ΤΑ ΑΡΧΙΚΑ ΝΕΦ ΙΣΩΣ ΝΑ ΜΗ λένε πολλά πράγματα στους γενικούς αναγνώστες. Αν αναλυθούν όμως ως Νεοελληνική Φιλολογία παραπέμπουν σε μια επιστήμη που μελετά τη γραμματεία του νέου ελληνισμού και τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή.
Η συγκρότηση αυτής της επιστήμης στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν ήταν εύκολη, καθώς και μέχρι περίπου τα μέσα του εικοστού αιώνα η εθνική φιλολογία ήταν ταυτισμένη με την αρχαία ελληνική φιλολογία τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και στα γυμνάσια, δηλαδή τα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης. Αναφερόταν ακόμα στη γενικότερη σχέση αρχαίου και νεότερου ελληνικού πολιτισμού και επομένως στην ιδεολογία.
Το γλωσσικό ζήτημα ήταν επίσης μια σημαντική τροχοπέδη. Επιπλέον, η νέα επιστήμη έπρεπε να αποδείξει ότι διαθέτει υψηλής αξίας μορφωτικό κεφάλαιο, όσο και η αρχαία φιλολογία, και ότι η διδασκαλία της σύγχρονης λογοτεχνίας μπορούσε να συμβάλει σε ένα είδος αισθητικού και «ηθικού προσανατολισμού» των νέων.
Την αρχή της συγκρότησης αυτής της επιστήμης τη βρίσκουμε μέσα στη γερμανική κατοχή, γύρω από τα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ενώ υπάρχει μια ενδιαφέρουσα προϊστορία που σημαδεύεται τόσο από πανεπιστημιακούς καθηγητές όσο και από δρώντες λογοτέχνες, όπως ο Κωστής Παλαμάς.
Πάντως μέχρι και τη δεκαετία του 1940 πανεπιστήμιο και σύγχρονη λογοτεχνία ήταν δύο ασύμπτωτοι δρόμοι. Ο Πέτρος Χάρης έγραφε το 1937 στη «Νέα Εστία» ότι «ότι αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα με το Πανεπιστήμιο και τη νέα λογοτεχνία μας είναι παράδοξο. Δύο κόσμοι διαφορετικοί, που κι όταν ακόμη δεν είναι εχθρικοί, μένουν χωρισμένοι, αδιάφοροι ο ένας για τον άλλον».
Πάντως μέχρι και τη δεκαετία του 1940 πανεπιστήμιο και σύγχρονη λογοτεχνία ήταν δύο ασύμπτωτοι δρόμοι. Ο Πέτρος Χάρης έγραφε το 1937 στη «Νέα Εστία» ότι «ότι αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα με το Πανεπιστήμιο και τη νέα λογοτεχνία μας είναι παράδοξο. Δύο κόσμοι διαφορετικοί, που κι όταν ακόμη δεν είναι εχθρικοί, μένουν χωρισμένοι, αδιάφοροι ο ένας για τον άλλον».
Και ο Γιώργος Σεφέρης έγραφε το 1941 «εύχομαι και ελπίζω πως ο θεός θα φωτίσει κάποτε τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου μας για να παραδεχτεί πως υπάρχει επιτέλους μια ζωντανή πνευματική ζωή στον τόπο».
Αλλά ακόμη κι όταν αρχίζει να συγκροτείται η νέα επιστήμη, οι ταχύτητες μεταξύ των πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης είναι πολύ διαφορετικές. Η Θεσσαλονίκη αποδίδει υψηλότερο μορφωτικό κεφάλαιο στη Νεοελληνική Φιλολογία σε αντίθεση με την Αθήνα, όπου οι αρχαιογνωστικές επιστήμες κυριαρχούν. Δεν είναι τυχαίο ότι η Φιλοσοφική της Αθήνας εθεωρείτο πάντοτε συντηρητική σε σχέση με τη Φιλοσοφική της Θεσσαλονίκης.
