Το μακρύ ταξίδι της Οδύσσειας του Μαρωνίτη
Mια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα περιοδικό που το έλεγαν (symbol). Tα χρόνια του Χρηματιστηρίου. Το διηύθυνα εγώ κι οι φίλοι μου. Είχε τρομακτική επιτυχία και εκεί, δοκιμάσαμε με τον Καρλόπουλο και τον Στάβερη, πολλές καινοτομίες που αργότερα διαχύθηκαν κι έγιναν κτήμα κοινό. Αυτό όμως που κυρίως κατακτήθηκε τότε είναι η ξεδιάντροπα μεταμοντέρνα μείξη του Υψηλού με το Λαϊκό. Ήταν κάτι που θαύμαζα στην Τίνα Μπράουν, στα καλά χρόνια του Vanity Fair, και το οποίο είχε κάποιο νόημα τότε που το ψεύτικο χρήμα τα είχε κάνει σάλα-τραπεζαρία-ένα. Βεβαίως, εδώ είναι Βαλκάνια- οπότε μλάμε για ένα υβρίδιο παράξενο, συχνά σουρεαλιστικό: άλλο τεύχος το βγάζαμε ολόκληρο στα αγγλικά, άνευ αιτίας, άλλο μόνο φωτογραφίες χωρίς ουδεμία λέξη και τα λοιπά και τα λοιπά... Παραμένω δημοσιογραφικώς, μέσα μου, του σαλονιού και του αλωνιού αλλά δεν το ασκώ πια. Η εποχή έχει γίνει επιθετικά καχύποπτη, σοβαρή και σφιγμένη, τρέμει τον ίσκιο της, τρέμει τις λέξεις της -κι ίσως καλά κάνει. Οπότε, τέρμα τα παιχνίδια. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Διότι στο περιοδικό αυτό, στο οποίο παρέλαυναν όλες οι φάτσες του χθαμαλού σταρ σίστεμ, που αυταναφλέγησαν σχεδόν όλες τελικά, δημοσιευόταν και σπουδαία άρθρα όπως αυτό που ψηφιοποιείται εδώ πρώτη φορά: ο Δημήτρης Μαρωνίτης μιλά στον Αλέξη Σταμάτη για τη γλωσσική υφή της ομηρικής Οδύσειας, την οποία μετέφραζε τότε. Στην εικόνα: Οδυσσέας και Σειρήνες, τοιχογραφία ανωνύμου στην Πομπηία.
Πώς άρχισε αυτή η προσωπική οδύσσεια;
Ξεκίνησε δοκιμαστικά το 1988, ύστερα από πρόταση του Θάνου Μικρούτσικου να θεατροποιηθεί μία ραψωδία της Οδύσσειας με τη φωνή τη δική μου και της Μάγιας Λυμπεροπούλου. Διάλεξα την πέμπτη. Η δουλειά αυτή είχε μεγάλη επιτυχία στην Πάτρα, και άρχισε να με γαργαλάει η ιδέα τού τι θα συνέβαινε εάν συνέχιζα τη μετάφραση. Αυτό εξ ορισμού σήμαινε έναν τρομερό άθλο. Μιλάμε για είκοσι τέσσερις ραψωδίες, για ένα έπος που, μαζί με την Ιλιάδα, θεμελιώνει ουσιαστικά την αρχαία ελληνική ποίηση αλλά και την αρχαία ελληνική γραμματεία γενικότερα και, ως ένα βαθμό, την ευρωπαϊκή, αν όχι την παγκόσμια λογοτεχνία.
Η Οδύσσεια, φαντάζομαι, βρίσκεται στο κέντρο της μεταφραστικής σας περιπέτειας.
Ασφαλώς. Αυτό -ας το ονομάσουμε έργο ζωής- συμπληρώνει πια μια δωδεκαετία. Ελπίζω, έως τα μέσα του χρόνου, αυτή η περιπέτεια, αυτός ο νόστος, ο δικός μου ο νόστος, να φτάσει στο τέλος του. Υπολείπεται μία, μιάμιση ραψωδία, την οποία σκέφτομαι να παραδώσω προτού γιορτάσω τα φετινά μου γενέθλια.
