρέπεται σε αισθητική είναι οι κεντρικές συνιστώσες πάνω στις οποίες στήνεται η συνομιλία, η οποία διαβάζεται ταυτόχρονα ως πλατωνικός διάλογος, ως φιλοσοφική πραγματεία ή απλώς ως μια ανασκόπηση μιας σκέψης που ενώ καμώνεται ότι αναφέρεται στους λίγους εκφράζει τους πάντες, νυν και αεί. Άλλωστε ο Καρούζος ήξερε να εκφράζει τα συμπαντικά και αιώνια αισθήματα, να ξεχωρίζει τη συμφορά από την ποίηση, ίσως επειδή, όπως ο Μαγιακόφσκι του, «σκύλιαζε πραγματικά για το μέλλον» ή γιατί τελικά «η ζωή θα πρέπει να προχωρήσει μαζί του ολάκερη καθώς τη χάρισε στην καρδιά των δικαίων».