Έπρεπε να περιμένουμε το 1966 για να δούμε την πρώτη διδακτορική διατριβή για τον Κ.Π. Καβάφη. Ήταν η διατριβή του Γ.Π. Σαββίδη για τις καβαφικές εκδόσεις, που υποστηρίχτηκε στη Φιλοσοφική της Θεσσαλονίκης στις 8 Ιουνίου 1966. Πρόεδρος της επιτροπής ενώπιον της οποίας ο Σαββίδης υποστήριξε τη διατριβή του ήταν ο Στυλιανός Καψωμένος, ενώ ο επόπτης της διατριβής και εισηγητής ήταν ο Λίνος Πολίτης.
Την επόμενη χρονιά ο Σαββίδης εκλέχθηκε καθηγητής στη Θεσσαλονίκη. «Ήταν ο πρώτος καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας ο οποίος ήταν θρεμμένος με τη μοντέρνα αισθητική και μελετούσε τη μοντέρνα ποίηση».
Ο Γ.Π. Σαββίδης, που είχε γεννηθεί το 1919 σε μεγαλοαστική οικογένεια της Αθήνας, είχε εισαχθεί πρώτος το 1946 στη Φιλοσοφική της Αθήνας. Είχε «την ευκαιρία να φοιτήσει στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία της εποχής και να διδαχθεί από δασκάλους όπως ο Άλκης Αγγέλου, ο Νίκος Σβορώνος, ο Νικόλαος Τωμαδάκης κ.ά.». Εγκατέλειψε τη Φιλοσοφική και θέλησε να μεταγραφεί στη Φιλοσοφική της Θεσσαλονίκης. Η οικογένειά του τον απέτρεψε λόγω του φόβου του εμφύλιου πολέμου. Έτσι συνέχισε, από το 1949, τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.
Ανέπτυξε στενές σχέσεις με τον Γιώργο Σεφέρη, που τεκμηριώνονται μέσα από τη γνωστή αλληλογραφία τους. Ο Σαββίδης ήταν δεκαεννιά ετών όταν άρχισε να αλληλογραφεί με τον ποιητή. Ήταν μια σχέση καθοριστική για τη Νεοελληνική Φιλολογία, όσο καθοριστικές ήταν και οι Δοκιμές του Σεφέρη για το τι είναι «ελληνική λογοτεχνική παράδοση».
Δεν είναι τυχαία η κάπως λεπτομερής αναφορά στον Γ.Π. Σαββίδη. Δείχνει έναν προσωποκεντρικό προσανατολισμό. Η Βενετία Αποστολίδου στο πρωτότυπο και πολύ μοντέρνο βιβλίο της Η λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο μελετά τη συγκρότηση της Νεοελληνικής Φιλολογίας μέσα από τα πρόσωπα, χρησιμοποιώντας ως πηγή της έρευνάς της τα πρακτικά των συνεδριάσεων των Φιλοσοφικών Σχολών για την εκλογή καθηγητών σε θέσεις Νεοελληνικής Φιλολογίας.
«Πρόκειται για μια επιλογή την οποία έκανα σχετικά γρήγορα όταν άρχισα να μελετώ το υλικό», γράφει η Βενετία Αποστολίδου που είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης. «Ομολογώ πως με εντυπωσίασε η λάμψη της προσωπικότητας ορισμένων καθηγητών, ο όγκος ή το εύρος του έργου κάποιων άλλων, η καινοτομία κάποιων τρίτων».
Αυτή η ανθρωποκεντρική μέθοδος δημιουργεί μια στέρεη αφήγηση για τη συγκρότηση μιας επιστήμης και του επιστημολογικού πεδίου της. Επομένως, το βιβλίο είναι πλέον η βίβλος για τη Νεοελληνική Φιλολογία, καθώς είναι και το πρώτο για το θέμα αυτό. Η θέση του ενισχύεται και από το ότι η συγγραφέας εξετάζει επίσης την εξέλιξη της Νεοελληνικής Φιλολογίας μέσα από τις διδακτορικές διατριβές, πάλι με την ίδια ανθρωποκεντρική προσέγγιση και με πηγές, τα πρακτικά.