'Ενα από τα γοητευτικότερα στοιχεία της Οδύσσειας είναι η εμπλοκή του Οδυσσέα με τέσσερις διαφορετικές γυναίκες: την Καλυψώ, την Κίρκη, τη Ναυσικά και την Πηνελόπη. Μιλήστε μου για τα δύο αυτά δίδυμα. Οι τέσσερις γυναίκες μοιράζονται ανάλογα με το ρόλο τους. Οι δύο, η Καλυψώ χαι η Κίρκη, θα μπορούσαμε να πούμε πως ανήκουν στον κόσμο των δαιμονικών θεοτήτων, ενώ οι άλλες δύο, η Ναυσικά και η Πηνελόπη, ανήκουν στον κόσμο των θνητών γυναικών. Ο κοινός παρονομαστής και των τεσσάρων είναι, με μια ομηρική πάντοτε αντίληψη, το ερωτικό στοιχείο. Αλλά οι διαφορές είναι ριζικές ανάμεσα στα δύο δίδυμα: η Καλυψώ είναι νύμφη, η Κίρκη είναι μάγισσα και φαρμακοποιός. Και οι δύο γυναίκες είναι απομονωμένες σε εξωτικά νησιά, και οι δύο θέλουν, καθεμιά με τον τρόπο της, να απορροφήσουν τον ήρωα. Η Καλυψώ ανταλλάσσει την αθανασία που θέλει να προσφέρει στον Οδυσσέα με τον όρο της λήθης, λειτουργεί επομένως ληθαργικά, το όνομά της ήδη είναι ενδεικτικό ότι πάει να τον σκεπάσει. Η Κίρκη λειτουργεί περισσότερο ηδονιστικά, προσπαθεί με τα μάγια της, και κατεβάζοντας το θέμα της ηδονής όσο μπορεί πιo χαμηλά, να ξυπνήσει σχεδόν ζωώδη ένστικτα στον Οδυσσέα. Ωστόσο, η ίδια η Κίρκη είναι εκείνη η οποία, μέσα από αυτόν το δίαυλο της ηδονής, θα γίνει οδηγός του Οδυσσέα στον κάτω κόσμο και επομένως θα τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει το νόστο του. Σε ό,τι αφορά τις άλλες δύο, τα πράγματα είναι σχεδόν συγκινητικά: ο Οδυσσέας, ένας ώριμος άντρας, έπειτα από ένα συντριπτικό ναυάγιο συναντιέται με μια κοπέλα, με μια βασιλοπούλα, παρθένα ακόμα. Στη συνέχεια, συναντιέται και ξανασμίγει με τη γυναίκα του. Η Οδύσσεια «παίζει» πάρα πολύ αντικρίζοντας αυτά τα δύο είδωλα: το είδωλο της κόρης, που θα μπορούσε να είναι σε υποθετικό επίπεδο η νύφη για τον Οδυσσέα αν δεχόμασταν ότι έμενε στο ουτοπικό, στο παραδείσιο περιβάλλον των Φαιάκων —την ευχή αυτή την κάνει και η ίδια η Ναυσικά αλλά και ο πατέρας της, ο Αλκίνοος- και το είδωλο της Πηνελόπης, που είναι η νόμιμη γυναίκα.
Υπάρχουν στο κείμενο παρομοιώσεις εκπληκτικές, για παράδειγμα: «Τη χορδή δοκίμασε, κι αυτή κελαήδησε σαν χελιδόνα». Πώς χειριστήκατε αυτό το υλικό;
Οι παρομοιώσεις είναι ένα υλικό από τα σημαντικότερα που έχει κανείς στα χέρια του όταν μεταφράζει Όμηρο. Ειδικότερα στην Οδύσσεια, ο κόσμος των παρομοιώσεων είναι συγκλονιστικός και τόσο απροσδόκητος, που φαντάζομαι πως όσοι δεν έχουν διαβάσει Όμηρο -και είναι πολλοί, ακόμα και λογοτέχνες- θα πάθαιναν σοκ από την τολμηρότητα κάποιων παρομοιώσεων. Για να σε καταπλήξω προς αυτήν την κατεύθυνση, σου διαβάζω μία παρομοίωση από τη ραψωδία ι’, που μεταφράζω αυτόν τον καιρό, με την οποία εικονογραφείται η αγρυπνία του Οδυσσέα πριν από τη μνηστηροφονία:
«Έτσι μιλώντας μάλωνε με την καρδιά του κι αυτή τον άκουσε και συγκρατήθηκε να μην ξεσπάσει η τόση οργή της. Ο ίδιος όμως τώρα στριφογύριζε στο στρώμα του σα σβούρα, ως κάποιος σε φωτιά αναμμένη που φουντώνει βάζει σπληνάντερο, ξίγκι γεμάτο κι αίμα, και σβέλτα το γυρίζει, μια από δω, μια αποκεί, καθώς ορέγεται το γρηγορότερο ψημένο να το δει, έτσι κι αυτός γυρίζοντας πλευρό στριφογυρνούσε, γιατί τον τυραννούσε η σκέψη πώς θα μπορέσει χέρι να βάλει στους ξεδιάντροπους μνηστήρες».
Μιλάμε για τέτοιου είδους παρομοιώσεις, και αν μπορεί κανείς να βρει αντίστοιχα τολμηρές στη νεότερη λογοτεχνία μας, ειδοποιεί εσένα κι εμένα για να το ξέρουμε...
Γιατί ο Όμηρος μας «κρύβει» τον Οδυσσέα σε τέσσερις ραψωδίες;
Ουσιαστικά το έπος είναι μοιρασμένο σε δύο μεγάλους κύκλους, και μάλιστα ισομερώς. Στο πρώτο μέρος προηγείται το κεφάλαιο που ονομάζεσαι Τηλεμάχεια, από το οποίο «λείπει» ο Οδυσσέας. Στην ουσία, όμως, δεν λείπει—εδώ υπάρχει ο πρώτος θεμέλιος λίθος του έπους όπου ο νόστος προοικονομείται ως αναζήτηση του Οδυσσέα. Ως φορέας αυτής τηςαναζήτησης επιλέγεται ο Τηλέμαχος. Αυτό αποτελεί τακτική -με παραλλαγές- και στο υπόλοιπο έπος. Μια συνεχής διαπλοκή του νήματος «αναζήτηση του Οδυσσέα» και του νήματος «νόστος του Οδυσσέα». Στην πρώτη φάση —στις τέσσερις πρώτες ραψωδίες― τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα, καθώς με εντολή της Αθηνάς ο Τηλέμαχος ταξιδεύει προς αναζήτηση του πατέρα του. Ο Τηλέμαχος δεν παίρνει καμία ουσιαστική πληροφορία, αλλά έτσι εκτελείται η συγκεκριμένη εντολή. Η αναζήτηση αρχίζει να παραλλάσσεται στα επόμενα μέρη της Οδύσσειας με τέτοιον τρόπο, ώστε η συνθήκη της μη αναγνώρισης του ήρωα να ευνοεί συνεχώς τις παραλλαγές του θέματος της αναζήτησης — και της θετικής από τους φίλους, αλλά και της αρνητικής από την πλευρά των μνηστήρων. Έτσι έχουμε μια παράταση και μια συνεχή διαπλοκή, σχεδόν διαλεκτική, ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο μεγάλα θέματα της Οδύσσειας, που είναι αφενός η αναζήτηση και αφετέρου ο νόστος του Οδυσσέα. Ο νόστος δεν διακόπτεται, αλλά κλιμακώνεται και συμπλέκεται με τους αναγνωρισμούς, οι οποίοι αρχίζουν από τη 16η ραψωδία, με τον πρώτο αναγνωρισμό από τον Τηλέμαχο, και καταλήγουν στην 24η, με τον αναγνωρισμό του Οδυσσέα από τον πατέρα του, τον Λαέρτη.