Παρουσιάζονται έτσι όχι μόνο οι θεματικές προτεραιότητες, οι θεωρητικές συγκρούσεις (με μεγάλες διαφορές μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης) αλλά και τα πλέγματα εξουσίας μεταξύ υποψηφίων και του επιβλέποντα καθηγητή αλλά και μεταξύ των άλλων καθηγητών. Εδώ, ας πούμε, θα δούμε αν το ελληνικό πανεπιστήμιο ήταν «ώριμο» να δεχτεί μια διατριβή σαν αυτή του Νάσου Βαγενά για τον Γιώργο Σεφέρη με τίτλος Ο ποιητής και ο χορευτής.
Για τους γενικότερους αναγνώστες το βιβλίο της Βενετίας Αποστολίδου διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον που αγγίζει, θα έλεγα, το αστυνομικό σασπένς. Η ίντριγκα, οι συγκυριακές συμμαχίες, οι συγκρούσεις και οι ψηφοφορίες στις διαδικασίες εκλογής καθηγητών, οι αντιλήψεις για το τι θεωρείται επιστημονικό ή όχι, αν είναι προσόν ή μειονέκτημα για έναν υποψήφιο καθηγητή να έχει δημόσια παρουσία ως λογοτεχνικός κριτικός, η δογματική προσήλωση σε έναν επιστημονισμό ακόμη και από «προοδευτικούς» καθηγητές/εκλέκτορες και πολλά άλλα δημιουργούν το αφηγηματικό ενδιαφέρον στο βιβλίο/έρευνα της Βενετίας Αποστολίδου.
Έτσι κι αλλιώς το πανεπιστήμιο, ο κόσμος του, οι διαδικασίες του, οι τελετουργίες του μπορεί να είναι εξαιρετικά στοιχεία μυθιστορηματικής πλοκής, όπως μας έχουν δείξει οι καλύτερες εκδοχές του campus novel (π.χ. Ντέιβιντ Λοτζ). Αυτό είναι βέβαια μια άλλη υπόθεση, ίσως και ευσεβής πόθος για το πώς μπορεί να διαβαστεί ένα επιστημονικό βιβλίο από το γενικό κοινό.
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μεγάλα κεφάλαια. Στο πρώτο βλέπουμε την προϊστορία της Νεοελληνικής Φιλολογίας στον Μεσοπόλεμο. Στο δεύτερο βλέπουμε τη συγκρότηση της νέας επιστήμης και τις εκλογές των καθηγητών. Στο τρίτο, τις διδακτορικές διατριβές. Το δεύτερο κεφάλαιο, που είναι και το μεγαλύτερο, ανοίγει με τον Γεώργιο Ζώρα (1908-1982), που το 1942 διορίζεται (και δεν εκλέγεται, γιατί ήταν ήδη καθηγητής σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού) στην έδρα της Μέσης και Νεωτέρας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Συνεχίζεται με τον Λίνο Πολίτη (1906-1982), του οποίου η εκλογή το 1948 στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, με αντίπαλους τον Εμμανουήλ Κριαρά και τον Πέτρο Σπανδωνίδη, ισχυροποιεί τη θέση της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Ακολουθούν ο Γ.Π. Σαββίδης, ο Απόστολος Σαχίνης, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, ο Παναγιώτης Μουλλάς, ο Κάρολος Μητσάκης, ο Π.Δ. Μαστροδημήτρης κ.ά., πολλούς από τους οποίους (ανα)γνωρίζουμε σήμερα και ως δημόσιους διανοουμένους.
Η Νεοελληνική Φιλολογία γεννιέται μέσα στην Κατοχή. Επανασυγκροτείται τη δεκαετία του 1970, μετά τη δικτατορία, καθώς η σύγχρονη λογοτεχνία αποκτά μια νέα θέση στην κοινωνία και η επιστήμη διεκδικεί νέα εργαλεία, νέες θεωρίες, νέες μορφές επιστημονικότητας.