Σε κάποια σημεία χρησιμοποιείτε εκφράσεις που παραπέμπουν σε κορυφαίες υπογραφές της λογοτεχνίας μας, όπως «έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του» από τον Πόρφυρα του Σολωμού ή «κατέχει υπεροψία και μέθη» από τον Καβάφη, ή γιατί «ο νους του ψήλωσε», από τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη.
Το αρχικό πρόβλημα που είχα με την Οδύσσεια ήταν εάν η μετάφραση θα έπρεπε να ακολουθήσει εκείνο το οποίο αποτελούσε τον κανόνα προηγουμένως — ένα αρχαϊκό, ας το πω έτσι, μοντέλο, το οποίο θα είχε τις ρίζες του κυρίως στο δημοτικό τραγούδι. Η δική μου άποψη ήταν ότι, χωρίς να αγνοηθεί το βάθος της γλωσσικής και της λογοτεχνικής μας περιπέτειας, το οποίο μπορεί να φτάσει και πίσω από τον Σολωμό, έως την κρηττκή λογοτεχνία, αλλά και σε παλαιότερα κείμενα, η γενικότερη αίσθηση της μεταφραστικής γλώσσας θα έπρεπε να ανακαλεί το status της σύγχρονης ποίησης και να μην αφίσταται από το γλωσσικό γούστο της νεοτερικής γενικότερα ποίησης. Αυτά ήταν τα αξιώματα από τα οποία ξεκίνησε η δουλειά μου, αρχής γενομένης από την κατάργηση του παραδοσιακού μέτρου και την πρόκριση ενός ρυθμικού αλλά ελεύθερου στίχου.
Στη μετάφρασή μου υπάρχουν πυκνές αναφορές είτε στη γλώσσα του Ερωτόκριτου είτε στη γλώσσα του Σολωμού, του Σεφέρη, του Κάλβου. Υπάρχουν, επίσης, αναφορές και μεταφραστικά λείψανα από ξένη λογοτεχνία που διάβαζα στα παιδικά, εφηβικά και νεανικά μου χρόνια, η οποία έχει διεισδύσει στο υπόστρωμα της γλωσσικής μου σκευής. Ένα προσεκτικό μάτι θα μπορούσε να διαγνώσει ρυθμικά και εκφραστικά στοιχεία από μεταφράσεις του Σαίξπηρ, από τον Καρθαίο, εν μέρει και από τον Ρώτα. Η μετάφραση έχει στίγματα τα οποία παραπέμπουν όχι μόνο στο γλωσσικό μας παρόν αλλά και στο παρελθόν. Στα σημεία όπου το κείμενο δικαιολογεί στοιχεία ενός ευρύτερου και πιο «ευτελούς» γλωσσικού περιβάλλοντος, εγώ τα φιλοξενώ. Κάθε κείμενο χρειάζεται όχι μονάχα τα γλωσσικά και υφολογικά στοιχεία που το απογειώνουν αλλά και εκείνα που το προσγειώνουν, θέλω ο μεταφραστικός λόγος, εκεί όπου επιτρέπει -αν όχι επιβάλλει- το πρωτότυπο κείμενο, να αναλαμβάνει το ρόλο που παίζει η γείωση μιας κεραίας. Φτάνοντας στην υπερβολή, θα έλεγα ότι με ενδιαφέρει μερικές φορές, με ορισμένες λέξεις και εκφράσεις, το κείμενο να ακουμπάει σ’ ένα είδος πηλού, ένα είδος λάσπης, στο πρωτογενές υλικό μέσα από το οποίο πλάθονται και σχηματίζονται οι λέξεις. Το πρωτότυπο κείμενο ενέχει διαβαθμίσεις που φτάνουν από την απογείωσή του στην προσγείωσή του.Το ίδιο επιδιώκει και η μετάφραση.
Πρόκειται αοφαλώς για ένα εγχείρημα εξοντωτικό... Δεν κουραστήκατε;
Ίσως το πιo χαραχτηριστικό παράδειγμα για το πόσο διείσδυσε αυτή η μεταφραστική περιπέτεια μέσα μου είναι ότι, τα τελευταία κυρίως χρόνια, κάθε φορά που καταπιάνομαι με τη μετάφραση μιας ραψωδίας έχω ως παρεπόμενο κανονικούς γλωσσικούς εφιάλτες στον ύπνο μου: μέσα στο κεφάλι μου σχηματίζονται είτε λέξεις είτε φράσεις ολόκληρες, οι οποίες είναι ακατανόητες από κάθε άποψη. 'Οταν ξυπνώ, μολονότι αυτές οι φράσεις ως γλωσσικοί εφιάλτες δεν λένε τίποτα από άποψη νοήματος, αποτελούν ωστόσο ένα καλό κλειδί για να ξεκινήσει η δουλειά της ημέρας.
Υπάρχουν στην Οδύσσεια υπόγειοι κώδικες, υπονοούμενα, υπαινιγμοί;
Εδώ τίθεται ένα πολύ γενικότερο θέμα για τη χρήση του λόγου στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Ένα ιδρυτικό παράδειγμα αποτελούν τα δύο έπη και ειδικότερα η Οδύσσεια. Ο αρχαίος λόγος διαθέτει αναμφισβήτητα τις εξοχές και τις εσοχές του, και ενίοτε εσωτερικεύεται και εξωτερικεύεται φτάνοντας ακόμα και σε πρωτοβάθμιες έστω χρήσεις εσωτερικού μονολόγου. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα λόγο ο οποίος απεχθάνεται τα υπονοούμενα. Ό,τι είναι σε θέση να απορροφήσει στο σώμα του ο λόγος αυτός ως νόημα, ως κατάσταση ανθρώπινη, ως πράγμα, ως πρόβλημα, ως δίλημμα, το απορροφά και το δηλώνει. Δεν λειτουργεί υπαινικτικά ή ψευδοϋπαινικτικά. Επομένως, υπάρχει μια περίεργη, μια σχεδόν παραδείσια ενάργεια και διαύγεια ποιητικού λόγου. Ενός λόγου ο οποίος, παρά τις διαστρωματώσεις του -από πάνω έως κάτω και κάποτε σε απύθμενα βάθη ανθρωπολογίας και ανθρωπογνωσίας- ποτέ δεν ακκίζεται παίζοντας καθ’ υπερβολήν με ό,τι ονομάζουμε στη σύγχρονη λογοτεχνία υπονοούμενα.
Αυτό ισχύει για το σύνολο της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας;
Ναι, και η Σαπφώ έτσι γράφει. Πρόκειται για ένα λόγο ο οποίος δεν παίζει εσκεμμένα με τους υπαινιγμούς. Δεν θέλει να υποδηλώσει ότι λογοτεχνία είναι να λες κάτι, να κρύβεις κάτι, να υπαινίσσεσαι κάτι και, μέσω αυτών των ρητών, των ημίρρητων, των άρρητων, των υπαινικτικών στοιχείων, να χτίζεται το λογοτέχνημα για να αποδεικνύει και τη βαθύτερη υποτίθεται φύση του και τη βαθύτερη σύνταξη, υποτίθεται, της γλωσσικής μας συμπεριφοράς. Εδώ, κατά κάποιον τρόπο, ο λόγος κινείται σε άπλετο φως, δείχνοντας τα δικά του σκοτεινά ή μισοφωτισμένα στοιχεία μέσα σ' ένα γενικό περιβάλλον που είναι κατάφωτο. Είναι μια χαμένη ιστορία στη νεότερη λογοτεχνία, όπου υπάρχει μια άλλη αντίληψη της χρήσης του λόγου, η οποία δημιουργήθηκε στα τραυματικά, νεότερα χρόνια.
Η Οδύσσεια είναι το πρώτο λογοτεχνικό έργο στον κόσμο;
Το έπος αυτό έχει γίνει αποδεκτό, μαζί με την Ιλιάδα, ως θεμελιακό, ιδρυτικό έργο της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Από εκεί και πέρα δεν νομίζω ότι ωφελεί η υπερβολική μυθοποίηση των ομηρικών επών, όπως και άλλων κορυφαίων έργων της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Η μυθοποίηση αποτελεί φραγμό για μια πιο φυσική και ωφέλιμη επικοινωνία με τα έργα. Παρά το αδιαμφισβήτητο μέγεθός τους, πιστεύω ότι αν δεν αντιμετωπιστούν ως έργα που ανήκουν στον επίγειο κόσμο μας και στον ιστορικό τους χώρο, ως έργα που αφορούν τον ανθρώπινο κύκλο μας και τον ανθρώπινο κλοιό μας, χάνουν όχι μόνο το μισό της αξίας τους αλλά και παραπάνω.
Η επιρροή που είχε n Οδύσσεια στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια λογοτεχνία υπήρξε σαρωτική. Πολύ νωρίς τα ομηρικά έπη αναγνωρίζονται ως θεμέλια της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, της αρχαϊκής ποίησης, της χορικής και της δραματικής ποίησης. Δεν υπάρχει, ωστόσο, κανενός είδους δουλική ή μηχανική μίμηση ομηρικών θεμάτων, μοτίβων ή τρόπων. Υπάρχει ένας συνεχής και πολύ δήμιουργικός διάλογος, ενίοτε και ένας πολύ βίαιος και σαφής αντίλογος των λυρικών ή των δραματικών ποιητών με τα δεδομένα των ομηρικών επών. Ο Οδυσσέας, λόγου χάρη, είναι ένα πρόσωπο το οποίο σκανδαλίζει τη μεταγενέστερη λογοτεχνία, τη χορική και τη δραματική ποίηση· ας μην ξεχνάμε ότι εξακολουθεί να σκανδαλίζει και τη νεότερη σκέψη, την ευαισθησία, ακόμα και τη φιλοσοφία και τη νεότερη ανθρωπολογία. Πιστεύω ότι πρόκειται για πάρα πολύ σύνθετη μορφή, φαινομενικά αντιφατική, για μια μορφή μοντέρνα -από αυτήν την άποψη ο Τζέιμς Τζόις άρπαξε τον ταύρο από τα κέρατα— όπου στην πραγματικότητα οι διακρίσεις αλήθειας και ψεύδους, καλού και κακού, θεμιτού και αθέμιτου με κάποιον τρόπο αίρονται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οδηγούμαστε σ’ ένα ηθικό ή λογοτεχνικό αδιέξοδο ή σ’ ένα γενικό αμοραλισμό. Κάθε άλλο.
Είναι ένα έργο το οποίο στην επιφάνεια μοιάζει να είναι ένα παραμύθι. Όμως, μόλις κάνεις μια βουτιά για να πας μισό μέτρο πιο κάτω, διαπιστώνεις ότι όχι μόνο δεν είναι παραμύθι, αλλά είναι ένας κόσμος ολόκληρος γεμάτος σύνθετα θέματα και μοτίβα. Ένας κόσμος γεμάτος ειρωνεία, ανθρωπολογική και ανθρωπογνωστική ωριμότητα. Ώρες ώρες μοιάζει να είναι τόσο ώριμο φρούτο -δεν είναι τυχαίο ότι είναι ένα έπος με το οποίο κλείνει ο κύκλος της αρχαϊκής ελληνικής ποίησης στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα- που νομίζει κανείς ότι λίγο ακόμη και θα αρχίσει να σαπίζει. Απόδειξη ότι αμέσως μετά ανοίγει ένας εντελώς διαφορετικός κύκλος στη λογοτεχνία, τον οποίον ορίζουμε ως αρχαϊκή λυρική ποίηση.